Μυθοπλασίες και απομυθοποίηση της ενεργειακής πολιτικής

Μυθοπλασίες και απομυθοποίηση της ενεργειακής πολιτικής

Ο κύριος Ν. Τσάφος, σύμβουλος του Πρωθυπουργού στα ενεργειακά, παρουσίασε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 27/10/24 κρίσιμες πτυχές της ενεργειακής πολιτικής με τίτλο «Μύθοι και αλήθειες για το ρεύμα στην Ελλάδα». Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε στην ενεργειακή πύλη Energypress και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, για όσους διαβάζουν ανάμεσα από τις γραμμές, για τρεις λόγους.

Πρώτον γιατί ορισμένα από τα επιμύθια στα οποία καταλήγει είναι χαρακτηριστικά ορόσημα της τρέχουσας ενεργειακής ρητορικής. Δεύτερον γιατί διαφαίνεται το μέτρο τεκμηρίωσης, ρεαλισμού και ορθολογισμού των εισηγήσεων που φθάνουν στο γραφείο του Πρωθυπουργού (μετά το ιστορικό και ανεπανάληπτο ο λιγνίτης είναι βαρίδι και αυτό είναι όλο) και τρίτον γιατί αποκαλύπτονται έμμεσα οι πολιτικές προτιμήσεις στο δίπολο συμφερόντων καταναλωτών και παραγωγών.

«Τα ελληνικά νοικοκυριά δεν πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη»

Έρχομαι κατ’ ευθείαν στο αφήγημα μύθοι και αλήθειες του κυρίου Τσάφου και καταφεύγω στα ίδια ακριβώς αριθμητικά δεδομένα που επικαλείται. Ξεκινώ με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές που συνοψίζονται στον Πίνακα1 για την Ελλάδα και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι άραγε ευτυχής, και μαζί του και οι κυβερνητικοί παράγοντες, γιατί απλά και μόνο τα ελληνικά νοικοκυριά δεν πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη;;; Αρκεί αυτό; Είναι εγγύηση εθνικής ενεργειακής πολιτικής;

Ναι! Πράγματι, δεν πληρώνουμε τις υψηλότερες τιμές, αλλά είμαστε στην ουρά της ΕΕ ως προς το ΑΕΠ και το Ακαθάριστο Εισόδημα. Γνωρίζουν την αγωνία της πλειονότητας των καταναλωτών για να εξοφλήσουν το λογαριασμό ρεύματος που αποστερεί ουσιαστικό μέρος του συρρικνωμένου εισοδήματος με φόρους, ΦΠΑ, ρυθμιζόμενες τιμές και υψηλά δημοτικά τέλη; Και σαν να μην έφτανε αυτό έχουμε τον εμπαιγμό των έγχρωμων τιμολογίων και την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει φθηνότερη λύση, αλλά είναι «λαχείο» να τη πετύχεις.

Μπορεί λοιπόν τα ελληνικά νοικοκυριά να μη πληρώνουν τις υψηλότερες τιμές, αλλά βιώνουν τις υψηλότερες αυξήσεις, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, αφού οι τιμές στο ίδιο χρονικό διάστημα (2008-2023) υπερδιπλασιάστηκαν στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκαν κατά 32,9% κατά μέσο όρο. Γιατί; μήπως γίναμε εν τω μεταξύ πλουσιότεροι; Το αντίθετο μάλιστα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 ήταν στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ των 27 είναι, ενώ η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα μειώθηκε στο 79% (Eurobank, Ιούνιος 2024).

Η δεινή θέση της ελληνικής οικονομίας φαίνεται από την εξέλιξη του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) που επί δεκαεπτά χρόνια εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από το επίπεδο του 2007, όπως φαίνεται στην Εικόνα 1. Τα «καλά» χρόνια του δανεισμού της Ελλάδας χάριν της κατανάλωσης πέρασαν, τα δάνεια προσπεράσανε αδιάφορα τις ανάγκες προσαρμογών και επενδύσεων της ΔΕΗ και η απουσία επενδύσεων στην ενέργεια από το 2000 σε συνδυασμό με τη νέα ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, εν μέσω μνημονίων, μας εξώθησαν σε δραματική μείωση της εν γένει ανταγωνιστικότητας. Γιατί η ανταγωνιστικότητα στην ενέργεια είναι μέτρον της ανταγωνιστικότητας της οικονομία.

Εικόνα 1. Η εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και καθαρού εισοδήματος της Ελλάδας από το 2000.Πηγή: Eurostat.

 

Όσον αφορά την εξέλιξη του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ελλάδα, μετά από δεκαπέντε χρόνια στερήσεων φθάσαμε στο επίπεδο του 2008, οι άλλες χώρες όμως προχώρησαν και τρέχουμε ουραγοί να καλύψουμε την απόσταση. Και αυτά βέβαια, με ελάχιστο βασικό μισθό που φιλοδοξούμε να φθάσει τα 950 ευρώ το 2027 και με το μισό πληθυσμό το 2023 είναι κάτω από το στατιστικό ετήσιο μέσο εισόδημα των δεκαοκτώ χιλιάδων ευρώ της Εικόνας 1.

Θα πρέπει άραγε να είμαστε ευχαριστημένοι που δεν πληρώνουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα τις υψηλότερες τιμές στην ενέργεια; Αυτό θα ήταν ασφαλώς μύθος όταν μάλιστα οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές εξασφαλίζουν ουρανοκατέβατα κέρδη στο ενεργειακό ολιγοπώλιο με συμβολική φορολόγηση υπερβολικού κέρδους.

Σημείωση: χρησιμοποιώ συστηματικά τον όρο ολιγοπώλιο, γιατί δεν έχω την ασυλία του τολμηρού και ευφυέστατου Βουλευτή Νικήτα Κακλαμάνη, ο οποίος σε άριστα τεκμηριωμένη κοινοβουλευτική ερώτηση περιγράφει «καρτελοποίηση» της αγοράς: «…οι στόχοι που τέθηκαν στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, δεν έχουν επιτευχθεί στον επιθυμητό βαθμό, με αποτέλεσμα η λειτουργία του, αντί να συντελεί στη μείωση των τιμών πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας, να συμβάλει στην αύξησή τους με ταυτόχρονη δημιουργία καρτελοποίησης της αγοράς».

Θυμίζω απλά ότι η απόσταση από το ολιγοπώλιο μέχρι το καρτέλ είναι η ρύθμιση των τιμών με συνεννόηση των ολίγων στο παρασκήνιο, χωρίς ανταγωνισμό εις βάρος των καταναλωτών.

«Μύθος η αντίληψη ότι η ελληνική βιομηχανία χωλαίνει λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας;»

Ο κύριος Τσάφος θεωρεί μύθο την άποψη ότι «η ελληνική βιομηχανία χωλαίνει λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας» τη στιγμή που ακόμη και στη Γερμανία η ακριβότερη ενέργεια θεωρείται ως βασικό αίτιο ύφεσης και αποβιομηχάνισης. Όταν η κραταιά γερμανική βιομηχανία συρρικνώνεται «ημείς άδομεν»;

Βιομηχανικοί φορείς δηλώνουν το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στην οικονομία. «Η εμπιστοσύνη της γερμανικής οικονομίας στην ενεργειακή πολιτική έχει πληγεί σοβαρά. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να παράσχει στις εταιρίες μια προοπτική για αξιόπιστο και προσιτό ενεργειακό εφοδιασμό».

ΙΔΟΥ! Αυτό είναι και το πραγματικό πρόσωπο της «απελευθέρωσης» της ενέργειας στην Ευρώπη· η «αποδέσμευση» δηλαδή των κυβερνήσεων από τις αντίστοιχες τεράστιες επενδύσεις και η εκχώρησή της παραγωγής και των δικτύων σε επενδυτές, με όρους άνετης κερδοφορίας έως και απληστίας, μη τυχόν και δεν… δεχθούν το ρόλο τους. Αλλά και με πλούσιες επιδοτήσεις παράλληλα που έμμεσα προέρχονται από τους καταναλωτές.

Συνοπτικά, (α) βιώνουμε μια νέα βιομηχανική επανάσταση και οι κοινωνικοί πόροι εκτρέπονται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανία και (β) οι καταναλωτές χρηματοδοτούν έμμεσα τις επενδύσεις ενεργειακής μετάβασης με ακριβότερες τιμές στο ρεύμα και στα προϊόντα εν γένει. Είναι ακριβώς ο εκρηκτικός συνδυασμός που ανοίγει το δρόμο στις ακραίες πολιτικές αναταράξεις των ημερών στην Ευρώπη. Ζούμε και στην Ελλάδα βέβαια τη διόγκωση του ακροδεξιού φαινομένου και το αναλογίζομαι με δέος, γιατί στο κατήφορο του λαϊκισμού περιμένει ο αυταρχισμός.

Λιγνίτης ή φυσικό αέριο

Θα επιμείνω σε ένα ακόμη θέμα που αφορά τους λιγνιτικούς σταθμούς. Είναι φανερό πλέον ότι ο λιγνίτης αντιστρατεύεται τους σχεδιασμούς του Τζέφρυ Πάϊατ για το αμερικανικό φυσικό αέριο και κυρίως την πολιτική των χρηματοδοτικών ταμείων (funds) που ελέγχουν την πλειοψηφία στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ.

Η κρισιμότερη αρνητική συγκυρία για το λιγνίτη είναι ότι θεωρείται «στίγμα» για τα επενδυτικά ταμεία, τα οποία διαχειρίζονται δισεκατομμύρια στο όνομα της πράσινης αλλαγής και της βιώσιμης οικονομίας. Η ΔΕΗ μάλιστα χρησιμοποιεί τον λιγνίτη ως υποθήκη για το δανεισμό της με μικρότερα επιτόκια, δεσμευόμενη να μειώσει τη συμμετοχή του λιγνίτη (Ετήσια Οικονομική Έκθεση ΔΕΗ 2023, σελίς 359: Έκδοση Ομολογιών Βιωσιμότητας)

Ο κύριος Τσάφος επισημαίνει ότι «Σήμερα ο λιγνίτης είναι το πιο ακριβό καύσιμο που έχουμε – αυτός είναι ο λόγος που η παραγωγή από το λιγνίτη συνεχίζει να πέφτει». Και δεν είναι ο κύριος Τσάφος ο μόνος υποστηρικτής της άποψης που έχει αβασάνιστα περάσει και στο ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος).

Η οικονομική σύγκριση φυσικού αερίου και λιγνίτη εξαρτάται κυρίως από την ευμετάβλητη τιμή του φυσικού αερίου, η οποία φαίνεται για την τελευταία πενταετία στο
γράφημα. Το φυσικό αέριο δικτύου ήταν φθηνό πριν από το 2021 με τιμές γύρω στα 0€/ΜWh (Εικόνα 2). Με την οικονομική ανάκαμψη από τα μέσα 2021 ξέσπασε η κρίση
φυσικού αερίου με ασύλληπτες τιμές. Ίσχυσαν τότε στην Ελλάδα οι ρυθμιζόμενες τιμές, με εύστοχη πρωτοβουλία της ΡΑΕ βάσει του κόστους καυσίμου, και ο λιγνίτης
απεδείχθη σωτήριος, ακόμη και με τις παλιές λιγνιτικές μονάδες.

Εικόνα 2. Διακύμανση τιμών φυσικού αερίου την τελευταία πενταετία. Η κόκκινη διακεκομμένη γραμμή αντιστοιχεί στα 35€/ΜWh, τιμή πάνω από την οποία η Πτολεμαΐδα είναι ανταγωνιστική σε σχέση με τους σταθμούς φυσικού αερίου. Πηγή: EU Natural Gas TTF

Σύγκριση κόστους καυσίμου

Το 2023 όμως λειτούργησε η Πτολεμαΐδα 5, η οποία είναι ανταγωνιστική για τιμές φυσικού αερίου μεγαλύτερες από 30 έως 35€/ΜWh (Εικόνα 2). Ήδη με τις τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου και δικαιωμάτων άνθρακα η νέα λιγνιτική μονάδα είναι οικονομικότερη, όπως φαίνεται στον παρακάτω Πίνακα 2, στον οποίο εκτιμάται το κόστος καυσίμου για ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο ή λιγνίτη.

Ασφαλώς ο λιγνίτης έχει ημερομηνία λήξεως και πρέπει βαθμιαία να αντικατασταθεί από ανανεώσιμες πηγές. Οι ευρωπαϊκές χώρες συμμορφώνονται με την πολιτική του ΟΗΕ και αντικαθιστούν τα ορυκτά καύσιμα με ΑΠΕ, τόσο τον άνθρακα όσο και το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Στην Ελλάδα, αντί να αντικαθιστούμε βαθμιαία το λιγνίτη με ΑΠΕ, αντικαθιστούμε το λιγνίτη με το πλέον ρυπογόνο φυσικό αέριο, με εκταμισεύσεις εις βάρος του εμπορικού ισοζυγίου.

Επίλογος

Κάτι δεν κάνει νόημα ασφαλώς με την ακολουθούμενη ενεργειακή πολιτική, την κατεπείγουσα απολιγνιτοποίηση και την παθητική στάση απέναντι στην ιδιωτικές πλέον εταιρίες ενέργειας, οι οποίες με το καθεστώς «ελεύθερης αγοράς», μπορούν ανεμπόδιστα να επωφελούνται από τις υπαρκτές αδυναμίες του συστήματος. Και αυτό βέβαια δεν εκπλήσσει στην ιδιωτική οικονομία˙είναι αναμενόμενο. Θα περίμενα όμως ισχυρότερο αντίπαλο δέος και ρυθμιστικό ρόλο από την πλευρά της Πολιτείας. Θα επέτρεπε μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο να ικανοποιούνται καλλίτερα τα εθνικά κριτήρια και πρωτίστως οι προσδοκίες των καταναλωτών, όπως διατυπώνονται εύγλωττα και κριτικά από τον Βουλευτή κύριο Νικήτα Κακλαμάνη.

Όσον αφορά το ενδιαφέρον άρθρο του κυρίου Τσάφου, διακρίνω μια τάση ωραιοποίησης και μια προσπάθεια να φανεί ότι όλα γίνονται τέλεια. Εύλογο είναι να τονίζει τα θετικά, και πράγματι σημειώθηκε πρόοδος, αλλά πολύ απέχουμε από τα υπεσχημένα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, το δίλημμα μύθος ή αλήθεια είναι αφετηρία πλάνης στη προσέγγιση της πολυσύνθετης πραγματικότητας και εργαλείο συγκάλυψης.

Η αλήθεια, ανεπιτήδευτη, είναι γνωστή στους αρμόδιους και τα πράγματα είναι απλά όταν συντρέχουν τόλμη και εντιμότητα. Ο αρμόδιος Υπουργός κύριος Θόδωρος Σκυλακάκης έδωσε προ ημερών το παράδειγμα με ξεκάθαρες δηλώσεις: «Δεν είναι δίκαιο οι καταναλωτές να επιδοτούν τους παραγωγούς πράσινης ενέργειας. Δεν μπορεί ο μέσος καταναλωτής που είναι μισθωτός με εισόδημα 1.300 ευρώ τον μήνα να πληρώνει επιδοτήσεις στους παραγωγούς “πράσινης” ενέργειας». Ούτε ουρανοκατέβατα κέρδη θα προσθέσω.

Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο
Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους. Στο άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις για την ενεργειακή πολιτική σε διαχρονικό ορίζοντα. https://independent.academia.edu/Chiotis

Documento Newsletter