Τη σκοτεινή, γεμάτη εγκληματικές δραστηριότητες ιστορία του Μπλεντάρ Γιαμπέλι, διαβόητου Αλβανού εγκληματία ο οποίος διέταξε τη δολοφονία ανώτατου αξιωματικού της αλβανικής αστυνομίας αλλά εδώ στη χώρα μας παίρνοντας πράσινο φως από τον Αρειο Πάγο αφέθηκε ελεύθερος να συνεχίζει τη μαφιόζικη, αιματηρή δράση του αποκαλύπτει σήμερα σημείο σημείο το Documento.
Με το εύσημο του πατριωτισμού, που του απέδωσε ο Αρειος Πάγος προκειμένου να μην τον εκδώσει στην Αλβανία και που όπως αποδεικνύεται περίτρανα υπήρξε το καταφύγιο του απατεώνα Μπλεντάρ Γιαμπέλι, ο εν λόγω κακοποιός «μεγαλούργησε» και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να βρίσκεται τώρα στη φυλακή εκτίοντας πρωτόδικη ποινή πολυετούς κάθειρξης.
Ας δούμε όμως ποιος ακριβώς είναι ο περίφημος Μπλεντάρ Γιαμπέλι ξεκινώντας από τα χρόνια της εγκληματικής του δράσης στην Αλβανία…
Η εκτέλεση του αξιωματικού
Σάββατο 8 Απριλίου 2017. Λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ σε μια ήσυχη γειτονιά των Τιράνων ακούγονται δύο πυροβολισμοί. Ενας άνθρωπος είχε μόλις δολοφονηθεί μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του. Ηταν ο πρώην αρχηγός της αλβανικής αστυνομίας Αρτάν Τσούκου.
«Μόλις είχα φτάσει στο σπίτι με τα δύο παιδιά όταν άκουσα μερικές φωνές και μετά ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί» είπε η γυναίκα του, Mαριόλα Τσούκου. «Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στον Αρτάν για να του πω ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν απάντησε. Μετά πήγα κατευθείαν στην είσοδο, όπου τον είδα στο έδαφος. Οταν προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι του είδα ότι δεν υπήρχε σημάδι ζωής. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί κλαίγοντας».
Ο Αρτάν Τσούκου ήταν γνωστός ως θρύλος της αλβανικής αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια της 20ετούς πορείας του είχε συλλάβει περίπου 1.000 άτομα τα οποία συνδέονταν με γνωστές εγκληματικές οργανώσεις. Μάλιστα μόνο στον Αυλώνα, όπου ο Τσούκου είχε υπηρετήσει ως διευθυντής της αστυνομίας, 21 ομάδες οργανωμένου εγκλήματος διαλύθηκαν και οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη, ενώ 47 αστυνομικές επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν με επιτυχία.
Ο ίδιος, αν και βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο, δεν δείλιασε στιγμή, γιατί όπως έλεγε «δεν φοβάμαι τον θάνατο όσο βρίσκομαι στον νόμο του Θεού».
Ο θάνατός του οφειλόταν σε συμβόλαιο θανάτου ως απάντηση στις κινήσεις και τις αποκαλύψεις του πρώην αρχηγού της αστυνομίας που ενόχλησαν τα μεγάλα κεφάλια του οργανωμένου εγκλήματος. Ομως, αν και από τότε πέρασαν επτά ολόκληρα χρόνια, στα χέρια των αλβανικών αρχών είναι μονάχα ο εκτελεστής κι όχι εκείνοι που διέταξαν την εν ψυχρώ δολοφονία του Τσούκου. Φαίνεται όμως ότι κάποιοι με εξουσία και δύναμη βοήθησαν τους ηθικούς αυτουργούς…
Ποιος έστησε την ενέδρα;
Η δολοφονία του Τσούκου συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ υπήρξε μεγάλη πίεση για γρήγορη εξιχνίαση από τους αξιωματικούς της Ασφάλειας της Αλβανίας που είχαν την ευθύνη της έρευνας. Το μόνο σίγουρο είναι πως η εντολή δόθηκε από πρόσωπο που υπήρξε ιδιαίτερα γνώριμο στην αλβανική αστυνομία έχοντας ισχύ να δίνει εντολές γράφοντας το όνομα του πρώην αρχηγού της αστυνομίας στο συμβόλαιο θανάτου.
Τον Ιούνιο του 2017 η αλβανική Δικαιοσύνη ανακάλυψε ότι εκτελεστής ήταν ο Μικέλ Σαλάρι, 24χρονος κάτοικος Τιράνων με εξίσου εγκληματικό παρελθόν. Η αστυνομία συνέλαβε τον Σαλάρι, ο οποίος ομολόγησε πώς του είχε προσφερθεί αμοιβή 25.000 ευρώ από τον Μπλεντάρ Γιαμπέλι για τη δολοφονία, εκ των οποίων είχε ήδη λάβει προκαταβολικά τις 3.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο θα το εισέπραττε όταν πια η δολοφονία είχε ολοκληρωθεί. Διαμεσολαβητής υπήρξε ο Κριστάκ Λέτσι, ο οποίος ήταν ξάδερφος του Σαλάρι. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί πως ο Τσούκου δεν βρισκόταν στο αστυνομικό σώμα ήδη δύο χρόνια πριν από τη δολοφονία του, εφόσον είχε ολοκληρώσει με μεγάλη επιτυχία τα καθήκοντά του, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ο λόγος για τον οποίο στοχοποιήθηκε εντοπίζεται πολλά χρόνια πριν από τη δολοφονία του το 2017.
Ο δράστης, όπως δήλωσε στην απολογία του τον Ιούνιο του 2018, έμαθε από τον Λέτσι πως ο Γιαμπέλι ήθελε τον Τσούκου νεκρό για να τον εκδικηθεί επειδή το 2012 ο τελευταίος τον θεώρησε ύποπτο για τη δολοφονία του Αμαρίλντο Ντελάι, ο οποίος δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 στον Αυλώνα. Η κατηγορία αυτή και στη συνέχεια η σύλληψη του Γιαμπέλι άνοιξαν τότε τον ασκό του Αιόλου και με πρωτοβουλία του Τσούκου άνοιξαν εκ νέου φάκελοι για αρκετές δολοφονίες στην ευρύτερη περιοχή του Αυλώνα. Γι’ αυτή την υπόθεση όμως ο Γιαμπέλι αφέθηκε τελικά ελεύθερος με το σκεπτικό ότι δεν επαρκούσαν τα στοιχεία.
Ο Γιαμπέλι αποτελεί ιδιαίτερα γνωστό εγκληματία στην αλβανική αστυνομία. Μάλιστα οι παράνομες δραστηριότητές του δεν περιορίστηκαν μόνο στην Αλβανία, αλλά επεκτάθηκαν στην Ισπανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Σαλάρι ως εκτελεστής του Τσούκου καταδικάστηκε τελικά σε δέκα χρόνια φυλάκισης, ενώ την ίδια στιγμή η Ιντερπόλ εξέδωσε ερυθρό σήμα ψάχνοντας σε κάθε γωνιά του πλανήτη τον εγκέφαλο της δολοφονίας. Τελικά ο Γιαμπέλι συνελήφθη στην Ελλάδα στις 16 Δεκεμβρίου 2018.
Με ελληνική ταυτότητα
Οπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο εγκέφαλος της δολοφονίας του Τσούκου όχι μόνο κατέφυγε στην Ελλάδα λίγο μετά τη δολοφονία, αλλά κατάφερε να μην εκδοθεί στην Αλβανία με απόφαση που φέρει τη σφραγίδα του Αρειου Πάγου. Το Ε΄ Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας μας του παρείχε ασπίδα προστασίας με το επιχείρημα του πατριωτισμού και της… πολιτικής δίωξης. Πώς έγινε αυτό; Η συνέχεια της ιστορίας έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
O Μπλεντάρ Γιαμπέλι, γνωστός και ως Ρικάρντο Μούχο, όταν συνελήφθη στην Ελλάδα είχε δηλώσει ψευδή στοιχεία ταυτότητας επιδεικνύοντας πλαστή ελληνική ταυτότητα με το όνομα Χρήστος Ξαμκίδης. Σύμφωνα με τα αλβανικά ΜΜΕ έβγαλε ελληνική ταυτότητα και διαβατήριο στα Χανιά, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο τα προμηθεύτηκε.
Αλβανικά Μέσα αναφέρουν πως ο Γιαμπέλι τον Απρίλιο του 2020 ανακρίθηκε από την Ελληνική Αστυνομία για εγκληματική ομάδα παραχαρακτών αλλά και από την Εισαγγελία Πειραιά για λαθρεμπόριο τσιγάρων. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Γιαμπέλι, είχε πληρώσει 35.000 ευρώ για να λάβει ελληνική ταυτότητα ώστε να μη δικαστεί στην Αλβανία. Ξετυλίγοντας το κουβάρι των στοιχείων αυτών οδηγούμαστε σε κύκλωμα παράνομων ελληνοποιήσεων, κυρίως ατόμων με βεβαρημένο ποινικό παρελθόν, μέσω διαβατηρίων και ταυτοτήτων.
Μάρτυρας ο Μπελέρης
Ενα χρόνο πριν, το 2019, ο Αρειος Πάγος που κλήθηκε να εξετάσει την έφεση που είχε ασκήσει ο Γιαμπέλι κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας το οποίο είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της έκδοσής του στην Αλβανία, προκειμένου να δικαστεί για τη δολοφονία Τσούκου, ύψωσε ασπίδα προστασίας μπροστά του.
Με μια απόφαση, μάλιστα, καρμπόν με την απόφαση που είχε εκδώσει και για την υπόθεση του Τούρκου Γιασάμ Αγιαβέφε, που πολιτογραφήθηκε τιμητικά Ελληνας με συστατική επιστολή του Αδωνη Γεωργιάδη για τις υπηρεσίες που δήθεν πρόσφερε στο ελληνικό κράτος.
Τότε η μαφία είχε χορηγήσει στη σύζυγο του Αγιαβέφε ελληνική ταυτότητα ενώ όπως είχε αποκαλύψει το Documento και o Αγιαβέφε είχε ερυθρό σήμα από την Ιντερπόλ. Μάλιστα ήταν ήδη πολίτης τριών χωρών και καταδικασμένος για απάτη με τυχερά παιχνίδια και την ίδια στιγμή δραστηριοποιούνταν στην κατεχόμενη Κύπρο.
Πάμε πάλι όμως στον Γιαμπέλι, ο οποίος ενώπιον του Αρειου Πάγου κινήθηκε στα πρότυπα Αγιαβέφε. Ο Γιαμπέλι δήλωσε ότι η αλβανική Δικαιοσύνη ήθελε την εξόντωσή του επειδή κατάγεται από τη Βόρεια Ηπειρο κι έχει αναπτύξει πλούσια πολιτική δράση υπέρ της μειονότητας, ενώ ο πατέρας και ο θείος του είναι χριστιανοί με εξίσου έντονη παρουσία στη μειονότητα. Πηγές του Documento μάλιστα ανέφεραν ότι ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του είχε μακρινή καταγωγή από τη Χειμάρρα. Ο κατηγορούμενος, βέβαια, με βάση τα επίσημα στοιχεία κατάγεται από το Φιερ, πόλη που δεν έχει καμιά σχέση με τη μειονότητα.
Γιατί όμως οι αλβανικές αρχές να θέλουν να τον εκδικηθούν; Την απάντηση που ευνοούσε τον εκζητούμενο έδωσαν οι μάρτυρές του. Αλλωστε ένα από τα εντυπωσιακά σημεία της απόφασης του Αρειου Πάγου αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης, οι οποίοι έχουν διαδραματίσει και σημαντικό πολιτικό ρόλο στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας.
Συγκεκριμένα, μάρτυρες υπεράσπισης ήταν μεταξύ άλλων επιφανείς της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, μεταξύ των οποίων και ο Φρέντι Μπελέρης, ο οποίος είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξίσου «ήσυχο» παρελθόν και για την υποψηφιότητά του στις ευρωεκλογές με τη ΝΔ.
Από τη μελέτη των στοιχείων της απόφασης του Αρειου Πάγου είναι εμφανής η προσπάθεια αποσιώπησης σημαντικών πτυχών της ιστορίας. Είτε μέσω των μαρτύρων είτε ακόμη και μέσω αξιολογικών κρίσεων είναι προφανές σε όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις… γραμμές πως αυτή η υπόθεση με ένα νεκρό αστυνομικό δεν συνιστά μονάχα ζήτημα της Δικαιοσύνης, αλλά αποκτά πολιτικές προεκτάσεις.
Οι δικαστές δέχτηκαν τους ισχυρισμούς των μαρτύρων ότι εάν ο καταζητούμενος για τη δολοφονία του αστυνομικού εκδοθεί στην Αλβανία «υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί για πράξη διαφορετική από αυτή για την οποία ζητείται η έκδοση και δη σχετιζόμενη με τα πολιτικά, θρησκευτικά και εθνικά του φρονήματα, ενδεχομένως να κινδυνεύσει η ζωή του από τα όργανα του αλβανικού κράτους, εξαιτίας των μη αποδεκτών πολιτικών του πεποιθήσεων και η θέση του να επιδεινωθεί, καθόσον τα άτομα που έχουν στοχοποιηθεί συνήθως δεν τυγχάνουν δίκαιης και αμερόληπτης δίκης».
Ο εκζητούμενος, λοιπόν, συνδύασε το ακαταμάχητο τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» με αποτέλεσμα η ελληνική Δικαιοσύνη να μην τον εκδώσει στην Αλβανία, όπου θα δικαζόταν για την υπόθεση δολοφονίας του Αρτάν Τσούκου.
Διαβάστε επίσης
Οι μισθωτοί έχασαν €10 δισ. με πρωθυπουργό Μητσοτάκη
Πλημμύρες Θεσσαλία: Αγρότες μηνύουν Αγοραστό, Κικίλια και Τριαντόπουλο