Μυτιλήνη: Όλοι ήξεραν ότι κακοποιούσε τα κορίτσια τους και δεν αντέδρασαν

Μυτιλήνη: Όλοι ήξεραν ότι κακοποιούσε τα κορίτσια τους και δεν αντέδρασαν

Η Μαρία, η Ηλέκτρα, η Κατερίνα και η Σοφία (τα πραγματικά τους στοιχεία βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας) έζησαν και τις τρεις μορφές κακοποίησης στην ευαλωτότητα της εφηβείας τους· και οι τέσσερις από τον ίδιο άνθρωπο. Οπως κατήγγειλαν με κοινό κείμενό τους πρόσφατα στην ιστοσελίδα Το Νησί, το διάστημα 2004-2006 παρενοχλήθηκαν στη Μυτιλήνη όπου διέμεναν από τον ίδιο καθηγητή που είχε αναλάβει να τις προετοιμάσει στο μάθημα της φυσικής όσο ήταν μαθήτριες του λυκείου. Ακολούθησαν άλλες πέντε καταγγελίες από πρώην μαθήτριες και μία από αυτόπτη μάρτυρα, συμμαθητή τους, που τις επιβεβαιώνει.

Η δράση του, όπως αναφέρουν οι καταγγέλλουσες, ήταν γνωστή σε όλη την τοπική κοινωνία. Ολοι ήξεραν ή έστω υποψιάζονταν τι έκανε στις μαθήτριές του. Οι λεπτομέρειες που καταγγέλλονται και πλαισιώνουν τα στοιχεία της παρενόχλησης που δέχτηκαν δείχνουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συμβεί η παιδική κακοποίηση. Συνειδητά και μεθοδικά από τον κακοποιητή, ο οποίος δεν ήταν άγνωστος ούτε στην τοπική κοινωνία ούτε στις οικογένειές τους – μάλιστα με κάποιους γονείς διατηρούσε και φιλική σχέση. Η ιστορία τους αποδομεί τους ρόλους και τη βιτρίνα του καλού οικογενειάρχη και ευυπόληπτου πολίτη που τα έχει όλα καλώς καμωμένα και αποδεικνύει ότι κακοποιητής, ειδικά όταν υπάρχει ανηλικότητα, μπορεί να είναι ο καθένας. Είναι όμως παράλληλα και μια υπόθεση χειραφέτησης και ενδυνάμωσης, ένα παράδειγμα του τι μπορούμε να πετύχουμε και να ξεπεράσουμε μιλώντας για το τραύμα της κακοποίησης.

Όπως λένε οι τέσσερις γυναίκες μιλώντας στο Documento, «το φροντιστήριο στο οποίο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα ήταν το υπόγειο του σπιτιού του. Κάναμε τα μαθήματα σε γκρουπ των τριών ατόμων, δυο κορίτσια και ένα αγόρι, που το χρησιμοποιούσε για ξεκάρφωμα. Ο άνθρωπος αυτός είχε κοινωνική και διδακτική αναγνωρισιμότητα, ενώ οι μαθητές του είχαν όλοι επιτυχίες σε σχολές θετικών επιστημών. Η παγίδα στην οποία πέσαμε όλοι και όλες ήταν αυτή, ότι τον εμπιστευόταν το οικογενειακό μας περιβάλλον τόσο ως φιγούρα όσο και ως καθηγητή που θα μας πρόσφερε σίγουρη επιτυχία. Και όλα εξελίσσονταν σταδιακά. Ξεκινούσε με το να μας γνωρίσει, να μας πλησιάσει, να μας δείξει πως νοιάζεται, ότι αξίζουμε την προσοχή του και σιγά σιγά ρωτούσε παραβιαστικά και επίμονα λεπτομέρειες για την προσωπική μας ζωή, τι μας αρέσει και τι όχι να κάνουμε με τα αγόρια μας ή μέχρι πού έχουμε προχωρήσει στον ερωτικό τομέα. Παράλληλα τα αγγίγματα αυξάνονταν και η παραβίαση του σώματός μας κλιμακωνόταν. Ουσιαστικά δημιουργούσε ένα δέσιμο μαθητή/τριας – καθηγητή και μετά πάνω σε αυτό δούλευε άλλα πράγματα».

Η πολλαπλή κακοποίηση που περιγράφουν οι καταγγέλλουσες περιλάμβανε συναισθηματική χειραγώγηση, τραμπουκισμούς, σωματική βία, όπως χαστούκια όταν δεν ήθελαν να υπακούσουν στις επιθυμίες του, και θωπείες σε όλα τα ευαίσθητα σημεία του σώματός τους, στο στήθος ή στα γεννητικά όργανα. «Στο υπόγειο υπήρχε ο κεντρικός χώρος όπου κάναμε όλοι μαζί μάθημα και ένα δωματιάκι που μας απομόνωνε όταν ήθελε, με πρόφαση να μας εξηγήσει κάτι όταν κάναμε ένα λάθος. Φοβόμασταν μήπως κάνουμε οποιοδήποτε λάθος που θα μας οδηγούσε εκεί μέσα. Εκεί μας έβαζε με το ζόρι να καθίσουμε στα πόδια του για να γίνει το μάθημα. Εγώ έμεινα στο φροντιστήριό του δύο σχολικά έτη και έφυγα όταν τη δεύτερη φορά που μου ζήτησε να καθίσω στα πόδια του αρνήθηκα και με χαστούκισε. Ολο αυτό το διάστημα υπήρχαν αγγίγματα, χειρονομίες, ψυχολογική βία που μας ασκούσε λέγοντάς μας πως δεν θα περάσουμε στις σχολές που θέλαμε αν δεν κάνουμε ό,τι λέει» περιγράφει η Μαρία.

«Υπήρχε πάντα ένα πάγωμα σε κάθε παραβιαστική χειρονομία. Το περίεργο σε αυτές τις καταστάσεις είναι ότι η πρώτη σκέψη που κάνεις είναι: “Σίγουρα έχω καταλάβει καλά; Τι γίνεται τώρα; Δεν γίνεται να μου συμβαίνει αυτό”. Αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τα ένστικτά σου. Ομως πρέπει πάντα το ένστικτο και αυτό που νιώθεις αρχικά να το συμβουλεύεσαι και να το πιστεύεις» λέει η Ηλέκτρα, με την Κατερίνα να επισημαίνει: «Ο πρώτος φόβος είναι της παραδοχής˙ και όταν σου συμβαίνουν όλα αυτά και αργότερα. Οτι δηλαδή αυτό που ζεις και βιώνεις είναι μια πραγματικότητα».

Χωρίς αντίληψη των ορίων

Η εμπειρία των γυναικών αυτών καταδεικνύει και την πλήρη απουσία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, ένα κενό που παραμένει μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα άλλωστε στην παιδική κακοποίηση είναι ότι δεν υπάρχει σαφής αντίληψη των ορίων από το παιδί που δέχεται την παρενόχληση και την κακοποίηση. Παρότι το παιδί αισθάνεται άβολα με αυτό που συμβαίνει, δεν μπορεί να θέσει όρια σε έναν ενήλικα που επιδρά στη ζωή του από θέση ισχύος, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός είναι πρόσωπο που χαίρει εμπιστοσύνης από το οικογενειακό περιβάλλον. Το γεγονός ότι τα παιδιά μέχρι και σήμερα δεν διδάσκονται όρους όπως η συναίνεση, η παραβίαση, η κακοποίηση λειτουργεί ως ενισχυτικός παράγοντας, γι’ αυτό αν και είναι πολλά τα περιστατικά κακοποίησης και ασέλγειας που αφορούν μικρές ηλικίες, οι καταγγελίες που γίνονται είναι σπάνιες.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι παθούσες επιδίωκαν να βρουν τρόπους ώστε να επιτύχουν αυτή την οριοθέτηση με το να ζητούν από τα αγόρια συμμαθητές τους να «έχουν απορίες» και να χτυπάνε την πόρτα στο μικρό δωματιάκι της απομόνωσης ώστε να διακόπτουν τις ασελγείς πράξεις. Σε άλλες περιπτώσεις αυτοενοχοποιούνταν και προσπαθούσαν να φοράνε φαρδιά ρούχα για να μην προκαλούν.

Οπως περιγράφουν, «προσπαθούσαμε να βρούμε να φορέσουμε ό,τι πιο φαρδύ υπήρχε για να αποφύγουμε να διαγράφεται οτιδήποτε στο σώμα μας για να μην προκαλέσουμε». Ακόμη και τα ρούχα, που φυσικά δεν έφταιγαν, αλλά επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθούν σαν ασπίδα από τις τότε έφηβες γυναίκες, ήταν μια σκέψη που δεν γεννήθηκε ξαφνικά. Είναι μια κουλτούρα που κυριαρχεί μέχρι σήμερα ακόμη και σε δικαστικές αίθουσες, όπου ακόμη και θύματα βιασμών αναγκάζονται να απαντάνε σε ερωτήσεις όπως «τι φορούσες;».

Σιωπή ίσον συναίνεση

Ακόμη μια ζοφερή προέκταση της συγκεκριμένης ιστορίας είναι ότι η δράση του καταγγελλομένου αποτελούσε κοινό μυστικό στην τοπική κοινωνία της Λέσβου. Είναι χαρακτηριστική η φράση που άκουγαν οι τέσσερις γυναίκες από συντοπίτες τους όταν τους έλεγαν πού έκαναν μαθήματα φυσικής. Οι περισσότεροι ρωτούσαν «καλά, δεν σας παρενοχλούσε;», ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις κοριτσιών που αν και εξομολογήθηκαν στους γονείς τους τι ακριβώς τους είχε συμβεί, εκείνοι δεν απευθύνθηκαν στην αστυνομία, παρά μόνο τις απομάκρυναν από το συγκεκριμένο φροντιστήριο-κολαστήριο λέγοντας στον καθηγητή απλώς: «Την πίεσες πολύ».

Υπήρχε λοιπόν η κανονικοποίηση της ασέλγειας που επέτρεπε σε αυτό τον άνθρωπο να συνεχίζει τη δράση του ανεξέλεγκτος. Σύμφωνα με τις ίδιες, δεν έχει περιέλθει σε γνώση τους κανένα περιστατικό που να έγινε επίσημη καταγγελία στην αστυνομία, αλλά ούτε και κάποιο περιστατικό στο οποίο γονιός να ζήτησε εξηγήσεις, κάτι που λόγω της μικρής κοινωνίας θα είχε μαθευτεί.

«Πάντα αναρωτιόμασταν γιατί ενώ υπήρχε τόσο μεγάλη έκταση, ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκε κάτι. Κάναμε εμείς την αρχή ενώ υπήρχαν τόσες γυναίκες που πέρασαν τα ίδια και χειρότερα. Σε μια κλειστή κοινωνία πήρε τόσα χρόνια να δημοσιοποιηθεί κάτι γι’ αυτό τον άνθρωπο» λένε εμφατικά, τονίζοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το εν λόγω πρόσωπο χρησιμοποίησε τη βιτρίνα που επιμελώς είχε δημιουργήσει για να συνεχίζει τη δράση του.

Οι καταγγέλλουσες άλλωστε αναφέρουν ότι το φροντιστήριο δεν λειτουργούσε καν με συγκεκριμένα δίδακτρα: «Εδινες ό,τι ήθελες από χρήματα και αν ήθελες. Ακόμη και όταν μαθήτριες εγκατέλειπαν το μάθημα γιατί δεν άντεχαν άλλο τις ασελγείς πράξεις δεν σταματούσε η εισροή μαθητών, η οποία γινόταν και με κάστινγκ, καθώς δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε μαθήτρια ή μαθητή. Και η βιτρίνα του έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να επαναπαυτεί μια ολόκληρη κοινωνία, επειδή το κοινωνικό στάτους εξακολουθεί να παίζει ρόλο μέχρι και σήμερα. Γιατί αν, για παράδειγμα, κάποιος είναι ανύπαντρος, θεωρείται χειρότερος από έναν παντρεμένο. Αυτός τα είχε όλα: παντρεμένος,

επιστήμονας, οικογενειάρχης, καθηγητής, είχε μια ζωή φαινομενικά στρωμένη, είχε περιουσία, ήταν από τους μεγάλους καθηγητές, με μαθητές οι οποίοι είχαν όλοι επιτυχίες. Νομίζω όμως ότι το χειρότερο ήταν αυτή η κλειστή κοινωνία. Γιατί σκεφτόσουν “αφού όλοι ξέρουν, εγώ θα πάω να του χαλάσω το προφίλ;”. Οι γονείς που δεν αντέδρασαν αυτό σκέφτηκαν».

Γιατί τώρα; «Για να αλλάξει ο φόβος πλευρά»

Ύστερα από 16 χρόνια ο καταγγελλόμενος δεν μπορεί να διωχθεί για το αδίκημα της ασέλγειας στις ίδιες, αφού το αδίκημα έχει παραγραφεί. Οι γυναίκες δεν μπορούν να επιτύχουν μια νομική δικαίωση, μπορούν όμως να επιφέρουν τουλάχιστον μια ηθική δικαίωση. Κυρίως μπορούν, και αυτό επιδιώκουν, να παροτρύνουν άλλες γυναίκες για περιπτώσεις μη παραγεγραμμένης νομικά πράξης να τον καταγγείλουν, να μη νιώσουν μόνες. Και οι ίδιες άλλωστε, όταν μοιράστηκαν το κοινό βίωμά τους και συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί στο σώμα και στην ψυχοσύνθεσή τους, πέρασαν από μια διαδικασία επίπονη αλλά παράλληλα λυτρωτική. Ετσι αποφάσισαν να προχωρήσουν στην καταγγελία με όποιο κόστος.

Σχετικά με το «γιατί τώρα;», που επίσης κυριαρχεί ως επιχείρημα τόσο από τους κακοποιητές όσο και από τους υποστηρικτές τους, δίνουν μια ξεκάθαρη απάντηση: «Νομίζω ότι αυτό έβραζε αρκετά μέσα μας, με διάφορους τρόπους, και τώρα ωρίμασε, γι’ αυτό και τώρα έπρεπε να βγει και από μέσα μας. Ηταν σαν να ξορκίζεις κάτι που κουβαλάς για χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν επίπονο. Και οι μνήμες και το ότι το κουβαλάς τόσα χρόνια είναι όλα επίπονα, αλλά υπάρχει επίσης μια λύτρωση στο να βγεις και να μιλήσεις, μια κάθαρση» υπογραμμίζει η Κατερίνα, με την Ηλέκτρα να επισημαίνει: «Υπάρχει εδώ το “καμία μόνη”. Είμαστε όλες μαζί και όταν είδα την αρχική καταγγελία υπήρχε στο μυαλό μου η σκέψη “σκέφτομαι ακριβώς τα ίδια και φοβάμαι να συζητήσω δημόσια κάτι που μου συνέβη χωρίς να φταίω. Γιατί να φοβάμαι εγώ;” Πήρα τρομερή δύναμη από τις υπόλοιπες γυναίκες που έζησαν τα ίδια με εμένα, αλλά και από άλλες γυναίκες που αποφάσισαν να μιλήσουν τα τελευταία χρόνια και γι’ αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε μια κοινή καταγγελία. Για να δώσουμε δύναμη κι εμείς με τη σειρά μας σε άλλες γυναίκες και άντρες που έχουν δεχτεί παρενόχληση και κακοποίηση. Για να μη βιώνουν τη μοναξιά που επιφέρει αυτό το βίωμα όταν δεν το μοιράζεσαι».

Η Μαρία, η οποία ήταν και η πρώτη που αποφάσισε να καταγγείλει τον καθηγητή, εξηγεί: «Σκεφτόμουν γιατί να κοιμάται αυτός ο άνθρωπος ήσυχος κ εγώ να έχω θέματα ακόμη μ’ αυτό που μου προκάλεσε ή να ξέρω ότι δεν μίλησα έστω και τώρα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και αυτό που μου συνέβη. Οχι, έπρεπε αυτό που γνώριζαν όλοι και συζητιόταν συνεχώς να γίνει επιτέλους γνωστό. Να μην μπορεί κανείς να κρυφτεί πίσω απ’ αυτό το ψεύτικο “δεν ήξερα”. Δεν θέλουμε να εκδικηθούμε κανέναν. Θέλουμε ο φόβος που νιώσαμε να αλλάξει επιτέλους πλευρά».

Documento Newsletter