Το ελληνικό ληξιαρχείο αρνείται να καταχωρίσει την ληξιαρχική πράξη γέννησης παιδιού που γεννήθηκε στο Λονδίνο από Ελληνίδα μητέρα, ομόφυλου ζευγαριού.
Οι δύο γυναίκες είναι μόνιμες κάτοικοι Ελλάδας αλλά σύμφωνα με το ληξιαρχείο στην ελληνική νομοθεσία δεν υφίσταται τεκμήριο πατρότητας στην περίπτωση ομόφυλων ζευγαριών.
Το θέμα που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο καθώς αφορά συγκεκριμένα στο επώνυμο που θα λάβει, το οποίο σχετίζεται με την νομική του υπόσταση, ένα ανήλικο αγοράκι το οποίο είναι σήμερα δύο ετών και είναι το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στο εξωτερικό από Ελληνίδα μητέρα, ομόφυλου ζευγαριού, καλούνται τώρα να επιλύσουν τα πολιτικά δικαστήρια της χώρας.
Καθώς, όπως έκρινε το ΣτΕ στο οποίο έφτασε η υπόθεση δεν είναι το ίδιο αρμόδιο να κρίνει, αλλά τα πολιτικά δικαστήρια, ποιο επώνυμο θα λάβει και αν μπορεί να καταχωρηθεί σε Ληξιαρχείο της Ελλάδας το παιδάκι του οποίου η μητέρα τεκνοποίησε με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ισπανία.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Οι δύο Ελληνίδες, μόνιμες κάτοικοι της χώρας μας, παντρεύτηκαν το 2013 στην Αγγλία, σύμφωνα με το Βρετανικό δίκαιο. Τον Ιούνιο του 2015, η μια εκ των δύο με τη συγκατάθεση της συντρόφου της υποβλήθηκε στη Βαρκελώνη σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με τη συμμετοχή τράπεζας σπέρματος.
Στην Ισπανία, ως γονέας του παιδιού που θα γεννιόνταν από την Α. δηλώθηκε η Δ. και μετά από 9 μήνες, το Μάρτιο του 2016, η Α. έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι.
Το παιδί δηλώθηκε σε Ληξιαρχείο του Λονδίνου με το επώνυμο της Δ. και με μητέρα την Α. Ως γονέας του παιδιού καταγράφηκε η Δ. κάτι που βεβαιώνει και η αναπληρώτρια ληξίαρχος του Λονδίνου, η οποία μάλιστα στη βεβαίωση επικαλείται και τη σύμβαση της Χάγης.
Το 2016 μάλιστα, οι δύο γυναίκες σύναψαν στην Ελλάδα σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, το οποίο καταχωρήθηκε σε Ληξιαρχείο της Αττικής.
Το ζευγάρι επιχείρησε να δηλώσει το παιδί στο Ληξιαρχείο της περιοχής που διέμενε μόνιμα στην περιοχή της Αττικής όπου όμως τους απάντησαν ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Ηνωμένου Βασιλείου στα Ελληνικά Ληξιαρχεία.
Ο ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το Ληξιαρχείο επικαλέστηκε ότι σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 9 του νόμου 4356/2016 που αφορά το σύμφωνο συμβίωσης, προβλέπεται ότι «το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο». Με άλλα λόγια η διάταξη αυτή αφορά το τεκμήριο της πατρότητας για τα ετερόφυλα ζευγάρια, το τέκνο των οποίων εγγράφεται κανονικά στη Ληξιαρχική μερίδα του πατέρα ή της μητέρας. Αντίθετα, σε περίπτωση ομόφυλων ζευγαριών δεν υφίσταται τεκμήριο πατρότητας, σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία.
Στην προκειμένη περίπτωση, που το σύμφωνο συμβίωσης αφορά ομόφυλο ζευγάρι, το παιδί που γέννησε η Α., σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία, είναι τέκνο αυτής γεννημένο εκτός γάμου και συνεπώς πρέπει να φέρει το επώνυμό της και όχι το επώνυμο της Δ.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το παιδί, να μη μπορεί να λάβει διαβατήριο από την χώρα μας ενώ το ίδιο πρόβλημα έχει και στην Αγγλία, καθώς σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των γονέων του , το Βρετανικό δίκαιο, δεν επιτρέπει στα παιδιά των ομόφυλων ζευγαριών να λαμβάνουν ταξιδιωτικά έγγραφα, πριν την συμπλήρωση του 5ου έτους της ηλικίας τους.
Έτσι, το ζευγάρι μαζί με το παιδί παραμένουν προσωρινά στο Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, καθώς το ανήλικο δεν μπορεί να ταξιδεύσει λόγω μη δυνατότητα έκδοσης διαβατηρίου.
Η υπόθεση συζητήθηκε στο Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από αίτηση του ανήλικου παιδιού που κατατέθηκε από τους δύο γονείς του.
Οι δύο δικηγόροι του ζεύγους, Βασίλης Χειρδάρης και Νικόλαος Πινάτσης, υποστήριξαν ότι η άρνηση εγγραφής του παιδιού από τον ληξίαρχο στην Ελλάδα καθιστά ανύπαρκτη την υπόσταση του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Την ίδια στιγμή παραβιάζεται η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Σύνταγμα, ενώ παρεμποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., κάτι που έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά.
Το ΣτΕ εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 1084/2018 απόφασή του με την οποία έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και ότι για το επίμαχο θέμα αρμόδια είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια.
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε ότι σύμφωνα με το νόμο 344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι αμφισβητήσεις περί νομιμότητας ή ορθότητας ληξιαρχικών πράξεων και οι αμφισβητήσεις που αφορούν την άρνηση του ληξιάρχου και την άρνησή του να καταχωρήσει ληξιαρχική πράξη Ελλήνων πολιτών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, επιλύονται από τα Πολιτικά Δικαστήρια.