Νατάσα Τσουκαλά: Από τον αυταρχισμό στη συνταγματική εκτροπή

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Université Paris-Saclay, για το σχήμα «νόμος και τάξη» που προβλέπεται για τη νεολαία, την εργαλειοποίηση της πανδημίας και τις αντιδημοκρατικές πολιτικές από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Με πρόφαση τη διαχείριση της πανδηµίας η κυβέρνηση επιχείρησε να απαγορεύσει τον τριήµερο εορτασµό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στήνοντας –κατά τη γνώµη της– µια παγίδα στην Αριστερά. Εάν η Αριστερά αποδεχόταν την απαγόρευση, θα αποδυνάµωνε αυτή καθαυτή την ταυτότητά της. Εάν παρέβαινε την απαγόρευση, θα στιγµατιζόταν ως ιδεοληπτική και κοινωνικά ανεύθυνη. Η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης βασίστηκε σε ένα πολιτειακά απαράδεκτο επιχείρηµα που συνέκρινε τον εορτασµό του Πάσχα και τις παρελάσεις µε την πορεία του Πολυτεχνείου. Το επιχείρηµα αυτό ταύτιζε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις µε τις πολιτικές και οµογενοποιούσε τις εκδηλώσεις συλλογικής µνήµης. Το πολιτειακό ζήτηµα εγείρεται από το γεγονός ότι πολύ απλά οι θρησκευτικές εορτές και οι παρελάσεις δεν αποτελούν συνταγµατικά κατοχυρωµένα δικαιώµατα.

Το δόγµα «νόµος και τάξη» αποτέλεσε από την αρχή έναν από τους πυλώνες της πολιτικής της κυβέρνησης που ανήγαγε την καταστολή σε κεντρικό εργαλείο άσκησης της εξουσίας της. Η εµφάνιση της πανδηµίας διεύρυνε το πεδίο εφαρµογής των κατασταλτικών δράσεων αποδίδοντάς τους νέες πολιτικές λειτουργίες. Οι κατασταλτικές επιχειρήσεις εναντίων των νέων που συγκεντρώνονταν στις πλατείες στόχευαν µεν άτοµα που εµφανώς προέρχονταν από ιδεολογικά αντίπαλους προς την κυβέρνηση χώρους αλλά παράλληλα επέτρεπαν στην κυβέρνηση να µετακυλήσει στους πολίτες τις τεράστιες δικές της ευθύνες για την ανεπαρκέστατη διαχείριση της πανδηµίας.

Η εργαλειοποίηση της πανδηµίας για την επίτευξη άλλων πολιτικών στόχων, χάρη στην καταστολή, κορυφώθηκε µε την αντισυνταγµατική απαγόρευση του εορτασµού του Πολυτεχνείου. Αντίθετα από όσα ισχυρίστηκαν ορισµένοι συνταγµατολόγοι και η πρόεδρος του ΣτΕ, η καθολική τετραήµερη απαγόρευση διαδηλώσεων είναι προφανέστατα αντισυνταγµατική. Πρώτον, το αρ. 11 του συντάγµατος δεν προβλέπει περιορισµό του δικαιώµατος του συνέρχεσθαι για λόγους δηµόσιας υγείας. Ο νόµος για τις διαδηλώσεις που ψηφίστηκε πρόσφατα είναι εκτελεστικός νόµος του συντάγµατος, δεν µπορεί να υπερβεί τις συνταγµατικές διατάξεις και επιπλέον εξαιρεί ρητά από τις διατάξεις του τον εορτασµό του Πολυτεχνείου. ∆εύτερον, η πράξη νοµοθετικού περιεχόµενου (ΠΝΠ) για τα υγειονοµικά µέτρα, την οποία επικαλέστηκε η κυβέρνηση, δεν µπορεί να υπερισχύει του συντάγµατος. Τρίτον, καθολική απαγόρευση των διαδηλώσεων µπορεί να αποφασίσει µόνο η Βουλή, σύµφωνα µε το αρ. 48 του συντάγµατος (κατάσταση πολιορκίας), και όχι ο αρχηγός της αστυνοµίας. Τέταρτον, σε κάθε περίπτωση ο όποιος περιορισµός του δικαιώµατος του συνέρχεσθαι πρέπει να υπακούει στη συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας.

Το ψευδεπίγραφο της επίκλησης των υγειονοµικών µέτρων για την απαγόρευση του εορτασµού του Πολυτεχνείου κατέστη σαφές από τη σκληρή και εντελώς απρόκλητη καταστολή διαδηλωτών που δεν θα µπορούσαν επ’ ουδενί να θεωρηθούν απειλητικοί για τη δηµόσια υγεία. Εχοντας δηµιουργήσει ένα πολωτικό κλίµα πολιτικής αντιπαράθεσης και δρώντας εκτός συνταγµατικού πλαισίου, η κυβέρνηση δεν δίστασε να εµποδίσει εξίσου αντισυνταγµατικά την ελεύθερη κυκλοφορία βουλευτών, προσπαθώντας να επιβάλει ως αυτονόητη την απολύτως απεριόριστη άσκηση της εξουσίας της.

Η απόκρυψη των αντισυνταγµατικών προθέσεων της κυβέρνησης πίσω από τον µανδύα της πανδηµίας οµολογήθηκε από τον ίδιο τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, που στον απόηχο της καταστολής των διαδηλώσεων για το Πολυτεχνείο δήλωσε στον Σκάι: «Θα το συνεχίσουµε αυτό, να τελειώνουµε µε τις διαδηλώσεις που καταλύουν και καταργούν πλήρως την κοινωνική ζωή».

Η άρνηση της κυβέρνησης να διαχειριστεί το πολιτικό πεδίο της χώρας µε όρους ανοιχτής δηµοκρατίας εκδηλώθηκε σαφώς και στον χώρο των πανεπιστηµίων. Η κατάργηση του ασύλου ήταν το πρώτο στάδιο ενός σχεδίου άµεσης αστυνόµευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας ιδεών εντός των ΑΕΙ. Η ανησυχία δεν προκαλείται από το γεγονός ότι µετά τη διαπόµπευση του πρύτανη του Οικονοµικού Πανεπιστηµίου ο πρωθυπουργός πρότεινε στη σύνοδο πρυτάνεων µια σειρά κατασταλτικών µέτρων µε επίκεντρο τη σύσταση ειδικού αστυνοµικού σώµατος για τα πανεπιστήµια. Η ανησυχία προκαλείται από το γεγονός ότι η σύνοδος πρυτάνεων απέρριψε οµόφωνα και τεκµηριωµένα τις πρωθυπουργικές προτάσεις αλλά λίγες µέρες αργότερα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αγνοώντας προκλητικά τους πρυτάνεις, ανακοίνωσε προκήρυξη για προσλήψεις 1.500 ειδικών φρουρών που θα συγκροτήσουν την οµάδα προστασίας των πανεπιστηµιακών ιδρυµάτων. Κοινώς, η κυβέρνηση τηρεί τα προσχήµατα ενός δηµοκρατικού διαλόγου αλλά σε περίπτωση διαφωνίας δείχνει ωµά τις αληθινές, αντιδηµοκρατικές της προθέσεις.

Η επιβολή αυτών των αντιδηµοκρατικών προθέσεων προϋποθέτει την άσκηση βίας. Για τους πρυτάνεις η βία είναι ισχυρή αλλά συµβολική. Για τους φοιτητές, τους διαδηλωτές και τους απλούς πολίτες η βία είναι κυριολεκτική και πολυεπίπεδη: στη σωµατική και ψυχολογική βία προστίθενται η ποινική εξουθένωση και οι ενδεχόµενες οικονοµικές της συνέπειες.

Η επιτυχής επιβολή αυτών των αντιδηµοκρατικών προθέσεων εξαρτάται από την επικοινωνιακή νοµιµοποίησή τους από τα ΜΜΕ και προϋποθέτει τη συναίνεση όλων των εκφάνσεων όχι µόνο της εκτελεστικής, αλλά και της δικαστικής εξουσίας. Η πρωτοφανής άσκηση διώξεων για διέγερση σε ανυπακοή εναντίον νοσοκοµειακών γιατρών και απλών πολιτών της Θεσσαλονίκης που έκαναν καλέσµατα για την πορεία του Πολυτεχνείου πριν από την απαγορευτική απόφαση του αρχηγού της ΕΛΑΣ –κοινώς, προτού η πράξη αποτελέσει αδίκηµα– δηλώνει σαφώς ότι αυτή η συναίνεση είναι υπαρκτή. Στην περίπτωση αυτή όµως δεν µιλάµε πλέον για αυταρχική διακυβέρνηση αλλά για συνταγµατική εκτροπή.

Ετικέτες