Δυο βήματα από την πολύβουη Εγνατία, στο οικοδομικό τετράγωνο του ιστορικού εμπορικού κέντρου που περικλείεται από τις οδούς Βενιζέλου, Σολωμού, Κουντουρά και Παπαδοπούλου, στέκει εδώ και πεντέμισι αιώνες το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης.
Ένα ξεχωριστό μνημείο της πόλης που μαρτυρά το οθωμανικό παρελθόν της και διατηρεί από τον 15o αιώνα μέχρι σήμερα την ίδια σχεδόν χρήση του ως κλειστής και μόνιμα φυλασσόμενης εμπορικής αγοράς.
Η λέξη «μπεζεστένι» είναι τουρκική και προέρχεται από την περσική λέξη «bez» που σημαίνει «ύφασμα» και την κατάληξη «-istan» που ορίζει τον τόπο. Οι λέξεις «bezistan» και «bezesten» σημαίνουν «αγορά υφασμάτων». Τα κτίρια με αυτή την ονομασία είναι κέντρα πώλησης υφασμάτων πολυτελείας και άλλων πολύτιμων ειδών σε όλο τον ισλαμικό κόσμο. Στο Καπαλί Τσαρσί, την περίφημη σκεπαστή αγορά της Κωνσταντινούπολης, ο κεντρικός πυρήνας είναι ένα μπεζεστένι γύρω από το οποίο επεκτάθηκε σταδιακά η τεράστια αγορά. Μπεζεστένια υπήρχαν σε κάθε μεγαλούπολη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον ελλαδικό χώρο διασώζονται επίσης αυτά της Λάρισας και των Σερρών, το οποίο σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης.
Για το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία ανέγερσής του. Η πρώτη αναφορά του σε φορολογικό κατάστιχο του οθωμανικού δημοσιονομικού μηχανισμού τα έτη 1472/73 πιστοποιεί terminus ante quem (όρος που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι για την πρωιμότερη εξακριβωμένη ημερομηνία όταν η ακριβής χρονική στιγμή της δημιουργίας ενός μνημείου δεν είναι γνωστή) την ανέγερσή του την εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ (1455-1459). Σε ανάλογες γραπτές πηγές προσόδων του 1478 ορίζεται και ο ακριβής αριθμός των καταστημάτων του, τριάντα δύο στο εσωτερικό του και τριάντα τέσσερα εξωτερικά, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο «Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα» [Ε. Μπρούσκαρη (επιμ.), Αθήνα 2008].
Τα έσοδα από τα ενοίκια των καταστημάτων στο Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης –που γενικότερα δίνονταν σε θρησκευτικά και κοινωνικά ιδρύματα του οθωμανικού κράτους– κατέληγαν στο φιλανθρωπικό συγκρότημα του Βαγιαζίτ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη και στο Εσκί Τζουμά Τζαμί, την παλαιοχριστιανική βασιλική της Παναγίας Αχειροποιήτου δηλαδή, την πρώτη εκκλησία της Θεσσαλονίκης που μετατράπηκε σε τέμενος μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430.
Το κλίμα της λειτουργίας των φυλασσόμενων αγορών που σηματοδοτούσαν την οικονομική άνθηση των οθωμανικών αγορών αποτυπώνεται στη διήγηση του περιηγητή του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή όταν αντίκρισε το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης: «Ο επισκέπτης που θα πρωτομπεί κυριολεκτικά τα χάνει και ζαλίζεται από το μόσχο, το ανμπέρι (κεχριμπάρι) και τα άλλα μπαχάρια που ευωδιάζουν εκεί. Μέσα στο Μπεζεστένι ζάπλουτοι έμποροι μετρούν το χρυσάφι και τα άσπρα (αργυρά νομίσματα) και ο πρώτος από το μέτρημα δημιουργεί φρίκη στους καλούς, φτωχούς ανθρώπους».
Το 1883 και ενώ «ο 19ος αιώνας θέτει τέρμα στις μέχρι τότε παραδοσιακές δομές της οικονομίας επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τις κτιριακές υποδομές της ή, πιο σωστά, καταδικάζοντάς τες σε παρακμή, το Μπεζεστένι αγοράζει έναντι μόλις 100 χρυσών λιρών η εβραϊκή κοινότητα και σε πίνακα που καταρτίζεται το 1942 από την αυτή κοινότητα φέρεται κατεστραμμένο από την πυρκαγιά του 1917» σύμφωνα με τη Λίλα Σαμπανοπούλου, αρχαιολόγο και συγγραφέα του κεφαλαίου «Η Θεσσαλονίκη στους οθωμανικούς χρόνους» στον προαναφερθέντα συλλογικό τόμο.
Τα έργα αποκατάστασης
Το Μπεζεστένι ως οικοδόμημα αποτελείται από έναν ορθογώνιο στην κάτοψη πυρήνα και μια σειρά από καταστήματα προσαρτημένα στους εξωτερικούς τοίχους του. Διαθέτει μία είσοδο σε κάθε πλευρά και εσωτερικά διαιρείται με δύο ογκώδεις πεσσούς σε έξι τετράγωνους χώρους με ισάριθμους μολυβδοσκέπαστους θόλους που πατούν με τη μεσολάβηση τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων σε ισάριθμα τόξα. Η επιστέγαση με μόλυβδο εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή μόνωση και προσέδιδε την απαιτούμενη πολυτέλεια.
Η σημερινή μορφή του μνημείου δεν είναι η αρχική του. «Τον 15ο αιώνα ήταν μια κλειστή φρουρούμενη αγορά πολύτιμων ειδών. Ενα μικρό φρούριο δηλαδή με μόνα ανοίγματα τις τέσσερις εισόδους του. Τα εξωτερικά καταστήματα εμφανίστηκαν σταδιακά κατά την πάροδο των αιώνων και ήταν πρόχειρες ξύλινες επεκτάσεις οι οποίες καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του 1917, ενώ η σημερινή τους μορφή είναι επιπρόσθετες διαμορφώσεις του 20ού αιώνα» μας πληροφορεί ο αρχαιολόγος – βυζαντινολόγος Κωνσταντίνος Ράπτης από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, αρμοδιότητα της οποίας είναι η προστασία και ανάδειξη του Μπεζεστενίου που έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το 1962. Η διαχείρισή του μέχρι και σήμερα αφορά το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς του.
Κατά τους σεισμούς του 1978 το Μπεζεστένι παρουσίασε ρηγματώσεις στους θόλους καθώς και βλάβες στα καταστήματα, που επέβαλαν να πραγματοποιηθούν εργασίες συντήρησης με στόχο τη διατήρηση της υφιστάμενης μορφής του. Κατά τα διαστήματα 1982-1985 και 1993-1994 αποκαταστάθηκαν οι ζημιές, επιδιώχθηκε ο ευπρεπισμός των καταστημάτων και ενισχύθηκε η θολοδομία του κτιρίου. Ορατές χαλύβδινες δοκοί το διαπερνούν εσωτερικά από τη μια πλευρά ως την άλλη ενισχύοντας τα εσωράχια των τόξων. Επίσης, έχει εγκατασταθεί ένας μεταλλικός διάδρομος που επιτρέπει στον επισκέπτη την παρατήρηση του οικοδομήματος από ψηλά, ο οποίος δημιουργεί ένα πατάρι ειδικά διαμορφωμένο όπου δικαίωμα χρήσης έχει η αρχαιολογική υπηρεσία και προσφέρεται για εκθέσεις φωτογραφίας και έργων τέχνης. Σύμφωνα με τον Κ. Ράπτη, «επιπροσθέτως έγιναν μετρήσεις κατά τη διάρκεια μελετών για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η κατασκευή της γραμμής του μετρό (σ.σ.: ο σταθμός Βενιζέλου θα βρίσκεται ακριβώς δίπλα του) σε γειτονικά μνημεία και δεν υπήρξε καμιά ένδειξη για τυχόν κακώσεις στο συγκεκριμένο».
Το Μπεζεστένι συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να έχει παραπλήσια της αρχικής του λειτουργία. «Αναμφίβολα ένα κτίριο διατηρεί την υπόστασή του και συντηρείται όταν χρησιμοποιείται. Σκοπός της αρχαιολογικής υπηρεσίας είναι να διατηρούνται η ομοιομορφία και η αίσθηση του μνημείου αλλά όχι με ρυθμίσεις απαγορευτικές ώστε να εγκαταλειφθεί. Η χρήση διατηρεί τη μνήμη και κατά την άποψή μου ακόμη καλύτερα αν διατηρεί –όπου είναι εφικτό– την αρχική του χρήση» τονίζει ο Κ. Ράπτης.
Τα καταστήματα σήμερα
Βάσει νόμου ο οποίος καθορίζει ειδικές χρήσεις γης στο ιστορικό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης και ειδικότερα στις περιοχές των αγορών Βατικιώτη, Βλάλη και Μπεζεστενίου, στο εν λόγω μνημείο επιτρέπεται να λειτουργούν μόνο επαγγελματικά εργαστήρια χαμηλής όχλησης και εμπορικά καταστήματα. Σήμερα η όψη πολλών εξωτερικών καταστημάτων του έχει σταδιακά παραλλαχθεί σε σχέση με το σχέδιο ανάπλασης που στα μέσα της δεκαετίας του ’90 επέβαλε την αφαίρεση των τεντών, ξύλινες επιγραφές και προθήκες με κοινά μορφολογικά στοιχεία.
Στο Μπεζεστένι δεν διατίθενται σήμερα είδη πολυτελείας, τα κοσμηματοπωλεία βρίσκονται πλέον μόνο εξωτερικά του κτιρίου όπου επίσης στεγάζονται μαγαζιά με υφάσματα, είδη ραπτικής και ρουχισμού. Πολλά καταστήματα είναι ανοίκιαστα και μόνο τέσσερις επιχειρήσεις υπάρχουν πια στο εσωτερικό του κτιρίου: ένα κατάστημα με κλωστές και φερμουάρ, ένα κατάστημα λουλουδιών, ένα κατάστημα υφασμάτων και ένα τυπογραφείο που λειτουργεί εκεί από το 1959.
Ο πατέρας του τρίτης γενιάς σημερινού ιδιοκτήτη του, ο Αγάπιος Χατζηλάρης, αν και συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια, συνεχίζει να περνάει τις μέρες του πάνω από τις τυπογραφικές μηχανές του, αδυνατώντας να εγκαταλείψει την τέχνη του στοιχειοθέτη τυπογράφου που ασκεί μια ολόκληρη ζωή μέσα στο Μπεζεστένι. Δείχνοντάς μας ένα από τα τέσσερα μεγάλα κλειδιά του ιστορικού κτιρίου, αναπολεί τους περασμένους καλούς καιρούς και δεν κρύβει την αγωνία του για το μέλλον της αγοράς. «Το χρησιμοποιούσαμε μια ζωή μέχρι και πριν από έναν χρόνο που κρατήσαμε μόνο τις σύγχρονες κλειδαριές, έτσι το φύλαξα για ενθύμιο. Από μικρό παιδί μου το εμπιστεύονταν οι υπόλοιποι μαγαζάτορες. Εγώ κλείδωνα το κτίριο τα βράδια που δούλευα ως αργά στο τυπογραφείο. Δεν μοιάζει σήμερα το Μπεζεστένι με την αγορά που ήταν. Τώρα υπάρχουν μόνο τέσσερις επιχειρήσεις μέσα και η δουλειά έχει πέσει. Κάποτε μπαινόβγαινε κόσμος και κοσμάκης εδώ μέσα και ήμασταν μια μικρή κοινωνία με εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη μεταξύ μας. Δεν υπήρχαν κεπέγκια, με τεντόπανα χώριζαν τα μαγαζιά».
Σύμφωνα με τις πηγές, άλλοτε το Μπεζεστένι έφτανε να έχει μέχρι και 69 καταστήματα εσωτερικά και άλλα 44 εξωτερικά. Ακόμη όμως και αν δεν αποτελεί πλέον ένα από τα κέντρα της εμπορικής κίνησης της πόλης, είναι το μοναδικό οθωμανικό μνημείο της Θεσσαλονίκης που μέχρι σήμερα διατηρεί την αρχική του χρήση, γεγονός που το κάνει ξεχωριστό.
Το Μπεζεστένι, που ξεκίνησε να λειτουργεί τον 15ο αιώνα και διατηρεί ακόμη και σήμερα την αρχική χρήση του, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα αντιπροσω-πευτικά δείγματα των εμπορικών αγορών πολύτιμων ειδών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Φωτογραφίες
Δέσποινα Βαξεβάνη
Παλαιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης (ομάδα στο Facebook)