Η βία δεν έχει ηλικία, διαπιστώνουμε με έκδηλη ανησυχία, ιδίως το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς δεν περνά ημέρα που να μη γίνεται γνωστό ένα ακόμη περιστατικό μεταξύ ανηλίκων. Τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας πραγματικά σοκάρουν, καθώς συν τοις άλλοις αποτυπώνουν ραγδαία αύξηση της ανήλικης εγκληματικότητας μέσα σε ένα χρόνο. Ενώ, επιπροσθέτως, υπάρχουν και οι μορφές βίας που δεν καταγράφονται: ένα στα τρία παιδιά σε όλη τη χώρα δηλώνει πως έχει δεχτεί εκφοβισμό (στοιχεία από Το Χαμόγελο του Παιδιού).
Εισαγωγικά μιλώντας, η ανήλικη βία δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι καν παροδική. Υπήρχε πάντοτε, αλλά δεν χρειάζεται να πει κανείς ότι ζούμε περίοδο έξαρσής της. Κυρίως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι δεν αφορά μερικά μόνο παιδιά ή ορισμένες μόνο περιοχές ή χώρες. Πρέπει να αποτελέσει κοινή πεποίθηση πια ότι αν δεν ληφθούν μέτρα… χθες, το πρόβλημα θα επιδεινωθεί.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλοι πρέπει να δράσουμε άμεσα και συντονισμένα. Με πολιτικές που θα έχουν άμεσο και μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα και αντίκτυπο. Τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων δεν πρέπει να αποτελούν απλώς άλλη μία είδηση του αστυνομικού δελτίου. Και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να είναι μόνο η μεγαλύτερη αστυνόμευση, όπως διατείνεται η κυβέρνηση. Η λύση είναι η πρόληψη. Η αστυνόμευση δεν χτυπά τις αιτίες του φαινομένου άλλωστε.
Ξεκινώντας από τις αιτίες, πέραν των εξατομικευμένων εννοείται, πολλοί πιστεύουν ότι ζούμε απλώς τις συνέπειες του εγκλεισμού εξαιτίας των μέτρων κατά του κορονοϊού. Είναι μια πτυχή που πρέπει να συζητηθεί, προφανώς όμως δεν μπορεί να απαντήσει σε όλες τις πτυχές του προβλήματος.
Η κατάργηση (!) των οικογενειακών σχέσεων, όπως και η μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης του διαδικτύου είναι δύο βασικοί παράγοντες.
Μια άλλη παράμετρος είναι η σχέση μάθησης και βίας. Εχει αποδειχθεί ότι η ελλιπής εκπαίδευση αποτελεί όχημα για την καταφυγή στη βία, ενώ το πρόβλημα επιτείνεται για τις περιπτώσεις εκείνων των παιδιών που δεν τελείωσαν καν το σχολείο. Στο τραπέζι πρέπει να τεθεί πάντως και η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, οι ελλείψεις της. Αρκεί, ίσως, μια παρατήρηση: στα καλλιτεχνικά σχολεία η βία είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι μελέτες της PISA υπογραμμίζουν δε ότι η βία μεγεθύνεται σε χώρες με φτώχεια ή χώρες που έχουν ισχνό προϋπολογισμό για την εκπαίδευση. Τυχαίο; Οχι, ασφαλώς.
Ευτυχώς σήμερα δεν υπάρχει η βία που διέκρινε κάποτε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό δεν σημαίνει, από την άλλη, ότι δεν πρέπει να εξαλειφθεί παντελώς, πολλώ μάλλον που έχει αποκτήσει και άλλες μορφές (λεκτική, επί παραδείγματι). Επιπλέον, η ανοχή εκ μέρους εκπαιδευτικών της βίας μεταξύ των μαθητών τους είναι ανεπίτρεπτη.
Ενας άλλος λόγος μπορεί να είναι η ανεπαρκής σίτιση των παιδιών. Τι σχέση μπορεί να έχει το φαγητό με τη βία; θα αναρωτηθούν κάποιοι. Και όμως, έχω στα χέρια μου ελληνική μελέτη η οποία καταδεικνύει ότι η χορήγηση καθημερινού φαγητού βελτιώνει τη σχολική κουλτούρα, την επικοινωνία μαθητών με τους γονείς τους και τους δασκάλους τους.
Οσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης, κυβερνήσεις και επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο της ανήλικης βίας καταθέτουν πολλαπλά μοντέλα. Πυρήνας της λύσης δεν μπορεί να είναι άλλος από την επανεκπαίδευση όλων αυτών που έρχονται σε επαφή με τα παιδιά. Γονείς και εκπαιδευτικοί είναι οι πρώτοι που πρέπει να κάτσουν στα… θρανία, με δάσκαλό τους τους ψυχολόγους. Στο σημείο αυτό, βέβαια, ανακύπτει ένα άλλο πρόβλημα, καθώς οι ψυχολόγοι οι οποίοι απασχολούνται σε σχολεία και άλλες δομές δεν επαρκούν.
Η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των γονέων μέσω των συλλόγων τους στα σχολεία αλλά και η αναβίωση των σχολών γονέων με ευθύνη ψυχολόγων είναι δύο ακόμη χρήσιμα εργαλεία.
Εν κατακλείδι, το μήνυμα είναι ένα: καλλιέργεια της συνοχής σε όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας.
Το κόστος της βίας, και δη εκείνης μεταξύ των ανηλίκων, είναι δυσβάστακτο για τις κοινωνίες μας. Δεν είναι καλύτερα, λοιπόν, να επενδύσει κανείς σε σχολεία και κοινωνικές δομές;