Το πράσινο φως που έδωσε την περασμένη Πέμπτη το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ στην κυβέρνηση συνασπισμού του ισχυρού ηγέτη της χώρας Μπέντζαμιν «Μπίμπι» Νετανιάχου και του μέχρι πρότινος πλασαριζόμενου ως εχθρού του Μπένι Γκαντς –την εξουσία λίγοι γαρ εμίσησαν– καθιστά τον υπόδικο για υποθέσεις διαφθοράς πρωθυπουργό αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο της ισραηλινής πολιτικής σκηνής. Πέμπτη θητεία είναι αυτή.
Στην ομόφωνη απόφασή τους οι δικαστές εκφράζουν την αντίθεσή τους τόσο στη συνέχιση της θητείας του Νετανιάχου όσο και στην αμφιλεγόμενη συμφωνία που συνήψαν τα δύο κόμματα, Λικούντ και Μπλε/Λευκό, ωστόσο δεν βρήκαν κανένα «νομικό κώλυμα» (sic) ως προς τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ωραία τα λόγια, όμως το διά ταύτα έχει σημασία. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι οι κατηγορίες της δωροδοκίας, της απάτης και της κατάχρησης εξουσίας με τις οποίες ο 70χρονος Νετανιάχου θα έρθει αντιμέτωπος στο δικαστήριο στις 24 Μαΐου είναι αρκετές για να αιτιολογήσουν τη μη ανανέωση της θητείας του. «Μπίμπι» για πάντα λοιπόν. Και τι σημασία έχει που οι Ισραηλινοί εξέφρασαν σαφώς στις τρεις τελευταίες εκλογικές διαδικασίες ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση της παντοκρατορίας του; Τι σημασία έχει που εν μέσω πανδημίας βγαίνουν στις πλατείες για να διαμαρτυρηθούν (κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας) κατά της κυβέρνησης συνασπισμού;
Τι σημασία έχει που ο Γκαντς, σαν άλλος Λένιν Μορένο (μετά την εκλογή του επί μιας αριστερής πλατφόρμας πρόδωσε πολιτικούς φίλους και τους πολίτες του Εκουαδόρ εφαρμόζοντας ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα), πρόδωσε πλήρως την προεκλογική του εκστρατεία η οποία βασιζόταν στο σλόγκαν «Εξω ο Νετανιάχου» και έβαλε πλάτες για την παραμονή του τελευταίου στην εξουσία; Απ’ ό,τι φαίνεται, καμία. Θα έπρεπε όμως. Και θα περίμενε κανείς από τη Δικαιοσύνη να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.