Συζήτηση με τον ηθοποιό που θα υποδυθεί τον κεντρικό ήρωα στο «Σπιρτόκουτο – The musical» στη Στέγη.
Καθώς η προετοιµασία για τη µεταφορά του «Σπιρτόκουτου», της ταινίας του Γιάννη Οικονοµίδη, σε µορφή µιούζικαλ στη Στέγη βρίσκεται σε κορύφωση, το Documento αναζήτησε τον Γιάννη Αναστασάκη, ο οποίος θα ενσαρκώσει τον πάτερ φαµίλια, για να συζητήσει µαζί του σχετικά µε τη δυσκολία του εγχειρήµατος, τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας και τον αγώνα της τέχνης να συντηρήσει άσβεστη την ελπίδα για έναν άλλο κόσµο.
Το «Σπιρτόκουτο» µε τη µορφή µιούζικαλ. ∆εν ακούγεται λίγο περίεργο;
Λες ε; Για µας έχει πολύ ενδιαφέρον, όπως πιστεύω ότι θα έχει και για τους θεατές. Ηταν µια ιδέα του Γιάννη Οικονοµίδη, ο Γιάννης Νιάρρος δεν το πολυσκέφτηκε και είπε αµέσως ναι γιατί του άρεσε η ιδέα, ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος το ίδιο· όλοι µας µπήκαµε σε αυτή την περιπέτεια µε µεγάλη χαρά και προσµονή για το τι θα γίνει τελικά. Θεωρώ ότι βρισκόµαστε πολύ κοντά στον πυρήνα του πρωτότυπου έργου – το λιµπρέτο του Οικονοµίδη και του ∆ώρη Αυγερινόπουλου καταβυθίζεται στο στόρι της ταινίας.
Κορυδαλλός 2002 – Κορυδαλλός 2022. Πώς µεταβάλλονται οι νευρώσεις της µικροαστικής ευφορίας µε τους υλικούς όρους πλέον να έχουν αλλάξει βίαια;
Εχουν εγκατασταθεί µέσα µας. Τότε ήταν η εποχή λίγο πριν από την ολυµπιάδα – ο κόσµος ζούσε µε την προσµονή των Ολυµπιακών Αγώνων, υπήρχε µια ελπίδα, δεν είχε χρεοκοπήσει η χώρα επίσηµα. Οι νευρώσεις όµως µες στη λεγόµενη αγία οικογένεια υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό είναι χαρακτηριστικό πολλών δεκαετιών που σηµαδεύει τη ζωή µας και είναι αναγνωρίσιµες τόσο σ’ εµάς που εµπλεκόµαστε στο έργο όσο και στον κόσµο. Ετσι εκφράζονται οι άνθρωποι, αυτά τα χάσµατα υπάρχουν ανάµεσα στις γενιές, η ίδια δυσκολία υπάρχει στην καθηµερινότητα και αν τότε υπήρχε µια ελπίδα ότι θα αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, αυτή γρήγορα έσβησε. Εστιάζοντας στους χαρακτήρες του «Σπιρτόκουτου» και µε τον τρόπο που δουλεύτηκαν από τον Νιάρρο αντιλαµβανόµαστε ότι και τα ίδια τα πρόσωπα στην πραγµατικότητα δεν ελπίζουν σε αυτήν τη µεγάλη αλλαγή που υποτίθεται ότι θα έρθει στη ζωή τους. Σχεδόν αναγνωρίζουν ότι είναι ένας αγώνας µάταιος, άγονος, µε εντάσεις εκκωφαντικές. Ουσιαστικά δεν έχουν αλλάξει οι οικογενειακές σχέσεις των µικροαστών. Και το ξέρουµε καλά γιατί όλοι λίγο πολύ είµαστε µικροαστοί.
Από τους τέσσερις τοίχους του Κορυδαλλού το 2002 αναδύονται η λεκτική βία, η καταπίεση, η απουσία στοιχειώδους επικοινωνίας. Είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν και σήµερα. Τελικά χάσαµε την ευκαιρία να οδηγηθούµε σε σχέσεις που να διέπονται από ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη;
Προσωπικά θέλω να πιστεύω ότι δεν χάθηκε καµία ευκαιρία και πως ακόµη υπάρχει ελπίδα. Βλέπουµε ότι σε δύσκολες στιγµές η αλληλεγγύη ξαναγεννιέται, αν και προσπαθούν να µας χώσουν στο κελί µας ώστε να µη βλέπουµε τι γίνεται δίπλα µας και να µην απλώνουµε χέρι βοήθειας σε κανέναν· καµιά φορά µάλιστα να µη δεχόµαστε βοήθεια από τους άλλους. Πρέπει να αντισταθούµε σε αυτό… να συναισθανθόµαστε και να παίρνουµε αποφάσεις για δράση. Να µη µείνουµε άβουλοι και άπρακτοι, να µη γίνουµε «άνθρωποι που πέθαναν δίχως µια αµυχή/ άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως…”» όπως έγραψε ο Βύρων Λεοντάρης στους «Αποχρωµατισµούς». Να µη µείνουµε στο τέλος µόνοι µας και ησύχως επιστρέψουµε στην «αγία» οικογένεια. Ολη η παράσταση είναι µια αγρυπνία – όχι µε τη θρησκευτική έννοια αλλά ως καταγραφή της πρόθεσης να κρατήσει το κοινό άγρυπνο σε αυτό που συµβαίνει µέσα του και γύρω του και που δεν έχει αλλάξει από το 2002 στο 2022 τόσο δραστικά ώστε να πούµε ότι αντιµετωπίσαµε τα προβλήµατα και προχωρήσαµε µπροστά. Από την άλλη βέβαια δεν χρειάζεται να λέµε ότι βουλιάξαµε και δεν υπάρχει καµία σωτηρία. Εγώ ως Αναστασάκης δεν µπορώ να πω ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει, την αναζητούµε, τη βρίσκουµε πολλές στιγµές δίπλα µας, άλλες φορές τη χάνουµε, αλλά πρέπει να συνεχίσουµε και να µη χάσουµε το κουράγιο µας. ∆εν πρέπει να κάνουµε τη χάρη σε κανένα να σβήσει την ελπίδα από την ψυχή των ανθρώπων.
Μέσα από το ισχυρό δίπολο ∆ηµήτρη – Μαρίας φτάνουµε στην ακύρωση της εικόνας του κυρίαρχου αρσενικού, του πάτερ φαµίλια.
Στη διαδροµή της ιστορίας υπήρξε και η περίοδος της µητριαρχίας. Ο πατέρας-αφέντης, ο ρόλος που ερµηνεύω, δεν έχει τόσο µεγάλη εξουσία όσο φαντάζεται. Η Μαρία µε µια δυο φράσεις της ανατρέπει την εξουσία του, ενώ βάζει ένα δαιµόνιο µέσα του για να σκεφτεί ότι τα πράγµατα δεν είναι καθόλου έτσι όπως τα νόµιζε. Στη διάρκεια της παράστασης βλέπουµε και τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειας, τα δύο παιδιά, να κινούνται σε εντελώς άλλο µήκος κύµατος. Τάχα υποκύπτουν στην εξουσία του πατέρα, όµως στην πραγµατικότητα έχουν πάρει τον δικό τους δρόµο και µάλιστα έχουν γίνει κακέκτυπα αυτής της πατριαρχικής εξουσίας. Ετσι αναφύονται τα ερωτήµατα σχετικά µε το ποια νέα γενιά γεννιέται µέσα σε αυτή την οικογένεια.
Πλέον αποκαλύπτονται σωρηδόν οι υποθέσεις (κακοποίησης, παρενόχλησης, βιασµών κ.λπ.) µες στο πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας. Ο κινηµατογράφος ανέδειξε την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας…
Και ιδιαίτερα ο Οικονοµίδης µε τις ταινίες του. Το «Σπιρτόκουτο» το προσέγγισα ως θεατής και πλέον ως ∆ηµήτρης στο µιούζικαλ, αλλά έπαιξα στις επόµενες ταινίες του Γιάννη· και στο «Ψυχή στο στόµα» και στον «Μαχαιροβγάλτη» και στο «Μικρό ψάρι». Σε αυτές τις ταινίες καταγράφεται πολύ καθαρά η βία που υπάρχει γύρω µας. Καµιά φορά µοιάζει προφητικός ή µάλλον µοιάζει να ανέδειξε από τότε τι συνέβαινε και πολλοί να µη δέχονταν ότι συνέβαινε στην πραγµατικότητα. Πολλοί από τους θεατές θεωρούσαν ότι µπορεί να τα παραλέει, πως η τέχνη φτάνει τα πράγµατα στα άκρα και ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγµατα. Ηταν έτσι και και χειρότερα. Και όχι µόνο ο Γιάννης, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες του νεότερου ελληνικού κινηµατογράφου τόλµησαν να µιλήσουν γι’ αυτό που συνέβαινε γύρω τους ή γι’ αυτό που ερχόταν. Η τέχνη µάς ανοίγει δρόµο για να σκεφτούµε σχετικά µε καταστάσεις οι οποίες νοµίζουµε ότι δεν υπάρχουν κι όµως είναι δίπλα µας.
Γιατί αρνούµασταν να τις δούµε;
Αποφεύγαµε να δούµε το πρόσωπό µας στον καθρέφτη. Και αυτό πρέπει να το κάνουµε και να διορθώσουµε ό,τι µπορούµε να διορθώσουµε µέσα µας και γύρω µας. Το να εθελοτυφλούµε δεν µας οδηγεί πουθενά ή µας οδηγεί σε αυτό που ζούµε στον καιρό µας. Και δεν µιλάω µόνο για τις κακοποιητικές πράξεις, αλλά για µια κοινωνία που έχει αποσαρθρωθεί. Παλεύουµε να τη στήσουµε ξανά στα πόδια της. Ελπίζω ότι θα τα καταφέρουµε στο τέλος. Και αυτό υπάρχει έντονο στην οµάδα του «Σπιρτόκουτου», που έχουµε στόχο όχι απλώς να κάνουµε µια ωραία παράσταση ή κάτι τολµηρό, αλλά να επικοινωνήσουµε µε τον κόσµο, να µιλήσουµε γι’ αυτό που ζούµε σήµερα. Μήπως αυτό βοηθήσει τους θεατές κι εµάς να κάνουµε ένα βήµα παραπέρα, όχι προς τον γκρεµό αλλά προς το φως.
Η τέχνη µπορεί να αλλάξει τον κόσµο;
Μπορεί, φυσικά. Και αγωνίζεται και καταφέρνει να τον αλλάξει στο διάβα της Ιστορίας. ∆εν γίνεται βέβαια να ξεσπάσει µια επανάσταση µέσα από µια θεατρική παράσταση ή µέσα από µια ταινία ή να βγουν οι θεατές και να είναι όλοι αποφασισµένοι να αλλάξουν τα πράγµατα. Αλλά νοµίζω ότι η δουλειά µας είναι αυτή· το θέατρο, ο κινηµατογράφος, τα εικαστικά, η µουσική, η λογοτεχνία αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσµο, να τον κάνουν καλύτερο. Και αυτό θα γίνει, δεν µπορεί να µη γίνει. Ακόµη κι αν εµείς δεν ζήσουµε τον καλύτερο κόσµο, τον δίκαιο, αυτός θα υλοποιηθεί. Κι εµείς θα έχουµε βάλει ένα λιθαράκι.
∆εν βλέπω ωστόσο να αντιδρούµε για όσα συµβαίνουν στον τόπο µας αλλά και παγκοσµίως.
Θα γίνει κι αυτό, νοµοτελειακά. Μπορεί να συµβεί ξαφνικά.
Οµως αυτό που συµβαίνει σήµερα είναι η άνοδος της ακροδεξιάς.
Σηµεία των καιρών. Μπορεί να πάρει χρόνια, αλλά ο κόσµος θα καταλάβει. Πώς είναι δυνατόν τελικά να επικρατήσει η ακροδεξιά στον κόσµο; Μιλάµε για ανθρώπους που µισούν καθετί διαφορετικό από τους ίδιους, που δεν εκφράζουν καµία συµπόνοια για τον άλλο που έχει ανάγκη, τον φτωχό, τον άστεγο, τον µετανάστη. Οµως αντιδρούµε σε αυτό το πνεύµα· το βλέπω σε µικρές καθηµερινές στιγµές.
INF0
«Σπιρτόκουτο – The musical», βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Μουσική: Γιάννης Νιάρρος, Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, λιμπρέτο: Γιάννης Οικονομίδης, Δώρης Αυγερινόπουλος, σκηνοθεσία – στίχοι: Γιάννης Νιάρρος. Ερμηνεύουν: Γιάννης Αναστασάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Μάριος Σαραντίδης, Νάνσυ Σιδέρη. Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης από τις 11/11