Μια από τις πιο συγκροτημένες απόψεις για την ταινία που προβάλλεται στο Netflix και αλιεύσαμε στον ψηφιακό κόσμο μας.
Σε αυτό περίπου το συμπέρασμα κατέληξε η κριτική της Φανής Στεφανάκη στο savoirville.gr και ασμένως αναπαρήγαγε η ιστοσελίδα του Σκάι, η οποία αφού αποδόμησε την υποκριτική απόδοση της Μέριλ Στριπ και της Κέιτ Μπλάνσετ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η σάτιρα που δημιούργησε [ο σκηνοθέτης Ανταμ ΜακΚέι] απέχει μόλις λίγα βήματα από την παρωδία και από το να γίνει ανυπόφορη. Το Don’t Look Up, λοιπόν, γίνεται η αγαπημένη ταινία όσων αγαπούν τις μεγάλες μεταφορές, παρομοιώσεις και αναλογίες. Οι υπόλοιποι χρειάζεται να ψάξουν πολύ καλά για να βρουν κάτι θετικό στην όλη υπόθεση». Καταλάβατε; Όσοι αγαπούν τις μεγάλες παρομοιώσεις και ονειρεύονται μεγάλες ανατροπές θα αγαπήσουν και την ταινία. Όσοι, από την άλλη, φλερτάρουν με τα μικρά σχήματα λόγου είναι άκρως ευαίσθητοι δέκτες ανεπαρκών ερμηνειών.
Ο Δημήτρης Αναστασίου, αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Νότιου Ιλινόις, σε ανάρτηση που έκανε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook παραθέτει μια από τις πιο συγκροτημένες απόψεις για την ταινία-φαινόμενο που οδηγεί στα πρόθυρα νευρικής κρίσης τα μέλη της εγχώριας πολιτικής «ελίτ».
Ακολουθεί το ποστ του Δημήτρη Αναστασίου
– Ναι αλλά ήταν μια βαρετή ταινία.
Πολύ σωστά! Είναι ήδη η πιο δημοφιλής ταινία στην ιστορία του Netflix. Πρώτη με τεράστια διαφορά την πρώτη βδομάδα και 111 εκατομμύρια ώρες τηλεθέασης. Τη δε δεύτερη βδομάδα έσπασε κάθε ρεκόρ μετρώντας 152 εκατομμύρια ώρες προβολής στο Netflix και σχεδόν 40 εκατομμύρια ώρες περισσότερες από όλες μαζί τις 9 επόμενες πιο δημοφιλείς ταινίες και σειρές.
– Ναι αλλά ήταν μια επιφανειακή και ρηχή ταινία.
Σωστά! Έθιξε μόνο την κλιματική κρίση, το πολιτικό σύστημα, την μηντιοκρατία, το μιντιακό σταρ σύστεμ, τη μαζική χειραγώγηση μέσα από τον αισθησιασμό της πληροφορίας, τον μεσσιανισμό των δισεκατομυριούχων, τη σχέση της επιστήμης-πολιτικής εξουσίας-ΜΜΕ, τις λίστες κατάταξης των πανεπιστημίων, την αλγοριθμική λογική της ζωής και του θανάτου, το κυνήγι του κέρδους δίχως αύριο.
– Δεν είδε όμως τη μικροφυσική της εξουσίας των κοινωνικών σχέσεων.
Ναι και δεν με χάλασε. Αρκεί που στάθηκε στο μακρο-οπτικό επίπεδο, στην μακροφυσική του συμπλέγματος της εξουσίας.
– Μα δεν έκανε μια σε βάθος κριτική του καπιταλισμού.
Hello ήταν πολιτική σάτιρα -όχι πολιτικό μανιφέστο.
– Ναι αλλά ήταν «αμερικανιά».
Σωστά! Να μην ξαναδείτε ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο, του Μάρτιν Σκορτζέζε, του Γούντι Άλλεν, του Φράνσις Φόρντ Κόπολα. Μόνο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ …και ξερό ψωμί. Να επιλέγετε τις ταινίες με εθνικά κριτήρια. Μόνο ισλανδικές, λιθουανικές και σιγκαπουριανές ταινίες να βλέπετε.
– Ναι αλλά δεν είχε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο.
Σωστά! Δεν είχε το φροϋδικό βάθος, όπως οι υπέροχες ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, του Άλφρεντ Χίτσκοκ, του Γούντι Άλεν, ή του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Δεν είχε μεταφυσικό χρώμα όπως οι ταινίες του Κριστόφ Κισλόφσκι (Κσίστοφ Κιεσλόφσκι) ή τη θεολογική Κιρκεγκοριανή διάσταση όπως ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι. Ά οι κριτικοί την είπαν μαρξιστική, όπως είχαν πει και το υπέροχο Elysium (μια ταινία για τη δημόσια υγεία) του Νιλ Μπλόμκαμπ, ενώ τον είχαν προηγουμένως αποθεώσει στο District 9. Δεν άρεσε ούτε στον SKY… με ανυπόγραφο άρθρο!
Στα σοβαρά, η ταινία είχε φιλοσοφικό βάθος. Κριτικός ρεαλισμός ήταν γι’ αυτό και άρεσε στους πάρα πάραααα πολλούς. Ένα μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα στην επιστήμη και την πολιτική, μικρότερο στην δραματουργική τέχνη με κάποιες μεγάλες εξαιρέσεις όπως αυτή του Μπρεχτ. Το είδαμε και ως ένα βαθμό στο νοτιοκορεατική ταινία «Παράσιτα» του Πονγκ Τσουν-χο. Πάντως στην εποχή του ούτε ο Μπρεχτ άρεσε στον ελιτιστή Αντόρνο ή στον αξιόλογο Γκέοργκ Λούκατς. Δεν άντεχαν τον ρεαλισμό του που τον περνούσαν ως επιφανειακότητα. Για παράδειγμα, για τον Αντόρνο ο Μπρεχτ ήταν πάντα ένας ιδεολογικός καλλιτέχνης που επιδίωκε την αλλαγή μέσω της pop culture και όχι ένας γνήσιος δημιουργός μια αυτόνομης τέχνης. Τι να κάνουμε όμως άρεσε στο θεατρικό κοινό. Όπως άρεσε και στον κολλητό φίλο του Μπρεχτ και κριτικό τέχνης Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Αντόρνο έκραζε συνεχώς τον Μπένγιαμιν γι’ αυτό στην αλληλογραφία τους.
Και κάτι ακόμα για τα επίπεδα. Προσωπικά δεν θεωρώ το φροϋδισμό επιστημονικό ρεύμα και πολλοί λίγοι στην επιστημονική ψυχολογία πλέον το θεωρούν ως τέτοιο. Τι να κάνουμε όμως που το 1/3 του λεγόμενου ποιοτικού κινηματογράφου είναι φροϋδικής έμπνευσης ή με φροϋδικές αναφορές; Περιττό να πω ότι λατρεύω τον Μπουνιουέλ, τον Χίτσκοκ, τον Μπέργκμαν, τον Γούντι Άλεν, ή τον Αλμοδόβαρ, παρά τον σκεπτικισμό ή την κριτική μου για τον Φροϋδισμό. Λατρεύω τον Κισλόφσκι και ανέχομαι κάπως τη θεολογία του Ταρκόφσκι για αισθητικούς λόγους. Αλλά δεν νομίζετε ότι οι ταινίες όλων αυτών θα έχαναν κάπως την αίγλη τους εάν το δεύτερο ή τρίτο επίπεδό τους ήταν σαθρό; Δεν θα έμενε τότε μόνο η αισθητική επιφάνειά τους χωρίς το υποκείμενο νόημα;
Και ένα τελευταίο προσωπικό βίωμα. Το καλοκαίρι του 2020 είχα δει σε κινηματογράφο των Εξαρχείων το «Χαλύβδινες ψυχές» (The fountainhead), μια ταινία του 1949. Το κοινό ήταν το γνωστό ελευθεριακό κοινό των Εξαρχείων. Μετά το τέλος της ταινίας οι θεατές χειροκροτούσαν σύσσωμοι όρθιοι. Στη συνέχεια έξω από τον κινηματογράφο Ριβιέρα σε πηγαδάκια συζητούσαν για τα βαθύτερα και πολυεπίπεδα νοήματα της ταινίας. Η ταινία όμως ήταν μια πιστή μεταφορά του ομώνυμου έργου της Άιν Ραντ (1943), δηλαδή της πιο δηλωμένης νεοφιλελεύθερης συγγραφέως στην pop culture από καταβολής του νεοφιλελευθερισμού. Ένας ύμνος στην ιδιωτική πρωτοβουλία ενάντια στο καταπιεστικό κράτος πρόνοιας κ.ο.κ. Ελάχιστοι από το κοινό είχαν καταλάβει περί τίνος επρόκειτο αλλά ήταν ενθουσιασμένοι. Παρεπιμπτόντως οι κριτικοί στην εποχή της Άιν Ραντ το είχαν κατανοήσει καλύτερα το έργο και του είχαν ασκήσει δριμεία κριτική.
Το πρώτο επίπεδο έχει λοιπόν τη σημασία του. Το δεύτερο και τρίτο επίπεδο θα το κρίνουμε και θα το ξανακρίνουμε στην ιστορία του κινηματογράφου μέχρι να σβήσει ο ήλιος ή μέχρι να δούμε τον κομήτη κατάματα. Γι’ αυτό απολαύστε το Don’t Look UP χωρίς ενοχές, ελιτισμό και διανουμενισμούς.