Μυστική συνάντηση Μητσοτάκη με τον πρωθυπουργό του Τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους (Photo)

Πρέπει να το μάθουμε από την Τουρκία ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε στις Βρυξέλλες με τον πρωθυπουργό του Τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους Ερσίν Τατάρ.

Από τη στιγμή μάλιστα που η φωτογραφία δημοσιοποιήθηκε από το τουρκικό κρατικό πρακτορείο Anadolu, αυξήθηκαν και οι απορίες γιατί δεν έγινε έγκαιρα γνωστή η συνάντηση.

Όπως δεν είχε γίνει γνωστή και η μυστική συνάντηση στο Βερολίνο που έγινε γνωστή από την Τουρκία.

Ωστόσο, ο πρωθυπουργός έσπευσε μετά το τέλος της Συνόδου Κορυφής να υποβαθμίσει τη συνάντηση αυτή λέγοντας:

«Η Ευρώπη στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία και θεωρώ πως θα συνεχίσει στη λογική της αποκλιμάκωσης» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συμπληρώνοντας:

«Δεν συναντήθηκα με τον Τατάρ, διασταυρωθήκαμε στο πρωινό του ξενοδοχείου, μιλήσαμε για κανένα δίλεπτο και του είπα πως η λύση των δύο κρατών δεν θα μας πάει πουθενά. Όταν ο κ. Τατάρ μιλάει για δύο κράτη, κανείς στην Ευρώπη δεν τον ακούει, σταματάει η συζήτηση. Ας βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Το πλαίσιο των σχέσεων μας με την Τουρκία μετά τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι ξεκάθαρο».

Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα Reporter της Κύπρου, πληροφορίες από δημοσιογράφους από τα κατεχόμενα, σημειώνουν πως ο Ερσίν Τατάρ, είχε την ευκαιρία να του επαναλάβει τη θέση του για λύση δύο κρατών, ενώ του υπενθύμισε τα άδικα, όπως τα χαρακτήρισε εμπάργκο κατά των Τουρκοκυπρίων, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ξεκαθαρίζει από την πλευρά του πως μόνο μια λύση Ομοσπονδίας μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Σημειώνουν μάλιστα πως η συνάντηση του κατοχικού ηγέτη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, διεξήχθη στις 12 και 20 και είχε διάρκεια λιγότερη από μια ώρα.

Αντίθετα, δημοσιοποιώντας τη συνάντηση το φιλοκυβερνητικό «Πρώτο Θέμα» προσπαθεί να την υποβαθμίσει λέγοντας (σε σημερινό του άρθρο με ώρα 15:13) πως ο πρωθυπουργός «διασταυρώθηκε» με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων μέσα σε μια κουζίνα ξενοδοχείου στις Βρυξέλλες την ώρα του προγεύματος.

Και παραμένει η απορία, γιατί δημοσιοποιήθηκε με τόση καθυστέρηση;