Ναρκοθετημένη η βιωσιμότητα της ανάπτυξης

Ναρκοθετημένη η βιωσιμότητα της ανάπτυξης

Ο υψηλός ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2021 έχει οδηγήσει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα ανακάμπτει με ανάκαμψη τύπου V και εισέρχεται σε περίοδο ισχυρής και μακροχρόνιας ανάπτυξης.

Το κυβερνητικό αφήγημα δεν συνάδει όμως με την εμπειρία έξι καταναλωτών στους δέκα, που την περασμένη εβδομάδα δήλωναν σε έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου ότι στις προσεχείς γιορτές θα μειώσουν την κατανάλωσή τους λόγω ακρίβειας, ούτε με τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το λιανεμπόριο της Αττικής, τα οποία έδειξαν πως ο τεράστιος χαμένος τζίρος του έτους 2020, παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ το 2021, δεν ανακτήθηκε, αντίθετα μειώθηκε περαιτέρω.

Σημαντικές παρατηρήσεις που αντικατοπτρίζουν την εμπειρία αυτών των συντελεστών της οικονομίας βρήκαμε ωστόσο στη μελέτη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ με τίτλο: «Σε σχήμα Κ και με ανισότητες η ανάπτυξη», την οποία συνέταξε ο Κύκλος Οικονομικής και Κοινωνικής

Ανάλυσης του Ινστιτούτου με επικεφαλής τον οικονομολόγο Γιάννη Ευσταθόπουλο, η οποία αποτιμά την τρέχουσα ελληνική ανάκαμψη με τρόπο ριζικά διαφορετικό από τις τράπεζες. Γι’ αυτό επιλέξαμε να συζητήσουμε τα θέματα της ανάκαμψης με τον κ. Παναγιώτη Σκευοφύλακα, γενικό διευθυντή του ΕΝΑ, και τον κ. Γ. Ευσταθόπουλο, συντονιστή του Κύκλου Βιώσιμης Ανάπτυξης και Ευημερίας.

Τέλος, στην κ. Ευγενία Φωτονιάτα, συντονίστρια του Κύκλου Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου, θέσαμε το ερώτημα σχετικά με τα σοβαρά –καθώς φαίνεται– προβλήματα απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους και θέτουν εν αμφιβόλω την επενδυτική έκρηξη που αναμένει για το 2022 η κυβέρνηση.

Παναγιώτης Σκευοφύλαξ, Γιάννης Ευσταθόπουλος: «Σοβαρές οι ανισορροπίες και οι ανισότητες τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν οι δημόσιες πολιτικές»

Ο υψηλός ρυθμός ανάκαμψης στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο διαμόρφωσε τη μέση ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου στο εντυπωσιακό 9,3%. Πού το αποδίδετε;

Η εκδήλωση μιας φάσης έντονης ανάκαμψης το 2021 μετά τα διαδοχικά lockdowns, τα οποία προκάλεσαν μια βαθιά τεχνική ύφεση της οικονομίας το 2020 –τη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη– ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη. Διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό: πρώτον, το ίδιο το άνοιγμα της οικονομίας αρχικά και η σχετική ομαλοποίηση των δραστηριοτήτων που επέτρεψε το εμβόλιο στη συνέχεια. Δεύτερον, η εκδήλωση αγορών και επενδύσεων, κατανάλωσης δηλαδή, που είχαν αναβληθεί λόγω της πανδημίας. Τρίτον και το πλέον σημαντικό από τη σκοπιά χάραξης πολιτικής, το πλαίσιο που συγκρότησε η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι θεσμοί της αναλαμβάνοντας συλλογική εγγύηση δανεισμού για την αντιμετώπιση της κρίσης, γεγονός που διαμόρφωσε νομισματικές και χρηματοδοτικές δυνατότητες καθώς και βαθμούς δημοσιονομικής ευελιξίας πρωτόγνωρους, που κατέδειξαν την εσφαλμένη προσέγγιση της κρίσης του 2010. Τέταρτον, θετικό ρόλο διαδραμάτισε και η δημόσια κατανάλωση, γεγονός που μας υπενθυμίζει τον κρίσιμο ρόλο των δημόσιων δαπανών και επενδύσεων.

Tο κρίσιμο ωστόσο ερώτημα το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά είναι με τι όρους η οικονομία εξέρχεται από τις έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε δημοσιονομικό και νομισματικό κυρίως επίπεδο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ολοι αναγνωρίζουν ότι οι ανωτέρω παράγοντες εξαντλούνται και ότι μπαίνουμε σε μια νέα φάση με σημαντικές αβεβαιότητες, προκλήσεις και ανισορροπίες (αύξηση δημόσιου ελλείμματος, δημόσιου χρέους, διεύρυνση ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομική προσαρμογή).

Στη μελέτη σας υποστηρίζετε ότι αντί για ανάπτυξη τύπου V, η ελληνική οικονομία κινείται προς μια ανάπτυξη τύπου Κ, που συνδέεται με ένα σημαντικό δυϊσμό της εγχώριας επιχειρηματικής βάσης. Μας το αναλύετε;

Η ανάπτυξη σε σχήμα Κ εκφράζει μια διαδικασία μεγέθυνσης της οικονομίας που χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανισότητες και αντιφάσεις. Στη μελέτη που δημοσιεύσαμε, που στηρίζεται και στα ευρήματα της διεθνούς και εγχώριας βιβλιογραφίας, παραθέτουμε τέσσερις βασικές μορφές ανισοτήτων:

• Τις ανισότητες μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, δηλαδή μεταξύ μισθών και κερδών. Ενώ η κερδοφορία παρουσιάζει πολύ ισχυρή δυναμική, αντιθέτως, με βάση τα μέχρι σήμερα στοιχεία, οι μισθοί εμφανίζουν στασιμότητα. Το γεγονός αυτό είναι ανησυχητικό σε μια συγκυρία κατά την οποία επιταχύνεται ο πληθωρισμός (+4% τον Νοέμβριο 2021). Η μη σύνδεση των μισθών με την εξέλιξη του πληθωρισμού αλλά και την κερδοφορία συνολικότερα αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, εξανεμίζοντας την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά και προκαλώντας πιέσεις ακόμη και στα μεσαία εισοδήματα. Η αύξηση του πληθωρισμού αναμένεται να έχει δυσανάλογη επίπτωση στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στις συνθήκες υλικής αποστέρησης και επισφάλειας που βιώνει ήδη ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Τυχόν παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων θα εξελιχθεί σε παράγοντα όξυνσης των ήδη υψηλών ανισοτήτων στη βάση μιας διακριτής διαχωριστικής γραμμής που αφορά την ικανότητα των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν –ή όχι– βασικές βιοτικές ανάγκες.

• Τις ανισότητες μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι αναδιαρθρώσεις που προκάλεσε η πανδημία (ψηφιοποίηση, ανάπτυξη ηλεκτρονικού εμπορίου κ.λπ.) ευνόησαν και θα ευνοήσουν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν μεγαλύτερα περιθώρια και εφόδια για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτουν και ζητήματα που αφορούν τα επίπεδα ανταγωνισμού αλλά και τις εισοδηματικές ανισότητες λόγω της συγκέντρωσης κεφαλαίου που είναι υπό εξέλιξη λόγω της κρίσης (μικρότερη ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων) και της ενίσχυσης των μεγάλων εταιρειών του ψηφιακού εμπορίου. Εδώ έχουμε και ένα παράδοξο. Αντί να στηριχθούν κατά προτεραιότητα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βλέπουμε ότι καλλιεργούνται απόψεις που τις εκλαμβάνουν ως «εμπόδιο» και ότι συνολικά δεν λαμβάνουν τη στήριξη που θα έπρεπε (κάτι που διαφαίνεται και στους δυσμενέστερους όρους χρηματοδότησης μεταξύ άλλων).

• Τις ανισότητες μεταξύ κλάδων. Οι ανισότητες αυτές εκδηλώνονται μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων που ανήκουν σε αναπτυσσόμενους κλάδους (ενέργεια, ψηφιακή οικονομία, υποδομές, υγεία) και σε πιο παραδοσιακούς κλάδους (εμπόριο, εστίαση, τουρισμός, πολιτισμός), αλλά και μεταξύ των επιχειρήσεων με προνομιακή θέση στην ψηφιακή οικονομία και αυτών που αδυνατούν να συμμετάσχουν ικανοποιητικά σε αυτή. Οι διακλαδικές αυτές ανισότητες μετουσιώνονται κατ’ επέκταση και σε εισοδηματικές ανισότητες (μεταξύ εργαζομένων στους επιμέρους κλάδους) αλλά και σε περιφερειακές ανισότητες (ανάλογα με τη συγκέντρωση αναπτυσσόμενων και πιο παραδοσιακών κλάδων στις περιφέρειες της χώρας). Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κλαδικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το θέμα. Ορισμένοι τομείς θα κάνουν χρόνια να επανέλθουν σε μια «φυσιολογική» λειτουργία. Είναι μια μορφή οικονομικού long-Covid θα λέγαμε.

• Τέλος, και πολύ σημαντικό, τις ανισότητες με βάση την ηλικία, δεδομένου ότι οι νέοι τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικότερα βίωσαν σε μεγαλύτερο βαθμό τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Οι νέοι εργάζονται σε τομείς που υπήρξαν εκτεθειμένοι στην κρίση (εστίαση, ψυχαγωγία, πολιτισμός, τουρισμός). Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound) αποτύπωσε πως το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία έπληξε τη νεολαία. Η χώρα μας κατέγραψε το χειρότερο αποτέλεσμα με διαφορά στο ποσοστό των νέων που έμειναν άνεργοι μέσα στην πανδημία (30%). Πρόκειται για αρνητική πρωτιά σε όλη την Ευρώπη αλλά και σε σχέση με άλλες, ηλικιακά μεγαλύτερες ομάδες.

Συνεπώς, υπάρχουν πολύ διαφοροποιημένες τροχιές ανάκαμψης στην οικονομία και την κοινωνία. Οπως σε κάθε κρίση, η νέα κανονικότητα που θα προκύψει θα έχει νικητές και χαμένους. Κάποιοι κλάδοι, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι βρίσκονται στο πάνω μέρος του Κ (δηλαδή βιώνουν σημαντική ανάπτυξη των εισοδημάτων τους), σε αντίθεση με άλλους που βρίσκονται στο κάτω μέρος και υφίστανται μια στασιμότητα ή φθίνουσα κατάσταση. Ισως στην περίπτωση της πανδημίας, λόγω της επιτάχυνσης της ψηφιοποίησης και των πολιτικών πράσινης μετάβασης, η νέα κανονικότητα να απέχει σημαντικά από την προ πανδημίας πραγματικότητα. Το εάν αυτό θα συμβεί προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο εξαρτάται από τον προσανατολισμό των δημόσιων πολιτικών. Η μελέτη μας υπογραμμίζει ότι ενώ σε πρώτη ανάγνωση η οικονομία εμφανίζει ένα τυπικό σχήμα V –δηλαδή μια απότομη και βαθιά ύφεση που ακολουθείται από μια στιγμιαία «εκτόξευση» εν είδει «ελατηρίου»– μια ολοκληρωμένη ανάλυση φέρνει στο φως, αντιθέτως, σοβαρές ανισορροπίες και ανισότητες που υπονομεύουν μεσοπρόθεσμα την ίδια τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.

Ευγενία Φωτονιάτα: «Προβλήματα απορρόφησης»

Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί το κεντρικό αναπτυξιακό εργαλείο της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη μέρα και θα πρέπει να δούμε προσεκτικά τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Ο προϋπολογισμός 2022 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 4,5% στη βάση δύο εκτιμήσεων, οι οποίες όμως αποτελούν ταυτόχρονα και δύο αβεβαιότητες. Η μία αφορά το τέλος της πανδημίας –όχι τόσο πιθανό σενάριο με 130 νεκρούς και τη μετάλλαξη Ομικρον να απειλεί για νέο πανδημικό κύμα– και η δεύτερη ότι η υλοποίηση του Ταμείου θα προσδώσει 2,9 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ.

Η αναπτυξιακή όμως δυναμική του Ταμείου δεν είναι αυτόματη και σε καμία περίπτωση δεδομένη. Ο σχεδιασμός και η υλοποίησή του πρέπει να ικανοποιούν βασικές προϋποθέσεις, προκειμένου να περιμένουμε άμεσα δείγματα ανάκαμψης αλλά και μακροπρόθεσμα βιώσιμα οικονομικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίες συνθήκες είναι η ύπαρξη αναπτυξιακής στρατηγικής που θα περιλαμβάνει έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας με μεγάλο πολλαπλασιαστή, καθώς και η ετοιμότητα του διοικητικού μηχανισμού. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα ποσοτικά και ποιοτικά είμαστε πολύ μακριά από αυτές τις συνθήκες.

Το 2021 κλείνει με απορρόφηση του Ταμείου μόλις 150 εκατ. έναντι του στόχου των 600 εκατ. –δύο φορές αναθεωρημένος προς τα κάτω– και μάλιστα δαπάνες που δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν αναπτυξιακές. Παράλληλα, η συγκρότηση ενός στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου όχι μόνο δεν αποτελεί αφετηρία για την επόμενη μέρα, αλλά δεν υπάρχει καν στο «αναπτυξιακό» αφήγημα της κυβέρνησης.

Εχει σημασία να τονίσουμε ότι η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ακολουθεί –τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια– διαφορετική λογική από την εκταμίευση των πόρων του ΕΣΠΑ. Οταν στο ΕΣΠΑ καταγράφουμε X ποσοστό απορρόφησης, αυτό σημαίνει ότι οι πόροι αυτοί έχουν ήδη διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία. Στο πλαίσιο όμως του Ταμείου η εκταμίευση των δόσεων συνδέεται στην αρχή με πολιτικά ορόσημα, π.χ. ψήφιση συγκεκριμένων νομοσχεδίων, και όχι με ορόσημα υλοποίησης έργων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δόσεις μπορεί να εκταμιεύονται προς τη χώρα –3,2 δισ. αναμένονται για το 2022– αλλά οι πόροι να μη διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν ώριμα έργα σε εξέλιξη.

Τα μέχρι σήμερα δεδομένα –ποσοτικά και ποιοτικά– σχετικά με το Ταμείο θέτουν υπό αμφισβήτηση τον πιο φιλόδοξο, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στόχο του προϋπολογισμού για αύξηση της συνολικής επενδυτικής δαπάνης κατά 21,9%. Ειδικότερα, η μεγάλη αυτή αύξηση αναμένεται να προέλθει «από την κατανομή των επιχορηγήσεων και των δανείων του Ταμείου (σε ποσοστό άνω του 88%), εκ των οποίων το 41,6% σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλή πολλαπλασιαστική επίδραση». Βρισκόμαστε ήδη στο τέλος του 2021 και δεν γνωρίζουμε το χαρτοφυλάκιο και τον χ ρον ο προγραμματισμό των δημόσιων αυτών επενδύσεων ούτε τις κυβερνητικές ενέργειες και πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί ώστε «το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να διοχετεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα σχετικά κεφάλαια στην ιδιωτική οικονομία».

Μετά και την πρόσφατη ανακοίνωση του Eurogroup, που ουσιαστικά θέτει το τέλος της περιόδου δημοσιονομικής ευελιξίας καθώς «τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσουν πρόσθετες επενδύσεις για τη στήριξη της ανάκαμψης με παράλληλη συνετή δημοσιονομική πολιτική», το Ταμείο θα κληθεί να ικανοποιήσει πολλαπλούς στόχους. Το αν τελικά το Ταμείο θα αποτελέσει την αφετηρία για μια νέα περίοδο οικονομικής μεγέθυνσης με πράσινο και κοινωνικό αποτύπωμα ή αν θα περιοριστεί σε ένα μηχανισμό δημιουργίας υψηλών προσδοκιών με μικρά οικονομικά αποτελέσματα είναι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης περιόδου.

Documento Newsletter