Η Μόρια δεν κάηκε πρόσφατα, δεν κάηκε τυχαία, δεν κάηκε από «κάποιους υπερδραστήριους μετανάστες που θέλησαν να εκβιάσουν την κυβέρνηση για να μετακινηθούν από το νησί» (όπως δήλωσε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός) και δεν κάηκε από Τούρκους πράκτορες της ΜΙΤ.
Οσοι διαθέτουν κρίση που δεν είναι αποτέλεσμα αναπαραγωγής των «ρεπορτάζ» των τηλεοπτικών ειδήσεων και μνήμη που απέχει από εκείνη του χρυσόψαρου γνωρίζουν ότι τη Μόρια έκαψε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η φωτιά που άναψε δεν πρόκειται να σβήσει όσο ο πρωθυπουργός ακόμη και τώρα –έπειτα από αυτή την καταστροφή και τον διεθνή διασυρμό της χώρας– χαρακτηρίζει το ανθρωπιστικό έρεβος «μια άσχημη εμπειρία», όσο θα βλέπει τα αποκαΐδια «μια καλή ευκαιρία», όσο οι 12.000 πρόσφυγες θα έχουν για κατάλυμα βουνά, γεφύρια και νεκροταφεία, όσο δεν θα έχουν νερό και φαγητό, όσο θα έχουν άγνωστο αριθμό προσβεβλημένων από κορονοϊό, όσο ο κοινωνικός αυτοματισμός θα προσπαθεί να δηλητηριάσει την ελληνική κοινωνία και κυρίως τους 85.000 κατοίκους του νησιού (παιδιά και εγγόνια προσφύγων) απέναντι σε 12.000 πρόσφυγες, όσο η λύση θα αναζητείται στην επιβολή «ευταξίας» από τις αερομεταφερόμενες διμοιρίες των ΜΑΤ.
Είναι τότε που η Μόρια παύει να είναι ένας ακόμη ντροπιαστικός και απάνθρωπος τόπος –ένα σύγχρονο κολαστήριο ψυχών– και μετατρέπεται σε παγκόσμιο σύμβολο ρατσιστικής αναφοράς και μίσους, σε μη τόπο που θα συνεχίσει να καίγεται και να μας καίει.
Είναι η σημερινή κυβέρνηση – από την εποχή που δεν ήταν κυβέρνηση– που έκαιγε κάθε προσπάθεια ανθρωπιστικής λύσης του μεταναστευτικού προβλήματος απαιτώντας την εφαρμογή ορμπανικών πολιτικών κόντρα στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και μετανάστες, που έβαζε φωτιά στα τόπια όταν εκπαίδευε το ακροατήριό της και επένδυε πολιτικά στον ρατσισμό, στην ξενοφοβία και στον εθνικισμό.
Οι φωτιές άναψαν με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη τον Μάρτιο του 2012, όταν –και τότε ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη– ανακοίνωνε τη δημιουργία 30 «κέντρων κλειστής προσωρινής φιλοξενίας παράνομων μεταναστών», που ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, και δημιουργήθηκε το στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας με κρατούμενους ανθρώπους που διέπραξαν το «έγκλημα» της φυγής από συνθήκες πολέμου, εμφυλίου, διωγμών, τρομοκρατίας και ακραίας φτώχειας και που οδήγησαν (έναν χρόνο μετά) 700 από αυτούς σε απεργία πείνας, ενώ ορισμένοι αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν.
Οι φωτιές άναψαν στην Ειδομένη όταν ζητούσαν τη βίαιη διάλυση, φυλάκιση και απέλαση των προσφύγων που αναζητούσαν έξοδο στην Ευρώπη των κλειστών συνόρων που επέβαλαν ο Ορμπάν και οι ομόσταβλοί του στο ΕΛΚ, όταν στον Αγιο Παντελεήμονα κανοναρχούσε η ΧΑ με ναζιστικές επιχειρήσεις απέναντι σε κατατρεγμένους, γυναικόπαιδα και ανήμπορους ηλικιωμένους, ως συνέχεια των δολοφονικών επιθέσεων στους νόμιμους Αιγύπτιους αλιεργάτες και της προσχεδιασμένης δολοφονίας του Ελληνα «εχθρού» Παύλου Φύσσα.
Οι φωτιές άναψαν με τις οιμωγές τους για τους λαθρομετανάστες τζιχαντιστές και ποινικούς που θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας, τη φυλή μας και τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη μας, με την απόδοση ευθυνών για την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και την ανεργία στους εισβολείς, με τις καταγγελίες ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολιτική ανοιχτών συνόρων και ο Τσίπρας τους προσκαλεί να τους πάρει σπίτι του.
Οι φωτιές άναψαν όταν –πιστοί στην αντίληψή τους ότι το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα αντιμετωπίζεται με το δόγμα «νόμος και τάξη»– ως κυβέρνηση κατάργησαν το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής για να το επανασυστήσουν έξι μήνες μετά, όταν η Μόρια των 5.500 που παρέλαβαν έφτασε να στοιβάζει 25.000 ανθρώπους σε συνθήκες ακραίας εξαθλίωσης.
Οι φωτιές άναψαν όταν ο Μηταράκης εξήγγειλε στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων στα ακριτικά νησιά και βρήκε αντίδραση από τους δικούς του δημάρχους, όταν ο Αδωνης προωθούσε την πολιτική «να τους κάνουμε τον βίο αβίωτο», όταν στήνανε μπάρμπεκιου με χοιρινά σουβλάκια έξω από τη δομή στα Διαβατά, όταν μέχρι και η γερμανική κυβέρνηση καταλόγισε δημόσια στην Ελλάδα παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων στην Τουρκία, όταν χωρίς ελέγχους άφησαν 12.000 στοιβαγμένους να γίνουν Κούγκι από τον κορονοϊό.
Οι φωτιές άναψαν –κατά τον Γουίλιαμ Στάιρον– όταν στην ερώτηση «πες μου στο Αουσβιτς πού ήταν ο Θεός;» η απάντηση είναι «πού ήταν ο άνθρωπος;».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος