Την απουσία θεσμικού διαλόγου στους κόλπους της Δικαιοσύνης επισημαίνει σε άρθρο του ο πρωτοδίκης Παντελής Μποροδήμος, γενικός γραμματέας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Όπως αναφέρει το 2020 που ήταν η χρονιά της πανδημίας «ο θεσμικός διάλογος στους κόλπους της Δικαιοσύνης θεωρήθηκε από τους αρμόδιους πολυτέλεια» και «μέρα με τη μέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη λογική της βιαστικής και διαμεσολαβημένης προχειρότητας, στο lobbying και την επιλογή πρόθυμων συνομιλητών».
Σύμφωνα με τον κ. Μποροδήμα ως «δικαιολογία προβλήθηκε η ανάγκη για ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων στα θέματα που γέννησε η πανδημία, η βαθύτερη αλήθεια όμως βρίσκεται στην παιδική ασθένεια της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, να μπερδεύει το διάλογο με τη συναλλαγή».
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του κ. Μποροδήμου:
Όταν παύουν τα χειροκροτήματα, αρχίζουν να μιλάνε οι αριθμοί. Η κρύα τους όψη στοιχειώνει αυτή τη χρονιά, που ο καθένας μας έζησε την πανδημία σαν ένα ατομικό δράμα, μικρό ή μεγάλο, ανατάξιμο ή όχι. Σε χιλιάδες οι ασθενείς και οι νεκροί. Σε δεκάδες οι γιατροί, οι νοσηλευτές, τα κρεβάτια. Στις μονάδες οι ελπίδες. Είδαμε τα όρια του συστήματος υγείας να σπάνε σιωπηλά, είδαμε φίλους και συγγενείς να νοσούν, κάποιοι χάσαμε δικούς μας ανθρώπους. Αυτό, το δεύτερο κύμα της πανδημίας, έδωσε στους αριθμούς σάρκα και οστά, πάτησε σαν οδοστρωτήρας τις διακινούμενες ανοησίες περί παγκόσμιας απάτης και μέτρησε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μας ως κράτος. Μέσα σε όλη αυτή τη βουβή τραγωδία, οι δικαστές και οι εισαγγελείς ήμασταν και πάλι στη θέση μας, κρατώντας μαζί με τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους δικηγόρους σε λειτουργία το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης.
Ακόμα και όταν οι συνθήκες απαιτούσαν μεγαλύτερη σπουδή στη λήψη μέτρων, ακόμα και όταν οι κυβερνητικές αποφάσεις άλλαζαν τον τρόπο λειτουργίας μας κάθε τρεις μέρες. Με τους περιορισμούς που επέβαλαν οι υγειονομικές συνθήκες, τα Δικαστήρια παρέμειναν ανοικτά, η εκδίκαση του μεγαλύτερου αριθμού των πολιτικών υποθέσεων συνεχίστηκε και τα ποινικά Εφετεία υποδέχθηκαν εκατοντάδες διαδίκους και δικηγόρους, προς εκδίκαση ακόμα και πρόσφατα τελεσθέντων κακουργημάτων. Το σύστημα δε βγήκε αλώβητο από όλα αυτά, μέτρησε κι αυτό τα δικά του θύματα.
Σε όλο αυτό το διάστημα όμως, ο θεσμικός διάλογος στου κόλπους της Δικαιοσύνης θεωρήθηκε από τους αρμόδιους πολυτέλεια. Μέρα με τη μέρα, βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη λογική της βιαστικής και διαμεσολαβημένης προχειρότητας, στο lobbying και την επιλογή πρόθυμων συνομιλητών. Σε κάθε περίπτωση ως δικαιολογία προβλήθηκε η ανάγκη για ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων στα θέματα που γέννησε η πανδημία, η βαθύτερη αλήθεια όμως βρίσκεται στην παιδική ασθένεια της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, να μπερδεύει το διάλογο με τη συναλλαγή. Περισσεύει να αναφερθεί ότι υπήρξαν πολλοί οι θεσμικοί φορείς, μεταξύ των οποίων και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, που προσέφεραν έγκαιρα, έγκυρες και αναλυτικές προτάσεις για όσα ζητήματα ανέκυψαν, τις οποίες κανείς μας δεν αξιώνει να γίνονται πάντα δεκτές στο σύνολό τους. Αξιώνουμε όμως διαχρονικά ως δικαστικοί λειτουργοί και δημοκρατικοί πολίτες να μην αντιμετωπίζεται ο διάλογος από τις κυβερνήσεις ως βαρίδι και να μην διαπνέονται όλοι όσοι το πρώτον καταπιάνονται με ζητήματα Δικαιοσύνης από την αλαζονεία του «μαθητευόμενου μάγου». Σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση του διαλόγου στις Δημοκρατίες δεν υπήρξε ποτέ, να συμφωνούμε όλοι σε όλα. Διαλεκτικός κανόνας είναι – και πρέπει να είναι – η σύνθεση και με την αντίθετη άποψη με σεβασμό στο διαφορετικό θεσμικό ρόλο του καθενός. Από μια τέτοια διαδικασία κανείς δε βγαίνει ηττημένος.
Για εκείνους που έδωσαν τη μάχη στην πρώτη γραμμή, σε κάθε πεδίο λειτουργίας του κράτους, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, στη Δικαιοσύνη, στην τροφοδοσία, στις μεταφορές, που μετρήσανε σημαντικές απώλειες και όμως συνεχίζουν, ενός λεπτού σιγή…
Για όσους θα προσπαθήσουν στο εξής να ερμηνεύσουν το σεβασμό μας για τους πραγματικά μαχόμενους την πανδημία, ως αδυναμία και υποχώρηση από τις αρχές του Κράτους Δικαίου και του δημόσιου διαλόγου, ούτε λεπτό σιωπή.