Ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός μιλούν για το πρότζεκτ «Οι 7 θάνατοι της Αντώνας» που ετοιμάζουν στη Στέγη.
∆ραστήριοι, παραγωγικοί και καλλιτέχνες αµφότεροι: ο σκηνοθέτης και εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης και η ηθοποιός – συγγραφέας Μπέττυ Βακαλίδου. Ο Σκουρλέτης ετοιµάζεται να σκηνοθετήσει Γκολντόνι και η Βακαλίδου να παίξει στο «Εγκληµα και τιµωρία», αλλά και στην καινούργια µεγάλου µήκους ταινία του Ηλία Γιαννακάκη. Συναντήθηκαν πρώτη φορά στα «Αµάραντα» της συγγραφέα – ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη το 2017. Πέντε χρόνια µετά ο χαρακτήρας της Αντώνας αποµονώνεται και µεταλλάσσεται σε ένα υβριδικό πρότζεκτ για τη Στέγη στο µεταίχµιο θεατρικής παράστασης και µικρού µήκους ταινίας. Κι έτσι το σώµα της Μπέττυς συµβολοποιείται στο κακοποιηµένο σώµα της Ελλάδας της ίδιας, που «της λείπει το ’να της ποδάρι, µα της το παίξανε στο ζάρι» καταπώς θα έλεγε και η Ρόζα Εσκενάζυ. Οι «7 θάνατοι της Αντώνας», σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, σκηνικά του γιου του Κωνσταντίνου και κείµενο Γλυκερίας Μπασδέκη, µε την Μπέττυ Βακαλίδου στον οµώνυµο ρόλο, δεν στοχεύουν σε καµιά µορφή αντίστασης ή διαµαρτυρίας· αποτελούν ράπισµα στην καθωσπρέπει ιστοριογραφία «νικητών και ηττηµένων».
Να υποθέσω ότι εσείς οι δύο γνωριστήκατε µε αφορµή την παράσταση «Αµάραντα» το 2017;
Γιάννης Σκουρλέτης: Οχι, είχαµε γνωριστεί παλαιότερα. Η Μπέττυ είχε δει δουλειές µου στο πλαίσιο της τότε συνεργασίας µου µε το Ιδρυµα Μιχάλης Κακογιάννης. Ηρθε από µόνη της και µου είπε: «Θέλω να συνεργαστούµε, θέλω να κάνουµε κάτι µαζί». Φάγαµε εκείνη την ηµέρα στο εστιατόριο του ιδρύµατος και µου είχαν κάνει εντύπωση η ετοιµότητα και η διαθεσιµότητά της. «Πάρε µε και κάνε µε ό,τι θες, αφήνοµαι στα χέρια σου» µου είχε πει επί λέξει.
Μπέττυ Βακαλίδου: Του είπα βέβαια δυο τρεις ιδέες δικές µου, που θα µπορούσε κάτι να τις κάνει ως εικαστικός που είναι αλλά ποτέ δεν τις υλοποίησε. Πέρασαν µερικά χρόνια και µε σκέφτηκε για τα «Αµάραντα».
Πάντα διεκδικείτε αυτό που θέλετε, κ. Βακαλίδου; Το να πεις σε ένα σκηνοθέτη «πάρε µε και κάνε µε ό,τι θες» δείχνει και τόλµη – εκτός από διαθεσιµότητα.
Γ.Σκ.: Ναι, αλλά µε ευγένεια πάντα. ∆εν είναι θρασύς άνθρωπος η Μπέττυ και δεν απαιτεί. Η σχέση µας πάντα ήταν πολύ αγαπησιάρικη και οικογενειακή. ∆εν είναι τυχαίο που συνεργαζόµαστε και θα συνεργαστούµε ξανά. Μην ξεχνάµε πως η Αντώνα προέκυψε εξαιτίας της πανδηµίας. Κλειστήκαµε· προσωπικά πέρασα και µια πολύ σοβαρή περιπέτεια υγείας. Μάλιστα θυµάµαι που συµπληρώναµε αυτές τις φόρµες µε τα SMS για να βγούµε έξω. Είχε µια µυστικοπάθεια η όλη φάση – δίναµε ραντεβού στο στέκι µας στην οδό Αθηνάς και το κάναµε κάπως ενοχικά, προσπαθώντας –διότι αυτός ήταν ο στόχος µας– να ανιχνεύσουµε τι κάνει κάποιος σε µια τόσο ασφυκτική συνθήκη. Μπορεί δηλαδή να υφίσταται θέατρο; Είναι σηµαντικό να πω ότι είχα αντιδράσει απέναντι σε όλο αυτό που γινόταν διαδικτυακά. Κάθε µέρα έβγαιναν σωρηδόν βιντεοσκοπηµένες παραστάσεις, οι οποίες αδικούσαν και τους συντελεστές τους και το κοινό και το µέσο και το θέατρο και όλα. Ετσι σκέφτηκα τη µετεξέλιξη του χαρακτήρα της Αντώνας, αυτό το in-between, το ενδιάµεσο. ∆εν θέλαµε και δεν µπορούσαµε να κάνουµε θέατρο, µα ούτε και ταινία, γι’ αυτό προέκυψε αυτό το υβρίδιο. Πειραµατικό είδος κάνουµε τώρα στην ουσία.
Μπ.Β.: Το πρωτεύον για µένα είναι ότι βρέθηκα µες στην οικογένεια του Γιάννη Σκουρλέτη – από τη σύζυγό του που µας φίλευε διάφορα µέχρι τα δύο του παιδιά. ∆ουλέψαµε όλοι µαζί. Βρήκα µια οικογενειακή ζεστασιά.
Πόσο σας αρέσουν τα σύµβολα στην τέχνη;
Γ.Σκ.: Προσωπικά µε ενδιαφέρουν πάρα πολύ, αν και επιδέχονται µια επικίνδυνη ερµηνεία. Μπορείς εύκολα να συµβολίσεις κάτι και να του στερήσεις τη δυναµική που έχει από µόνο του. Για µένα το σώµα της Μπέττυς ήταν µε έναν τρόπο το εσωτερικό σώµα της Ελλάδας όπως το είδε η Γλυκερία Μπασδέκη, µε την οποία συνεργαστήκαµε ως προς το τι είναι αυτή η περσόνα. Το σώµα Μπέττυ είναι το σώµα Ελλάδα· µια Ελλάδα που έχει βιαστεί, έχει κακοποιηθεί, έχει πεθάνει, µα έχει ξαναγεννηθεί µέσα από τις στάχτες της. Προσωπικά µε ενδιέφεραν τα ζητήµατα της ελληνικότητας και της ταυτότητας.
Μιλώντας πρόσφατα µε τον Κώστα Γαβρά µού είπε ότι η ελληνικότητα είναι µια έννοια φορεµένη από τους ξένους σ’ εµάς που µας βλέπουν ως απογόνους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Γ.Σκ.: Αντιλαµβάνοµαι την ελληνικότητα µέσα από τις εγγραφές που έχουµε εντός µας. ∆εν πιστεύω ότι δεν υπάρχουν ταυτότητες και προσπαθώ να τις ανιχνεύσω. Τη στιγµή που ολόκληρες ιστορικές πορείες έχουν εγγραφεί στο σώµα µας και το συλλογικό µας, δεν γίνεται να µην υπάρχουν. Τώρα που έκανα µια παράσταση στη βόρεια Ελλάδα για τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν µπορούσα να µη δω εγγραφές που έχουν υπάρξει µέσα από τις καταστροφές και πλέον έχουν ενσωµατωθεί στο ιστορικό σώµα της χώρας. ∆εν γίνεται να µιλήσουµε χωρίς τα πράγµατα που µας έχουν καθορίσει και µας έχουν δώσει τις ταυτότητες όχι µόνο τις εθνικές, αλλά και τις προσωπικές, τις σεξουαλικές, τις φυλετικές, όλα όσα µας συνθέτουν. Είµαστε ένα κράµα ταυτοτήτων κι εγώ αυτό προσπαθώ να βρω και να ταυτοποιήσω µε τη δουλειά µου.
Μπ.Β.: ∆εν έχω να πω πολλά πράγµατα γι’ αυτό πέρα από το ότι αφήνοµαι τελείως στις δουλειές µε τον Γιάννη. Ξέρω ότι πλέω σε καλά, σε ήσυχα νερά. Από εκεί και πέρα δεν µε απασχολούν άλλα ζητήµατα. Νιώθω τις δονήσεις των ερµηνειών σε τέτοια έργα όπως του Σκουρλέτη.
Γ.Σκ.: Συµφωνώ µε την Μπέττυ, αλλά δεν είναι µόνο µια εκλογικευµένη υπόθεση το θέατρο. ∆εν το προσλαµβάνει µόνο µε τη λογική ο θεατής αλλά και µε άλλα εργαλεία. Με την καρδιά του, µε την ψυχή του, µε τη συναίσθηση. Το ίδιο και ένας ερµηνευτής, που µπορεί να προσεγγίσει ένα ρόλο όχι µόνο θεωρητικά, µα και µέσα από το ίδιο του το σώµα.
Από την άλλη το κακοποιηµένο σώµα της Ελλάδας δεν έχει µεγάλη σχέση και µε το δικό σας σώµα, κ. Βακαλίδου;
Μπ.Β.: Υπάρχουν φυσικά κάποιες αντιστοιχίες, εξού και επιλέχτηκα εγώ. Λειτουργούν θετικά αυτές οι αντιστοιχίες και το είδα πρόσφατα και στα «Κόκκινα φανάρια» που κάναµε µε τον Βασίλη Μπισµπίκη. Στο έργο του Γιάννη αυτό είναι πολύ πιο έντονο.
Μιλήστε µου για την τεχνική υποδοµή του πρότζεκτ. Είπατε δεν είναι θέατρο, δεν είναι ταινία, αλλά γυρίσµατα θα κάνατε, να υποθέσω.
Γ.Σκ.: Το πρότζεκτ έχει διάρκεια 32 µε 33 λεπτά.
Μπ.Β.: Οσο ακριβώς διαρκούσε και η ταινία «Μπέττυ» του ∆ηµήτρη Σταύρακα.
Γ.Σκ.: ∆εν το ήξερα αυτό. Εµείς δεν θέλαµε να ακολουθήσουµε την έννοια του εκθεσιακού έργου, γι’ αυτό θα γίνονται οκτώ προβολές την ηµέρα ανά 40 λεπτά. Θέλαµε να είναι κάτι που θα φέρει ένα άρωµα θεάτρου και ο Κωνσταντίνος ήδη φτιάχνει κάποια σκηνικά συνδυαστικά.
Μπ.Β.: Παράλληλα θα παίζεται και το µιούζικαλ «Σπιρτόκουτο» κι έτσι θα µπορεί κάποιος να δει και τα δύο.
Πιστεύετε ότι η νεοελληνική κοινωνία προοδεύει διά της οπισθοδρόµησης;
Γ.Σκ.: Βλέπω να αναπτύσσεται παράλληλα µε τα κινήµατα, τις δράσεις, το #ΜeΤoo κ.λπ. ένας νεοσυντηρητισµός. ∆ιαµορφώνεται από την τηλεόραση κυρίως και σε κάνει να αναρωτιέσαι: πόσο τσεµπέρι µπορεί να αντέξει το prime time της τηλεόρασης; Πόσους νταήδες, πόσες κακοµοίρες, πόσες καλόγριες; Μια Ελλάδα από δεύτερο χέρι της δεκαετίας του ’50 και του ’60, µια κατάσταση ξεπερασµένη που δεν µιλάει για τίποτε. Κι αυτό το βαφτίζουµε µυθοπλασία; Τη σαπουνόπερα, τη φτήνια και τον νεοσυντηρητισµό που γεννιέται τα βαφτίζουµε µυθοπλασία; Είναι δυνατόν; Πόσο πια να αντέξεις την κακοχωνεµένη δεκαετία του ’50;
Θεωρείτε ότι αντιδράτε µε αυτό που κάνετε σε ό,τι µόλις περιγράψατε;
Γ.Σκ.: Θα ακουστούµε υπερφίαλοι αν πούµε ότι κάνουµε αντίδραση. Αντίδραση έτσι κι αλλιώς είναι το να κάνεις θέατρο σήµερα.
Μπ.Β.: Θέλω να πω ότι οι «7 θάνατοι της Αντώνας» θα παίζονται στη Στέγη και ήδη έχουµε αρχίσει να κάνουµε πρόβες εκεί για το «Εγκληµα και τιµωρία» που θα παιχτεί τον ερχόµενο Μάρτιο και θα συµµετέχω. Ξέρετε γιατί αισθάνοµαι πάρα πολύ περήφανη; Ενώ έφαγα τόσα χρόνια της ζωής µου επί της Συγγρού, τώρα πια δεν είµαι έξω. Είµαι µες στη Στέγη, πάλι επί της Συγγρού, µόνο που η Συγγρού πλέον περνάει απέξω. Πολλοί µπορεί να µε περίµεναν εκεί έξω, αλλά εγώ τα κατάφερα και µπήκα µέσα. Αν το αναλύσει κανείς αυτό στοιχειωδώς, θα καταλάβει πάρα πολλά πράγµατα.
INF0
«Οι 7 θάνατοι της Αντώνας». Video art πρότζεκτ της ομάδας bijoux de kant, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη. Αντώνα η Μπέττυ Βακαλίδου. Από τις 11/11 έως τις 4/12 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση