Ιστορίες από τα γκέτο και μουσική υπόκρουση για τα κοινωνικά κινήματα. Μάτσο ράπερ και γυναίκες που «φτύνουν» ρίμες με τον τρόπο που θέλουν.
Το χιπ χοπ ως είδος µουσικής και κουλτούρας έκανε την εµφάνισή του το 1978 µε σηµείο αναφοράς τα γκέτο και τις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης και σταδιακά έγινε ένα πετυχηµένο και µαζικό πολιτισµικό φαινόµενο. Οι συζητήσεις για τον τρόπο µε τον οποίο κατέληξε να ορίζει το ντύσιµο, τη συµπεριφορά και την κουλτούρα για ένα µεγάλο κοµµάτι της νεολαίας, οι προβληµατισµοί για τη σεξιστική και οµοφοβική αφήγηση που αναπαράγει, αλλά και το debate για το τι συνιστά αληθινό ραπ και τι όχι παραµένουν ανοιχτά εδώ και δεκαετίες. Ο Κώστας Σαββόπουλος µίλησε στο Docville µε αφορµή το βιβλίο «I still love H.E.R. Τι µου έµαθε για τον σεξισµό και την αρρενωπότητα η ραπ» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις red n’ noir.
Στις απαρχές του φαινοµένου της ραπ
«Το συγκεκριµένο βιβλίο αποτελεί µια πιο προσεγµένη εκδοχή της διπλωµατικής µου εργασίας για το τµήµα Πολιτικών Επιστηµών του ΑΠΘ. Εχω αναπτύξει µια ιδιαίτερη σχέση µε τη ραπ µουσική η οποία µε συντροφεύει από πολύ µικρή ηλικία. Το ραπ λειτούργησε για µένα σαν παράθυρο σε έναν κόσµο και µια καθηµερινότητα µε την οποία δεν είχα επαφή και την οποία δεν θα µάθαινα από πουθενά αλλού. Είτε µιλάµε για τα πρώτα ακούσµατα που περιέγραφαν τι συµβαίνει στη δυτική ακτή ή στο Χάρλεµ της Νέας Υόρκης είτε για τα δικά µας παραδείγµατα όπως ο Λεξ, το ραπ σκιτσάρει µια ζωντανή πραγµατικότητα που συνοδεύεται από ήχο και χρώµα. Η συζήτηση για τον σεξισµό, τον µισογυνισµό και τον τρόπο που αρθρώνονται µέσα από τη ραπ επανέρχεται συνεχώς και αλλάζει µορφή ανάλογα µε την εποχή. Αποτελεί µόνιµο αγκάθι. Από την πλευρά µου προσπάθησα να καταθέσω τη δική µου οπτική χωρίς να δώσω συγχωροχάρτι ούτε όµως και να προσεγγίσω το θέµα υπό το πρίσµα της χριστιανικής ηθικής» λέει ο Κώστας Σαββόπουλος στο Docville.
Μιλήσαµε για τον τρόπο που η ραπ µουσική καταφέρνει να διεισδύει σε διαφορετικά πεδία και να παράγει συµβολισµούς και νοήµατα που εκτείνονται πέρα από τη µουσική. «Ηταν ένας ήχος που προσγειώθηκε δυναµικά τη δεκαετία του ’80 για να τα πετάξει όλα από το παράθυρο. Οι πρώτοι ράπερ δεν είχαν ιδιαίτερη εξοικείωση µε τη µουσική, όµως ήταν καλοί στις ρίµες και µελετούσαν µε προσοχή τα πικάπ και τα σκρατς. Κατάφεραν σταδιακά να δηµιουργήσουν έναν ολόκληρο κώδικα συµπεριφοράς και να χτίσουν τον ανθρωπολογικό τύπο του χιπχοπά ο οποίος βάφει τοίχους, χορεύει µε τρόπο που προσαρµόζεται στα µπιτ και τα ραπ και φτιάχνει µια καινούργια σχολή για την παραγωγή της µουσικής και την αφήγηση/απαγγελία. Ολα αυτά είχαν µεγάλη απήχηση στους νέους και στον πυρήνα τους, ήταν εντελώς DIY (do it yourself). Κάποια στιγµή µπήκε στο παιχνίδι το MTV και οι δισκογραφικές εταιρείες επειδή αντιλήφθηκαν ότι υπάρχει από πίσω µια καλή αγορά».
Η ραπ µουσική έχει αποτελέσει το ανεπίσηµο σάουντρακ σε δεκάδες κοινωνικές διαµαρτυρίες και κινήµατα και έχει αντιταχτεί από την αρχή στην αστυνοµική καταστολή, στον ρατσισµό και στη φτώχεια. «Η ραπ µουσική ανέκαθεν δηµιουργούσε µια διάθεση συνάντησης ατόµων µε διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές και εθνική καταγωγή (Λατίνοι, µαύροι, αυτόχθονες της Αµερικής, Αραβες) και έχει τις ρίζες της στα κινήµατα για τα κοινωνικά και ατοµικά δικαιώµατα των µαύρων που εµφανίστηκαν τη δεκαετία του ’50. Το πρώτο κύµα της ραπ περιλαµβάνει αναφορές στα κινήµατα για τη µαύρη απελευθέρωση, τον παναφρικανισµό, τη φυλετική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόµενες δεκαετίες µε τη µεγάλη εξέγερση στο Λος Αντζελες αλλά και τα νέα κινήµατα όπως το Black Lives Matter και τα αιτήµατα για τον αφοπλισµό της αστυνοµίας. Το ανεπίσηµο σάουντρακ ήταν πάντοτε αυτό».
Στην Ελλάδα η ραπ λειτούργησε επίσης ως µουσική υπόκρουση σε µεγάλα κοινωνικά γεγονότα. «Μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου η ραπ µουσική έκανε δυναµικά την εµφάνισή της στη νεολαία µε συγκροτήµατα όπως οι Στίχοιµα και οι Ψυχόδραµα που βγήκαν µπροστά εκείνη την περίοδο. Το ίδιο συνέβη –δεν θα µπορούσε να γίνει αλλιώς– και µε την περίπτωση του Παύλου Φύσσα. Με αυτό τον τρόπο φάνηκε πού χτυπάει η καρδιά της συγκεκριµένης µουσικής. Συγκροτήµατα όπως οι Active Member, οι Terror X Crew και οι Goin’ Through υπήρχαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 µε έντονα κοινωνικούς και πολιτικούς στίχους, εµφανώς επηρεασµένους από τα πρώτα χρόνια του αµερικανικού ραπ».
Η αναπαραγωγή των πατριαρχικών στερεοτύπων
Ωστόσο η ραπ µουσική δεν κατάφερε να ξεφύγει από την παγίδα της πατριαρχίας και της οµοφοβίας, παρά τα ριζοσπαστικά περιεχόµενα που είχε αρθρώσει από τα πρώτα κιόλας χρόνια. «Ακόµη και σήµερα παραµένουν οι πατριαρχικές αφηγήσεις. Αυτό δεν θα τελειώσει εύκολα. Η ραπ προέρχεται από υπαρκτές κοινωνικές δοµές µε ταξικό υπόβαθρο. ∆εν γεννιέται σε µια αποστειρωµένη σφαίρα ούτε παράγεται σε ένα κοινωνικό κενό. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν πρέπει να βλέπουµε τι είναι βλαπτικό· και να σκεφτόµαστε τρόπους για να το µετασχηµατίσουµε. Είναι πράγµατι αντιφατικό µια µουσική µε απελευθερωτικά χαρακτηριστικά να κουβαλάει ταυτόχρονα και τοξικότητα. Πρόκειται για δυναµική και περίπλοκη διαδικασία που εξελίσσεται και αλλάζει µε βάση τα χαρακτηριστικά του κοινού που ακούει αυτήν τη µουσική αλλά και τις συνθήκες που διαµορφώνονται στην κοινωνία. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να πέφτουµε από τα σύννεφα όταν ακούµε κάτι που µας ξενίζει ή µας ξενερώνει. Οι ράπερ και οι τράπερ αναπαράγουν παθογένειες που υπάρχουν στην κοινωνία».
Η gangsta rap –το πιο εµπορικό και διαδεδοµένο είδος– σε επίπεδο θεµατολογίας συνδέεται µε τη βία, τα ναρκωτικά και την υπεροχή του πρωταγωνιστή άντρα ράπερ έναντι των άλλων ράπερ/αντιπάλων του. «Ο τρόπος που ταξινοµούνται τα µουσικά είδη δεν έχει να κάνει µόνο µε τους ίδιους τους δηµιουργούς αλλά και µε τις δισκογραφικές που ελέγχουν την αγορά προκειµένου να χωρίσουν το κοινό µε βάση συγκεκριµένα χαρακτηριστικά. Για δύο ολόκληρες δεκαετίες η gangsta rap αποτελούσε το πιο εµπορικό είδος και σε µεγάλο βαθµό η τραπ µουσική είναι επηρεασµένη από εκεί. Ο στόχος ήταν να παρουσιάσει χωρίς ωραία φίλτρα την κατάσταση που επικρατούσε στα γκέτο, δηλαδή σε περιοχές φυλετικά και αρχιτεκτονικά διαχωρισµένες από τον υπόλοιπο πληθυσµό, µε µειωµένη πρόσβαση σε θέσεις εργασίας, εκπαίδευση και κρατικές παροχές. Η αρρενωπότητα αποτελούσε το µοναδικό καταφύγιο για τους πιτσιρικάδες όταν κατέρρεαν όλες οι υπόλοιπες αφηγήσεις. Η εικόνα του µάτσο αρρενωπού ράπερ ήταν κάτι συνηθισµένο, όπως και τα σχόλια για τη σεξουαλικότητα, τη σωµατική διάπλαση, την ικανότητα για βία και τη δυνατότητα εναλλαγής πολλαπλών γυναικείων ερωτικών συντρόφων. Φυσικά υπάρχει και το στοιχείο της µυθοπλασίας και της υπερβολής. ∆εν είναι όλοι οι ράπερ άτοµα που τσακώνονται και πυροβολούν κόσµο στους δρόµους. Από την άλλη όµως αντιλαµβάνονται ότι υπάρχει τεράστια εµπορική απήχηση και συνεχίζουν να αναπαράγουν αυτά τα περιεχόµενα».
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο αναπτύσσεται και ο αντίθετος λόγος στο εσωτερικό του χιπ χοπ, λόγος που στέκεται ενάντια στην καρικατούρα του σκληρού και αρρενωπού ράπερ. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγµα για την Ελλάδα αποτελεί ο Λεξ, ο οποίος µε τον δίσκο του «Ταπεινοί και πεινασµένοι» το 2014 κατάφερε να µεταφέρει ιστορίες στις οποίες ο πρωταγωνιστής δεν είναι σκληρός και άτρωτος αλλά ευάλωτος απέναντι στα προβλήµατα της καθηµερινότητας. «Απουσιάζει αρκετά το στοιχείο υπερτονισµού των αρρενωπών χαρακτηριστικών του αφηγητή/ράπερ, αλλά και η ad hominem επίθεση στα µη αρρενωπά χαρακτηριστικά άλλων ράπερ. Με αυτό τον δίσκο ανακάλυψα ξανά τη δηµιουργία της εικόνας και της αφήγησης που πίστευα πως είχε χαθεί. Η κλασική αντίληψη πως ένας ράπερ πρέπει να είναι σκληρός, αλάνι και αλώβητος ξεκινάει σιγά σιγά να καταρρέει και πλέον υπογραµµίζεται ότι η ανάγκη για επιβίωση αλλά και οι σύγχρονες συνθήκες ζωής δεν είναι πράγµατα τα οποία ο παραδοσιακός σκληρός ράπερ µπορεί απλώς να ξεπετάξει από πάνω του· αν το κάνει, τότε µάλλον προσποιείται. Η ραπ για πολλούς δηµιουργούς λειτουργεί σαν κάθαρση και εξοµολόγηση. Τα βιωµατικά προβλήµατα που περιγράφει αγγίζουν το ευρύ κοινό που δεν µπορεί να διαχειριστεί τη θλίψη του ή να πληρώσει το ενοίκιο. Αν και ένα µεγάλο κοµµάτι έχει συνειδητή ή ασυνείδητη ροπή προς τον σεξισµό και την κυρίαρχη πατριαρχική αφήγηση, υπάρχει επίσης ένα κοµµάτι που πάλι συνειδητά ή ασυνείδητα διατυπώνει τον αντίθετο, σχεδόν επιθετικό λόγο».
Τι έχουν όµως να πουν οι ίδιες οι γυναίκες για το χιπ χοπ; «Οι πρώτες γυναίκες ράπερ λειτούργησαν σαν ποµποί διαφορετικών βιωµάτων και εµπειριών. Ωστόσο αρχικά ήταν πρόθυµες να επιτελέσουν παραδοσιακά αντρικούς ρόλους και να συναγωνιστούν τους άντρες στο ίδιο τους το παιχνίδι ή εναλλακτικά να επενδύουν στη θηλυκότητά τους και να υπερσεξουαλικοποιούν την εικόνα τους. Το 2017 ήταν η πρώτη φορά που η ραπ ξεπέρασε σε πωλήσεις όλα τα υπόλοιπα µουσικά είδη στις ΗΠΑ και τα περισσότερα χιτ ανήκαν σε γυναίκες. Η ράπερ Cardi B κυριάρχησε στα top 10 καταλαµβάνοντας πέντε συνεχόµενες θέσεις µε διαφορετικά κοµµάτια. Στις ΗΠΑ είναι αρκετά µεγάλο το ποσοστό γυναικών που ραπάρει και µάλιστα πολύ πιο αυξηµένο σε σχέση µε τις περασµένες δεκαετίες. Το ίδιο συµβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η µουσική σκηνή είναι πολύ πιο µικρή. Ενδεικτικά οι expe, Χαρά, Πέννυ, Mira, Saw, Ladele τα τελευταία δύο χρόνια έχουν κάνει µεγάλο µπαµ στην ελληνική σκηνή. Η κατάσταση για αρκετά χρόνια ήταν απωθητική για τις γυναίκες και δηµιουργούσε ένα ταβάνι. ∆εν άφηνε περιθώριο στην υποκειµενική οπτική και δηµιουργία. Αυτή η συνθήκη αρχίζει να αποδοµείται· πιστεύω ότι το επόµενο διάστηµα όλο και περισσότερες γυναίκες θα ασχολούνται µε τη ραπ µε τον τρόπο που εκείνες θέλουν και επιλέγουν και όχι µε βάση τους επιβεβληµένους κανόνες».
INF0
Το βιβλίο «I still love H.E.R. Τι μου έμαθε για τον σεξισμό και την αρρενωπότητα η ραπ» του Κώστα Σαββόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις red n’ noir