O ηχολήπτης Μπράϊαν Κουν περιγράφει ένα τυπικό 17ωρο (!) δουλειάς ενός επαγγέλματος που είναι “αόρατο για το ασφαλιστικό σύστημα και το κράτος”
Ξυπνάς πολύ πρωί. Είτε είσαι σπίτι σου και έχεις δουλειά στην πόλη σου, είτε στο ξενοδοχείο για να πας σε κάποιο θέατρο εκτός έδρας. Πρωινό, καφές #1. Πρέπει να προλάβεις τη ζέστη για αρχή, και πρέπει να προλάβεις να είναι όλα έτοιμα για την πρόβα που θα ξεκινήσει το απόγευμα, μόλις περάσει 17.30 και επιτρέπεται να παίξει το σύστημα. Τσεκάρεις τα μέιλ σου, σιγουρεύεσαι πως έχεις το τελευταίο τεχνικό rider, μη γίνει κάνα λάθος και τρέχεις τελευταία στιγμή να σώσεις αυτά που δεν σώζονται… Φτάνεις στο χώρο(διεξαγωγής της εκδήλωσης), εμείς το λέμε απλά «χώρο».
Την ίδια ώρα φτάνει και το φορτηγό με τον εξοπλισμό. Έχεις ξανάρθει στο συγκεκριμένο χώρο, ευτυχώς όλα «τσουλάνε»(σε αντίθεση με τόσα αλλά μέρη, όπου όλοι επιμένουν να παίζουν και πάντα τσακώνεσαι με κάποιον υπεύθυνο που έφερε λιγότερους εργάτες, πάλι), όποτε ξεκινάει το ξεφόρτωμα: Τα ηχεία, οι κονσόλες, οι ενισχυτές, οι τράσσες, τα φώτα πρέπει όλα να πάνε στη θέση τους. Καμιά ώρα μετά, όλα έχουν πάει εκεί που πρέπει να στηθούν. Για λίγο, οι ομάδες ήχου και φώτων γίνονται μια ομάδα, με σκοπό να ξεμπερδεύουμε με τα βαριά. Μετά, γίνεται ο διαχωρισμός, που θα κρατήσει μέχρι αργά το βράδυ, όπου πάλι θα πρέπει να φορτωθεί το φορτηγό.
Έχεις βγάλει το σχέδιο για το στήσιμο των ηχείων από την προηγούμενη φορά που είχες έρθει και είχες μετρήσει, όποτε ξεκινά το στήσιμο των ηχείων. Θα έπρεπε να είσαστε τουλάχιστον τέσσερις, αλλά «δεν βγαίνει» όπως σου είπανε, όποτε φέρνεις το synchronizer για τα μοτέρ κοντά στο σημείο, έτσι ώστε να μπορείς με το ένα χέρι να πατάς το κουμπί για να ανεβεί το σύστημα και με το άλλο να κρατάς σταθερή τη μια μεριά της συστοιχίας των ηχείων, μέχρι να μη χρειάζεται άλλο. Άρχισε να κάνει ζέστη. Πας στη σκιά, φοράς το καπέλο σου, βάζεις αντηλιακό στα εκτεθειμένα σημεία, και παίρνεις μια τζούρα από τον καφέ #2, που έφτασε πριν λίγο με delivery. Καλό εργαλείο το e-food, έτσι; Ξαναβγαίνεις λοιπόν στον ήλιο, κρεμάς και το “left”(για κάποιον ανεξήγητο λόγο τώρα τελευταία κρεμάς συνέχεια πρώτα το “right”) και καλωδιώνεις τους ενισχυτές. Ανοίγεις μια το λαπτοπ, ελέγχεις πως το πρόγραμμα τα «βλέπει» όλα, ρίχνεις ένα θόρυβο να βεβαιωθείς ότι παίζουν οι καμπίνες μια μια, ουφ, ευτυχώς όλα είναι οκ.
Ευτυχώς το μάζεμα είναι σχετικά γρήγορο, σε τρεις ώρες θα έχουμε κιόλας φορτώσει. Ευτυχώς, ήταν μια εύκολη μέρα, τίποτα δεν πήγε στραβά. Φτάνεις στο σπίτι ή το ξενοδοχείο γύρω στις 04.00.
Περνάς το καλώδιο προς την «έξω» κονσόλα, ευχαριστώντας το θεό του p.a. για την ψηφιακή τεχνολογία που αντικατέστησε επιτέλους το παλιό multi ανακόντα των 200 κιλών με δυο καλώδια δικτύου, τιμή και δόξα στο ψηφιακό σύμπαν. Όση ώρα έκανες εσύ όλα αυτά, ο συνάδελφος στο stage είχε βάλει στη θέση τους τα μουσικά όργανα, τους ενισχυτές τους, τα ρακ με τα ασύρματα μικρόφωνα και in ear monitor και είχε καλωδιώσει τη «μέσα» κονσόλα. Τζούρα καφέ, και βουρ στο πατάρι, να περαστούν τα μποξάκια και τα μουλτάκια, για να καλωδιωθεί και το υπόλοιπο stage. Ο ένας ανοίγει τις βάσεις των μικροφώνων, ο άλλος φέρνει το κουτί με τα μικρόφωνα ωσάν να κουβαλάει κάτι μεταξύ αβγών και θησαυρού. Η ώρα είναι 13.00, και έχουμε μόνο μια ώρα ακόμα μέχρι την ώρα κοινής ησυχίας. Πας λοιπόν «έξω», ανοίγεις πάλι το λαπτοπ, συνδέεις το μετρητικό μικρόφωνο, ανοίγεις τα προγράμματα, «φυσάς», «μετράς», βάζεις μουσική, κανείς δυο βόλτες το θέατρο, πάνω κάτω, πέρα δώθε, διαπιστώνεις πως υπάρχει ένα «κενό» στις ακριανές κάτω θέσεις, πας στο φορτηγό, φέρνεις 2 ηχεία ακόμα, τα στήνεις, τα καλωδιώνεις, αλλάζεις πάλι θέση στο μετρητικό μικρόφωνο, «φυσάς μετράς», σκάει ο επιστάτης και σου φωνάζει «κλείσε το, πήραν τηλέφωνο πως ακούγεται στο σπίτι του τάδε”, αναρωτιέσαι ποιος να είναι πάλι αυτός ο τάδε, το κλείνεις.
Κάνει πολλή ζέστη. Τα νερά τελείωσαν. Ξέρεις πως θα φέρουν νερά μετά που θα έρθει η μπάντα, πας περίπτερο, παίρνεις νερά, γυρνάς, πίνεις λίγο νερό, σε φωνάζει ο «μέσα» συνάδελφος, τα ασύρματα τρώνε παρεμβολές, δεν μπορούν να παίξουν έτσι. Ανοίγεις το λαπτοπ, κανείς μια σάρωση, δύσκολα τα πράγματα, έπρεπε να έχουν αλλάξει τα ασύρματα όταν άλλαξε η νομοθεσία και δώσανε τις συχνότητες στο 4G, μα δεν υπήρχε χρήμα για τέτοια ανανέωση εξοπλισμού, βρίσκεις μια άκρη, έχεις και μια συχνότητα spare μπας και γίνει καμία στραβή, η ώρα πήγε 16.00. E-food και πάλι, λέει για ένα καλό σουβλατζίδικο, έχει καλές κριτικές, πάρε από κει, σε μια ώρα έρχονται οι ηχολήπτες, να προλάβουμε να φάμε. Έρχονται τα σουβλάκια, την ώρα που τρώτε εμφανίζονται οι ηχολήπτες της μπάντας ευτυχώς είναι καλά παιδιά, φέρανε και τον καφέ #3, περιμένουν πέντε λεπτά να τελειώσουμε μέχρι να συνδέσουν και εκείνοι το μικρόφωνο του καλλιτέχνη και το ειδικό εφέ, χωρίς το οποίο θα καταστραφεί το σύμπαν. Ευτυχώς που είναι ο τάδε και ο τάδε, φαντάζεσαι να ήταν ο τάδε ή ο τάδε;;; 17.30 η ώρα, βάζει ο έξω το κομμάτι που του αρέσει(πάλι αυτό;; Δεν θέλω να το ξανακούσω ποτέ στη ζωή μου), «όλα καλά, να δυναμώσουμε λίγο αυτά κι εκείνα και τα άλλα», εντάξει, έρχεται η μπάντα, άργησαν κάνα τέταρτο πάλι, συνδέουν τα όργανα, κάνουν τσεκ, παίζουν κάτι όλοι μαζί, θα έρθει άραγε ο καλλιτέχνης; Ώπα παιδιά, ήρθε ο καλλιτέχνης, το νου σας, «να κάνουμε πρόβα αυτό, εκείνο, δώσε μου λίγο στα ακουστικά αυτό, αυτά παίζουν; ακούγεται καλά έξω; Α ωραία»
20.00 η ώρα, πρέπει να ανοίξουν οι πόρτες, πέντε λεπτάκια ακόμα, κάντα δέκα καλύτερα, εντάξει. Προλαβαίνεις να πας για ένα ντους ώστε να είσαι πίσω την ώρα που ξεκινάει το live. Πας, πλένεσαι, γυρνάς, φοράς τα μαύρα ρούχα σου που ξεχειλίζουν τη ντουλάπα, αρχίζει το live, όλα πάνε καλά, απλά έπαιξε λίγο παραπάνω, κατέβηκαν από τη σκηνή στις 00:20. Ευτυχώς το μάζεμα είναι σχετικά γρήγορο, σε τρεις ώρες θα έχουμε κιόλας φορτώσει. Ευτυχώς, ήταν μια εύκολη μέρα, τίποτα δεν πήγε στραβά. Φτάνεις στο σπίτι ή το ξενοδοχείο γύρω στις 04.00.
Έχεις δουλέψει συνολικά γύρω στις 17 ώρες, αν υπολογίσεις τα διαλείμματα που έκανες. Έκανες όλα αυτά, και κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνεις. Είσαι αόρατος για το ασφαλιστικό σύστημα και το κράτος. Ας τελειώσει όλο αυτό επιτέλους.
Κορωνοϊέ, κάνε το θαύμα σου!