Πέντε χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την μοιραία βραδιά στη Γαλλία που συγκλόνισε ολόκληρο τον πλανήτη.
Οι συντονισμένες τζιχαντιστικές επιθέσεις ξεκίνησαν όταν τρεις καμικάζι ανατίναξαν τα γιλέκα με εκρηκτικά που φορούσαν στο Stade de France, που βρίσκεται στο προάστιο του Παρισιού, Σαιν-Ντενί. Εκείνη την ώρα βρίσκονταν τουλάχιστον 80.000 θεατές μέσα στο στάδιο, ανάμεσά τους και ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ.
Μετά τις εκρήξεις στο στάδιο, ένοπλοι άνοιξαν πυρ εναντίον πολλών μπαρ και εστιατορίων–στο μπαρ Le Carillon, στο εστιατόριο Le Petit Cambodge, στο καφέ Bonne Bière και στο ιταλικό εστιατόριο Casa Nostra– όλα τους βρίσκονταν κοντά στην πολυσύχναστη συνοικία Κανάλ Σαιν Μαρτέν, στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού. Την ίδια ώρα, ένοπλοι είχαν ανοίξει πυρ και σε άλλο σημείο του 11ου διαμερίσματος βάζοντας στο στόχαστρό τους Παριζιάνους που δειπνούσαν ή απολάμβαναν το ποτό τους στο καφεστιατόριο Comptoir Voltaire και στο μπαρ La Belle Équipe, σκοτώνοντας 21 ανθρώπους στο δεύτερο.
Η πιο φονική επίθεση, ωστόσο, εκείνης της βραδιάς σημειώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα στον συναυλιακό χώρο Bataclan, επίσης στο 11ο διαμέρισμα, όπου εμφανιζόταν το αμερικανικό συγκρότημα της ροκ “Eagles of Death Metal”. Ενενήντα άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επίθεση εκείνη και πάνω από 200 τραυματίστηκαν, πολλοί εκ των οποίων σοβαρά, όταν τρεις ένοπλοι ζωσμένοι με εκρηκτικά εισέβαλαν στον χώρο και άνοιξαν πυρ με αυτόματα όπλα εναντίον των περίπου 1.500 θεατών.
Οι μαρτυρίες από όσους κατάφεραν να γλιτώσουν από την μανία των τζιχαντιστών εκείνη την ημέρα σοκάρουν.
Οι Παριζιάνοι θυμούνται την τραγική βραδιά
Ήταν περίπου 21:20 μ.μ. και ο 33χρονος Ζαν-Κριστόφ Ναμπερέ δειπνούσε με την κοπέλα με την οποία είχε βγει ραντεβού σε εστιατόριο του κεντρικού Παρισιού όταν άρχισε να δέχεται ειδοποιήσεις στο κινητό του για μια έκρηξη που είχε σημειωθεί στο Stade de France (το εθνικό στάδιο της Γαλλίας), στα βόρεια της πρωτεύουσας. Ο Ζαν-Κριστόφ σοκαρίστηκε από την είδηση.
«Αλλά στη συνέχεια άρχισα να δέχομαι περισσότερες επείγουσες ειδοποιήσεις καθώς και γραπτά μηνύματα από φίλους που έκαναν λόγο για επιθέσεις σε διαφορετικά σημεία της πόλης» θυμάται.
Η 40χρονη Λιλί Ρατιπάνια, που μένει μόλις 50 μέτρα από το Le Petit Cambodge, θυμάται τις εκκωφαντικές σειρήνες που άκουγε να ηχούν μέσα από το σπίτι της.
«Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο περίεργο ήταν που οι σειρήνες δεν σταματούσαν. Υπήρχαν ασθενοφόρα, περιπολικά, τα πάντα». Λίγα λεπτά μετά, μπήκε στο Facebook και είδε τις αναρτήσεις για τις συνεχιζόμενες επιθέσεις.
«Τα μίντια έκαναν ζωντανή μετάδοση και οι φίλοι μου αναρτούσαν προειδοποιήσεις για το τι συνέβαινε. Ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικό».
«Ήταν εξωπραγματικό το ότι συνέβαινε μόλις έξω από το σπίτι μου» λέει η ίδια και προσθέτει ότι ανέβασε γρήγορα ένα μήνυμα στον λογαριασμό της ειδοποιώντας τους χρήστες ότι η πόρτα της είναι ανοιχτή για όποιον τυχόν αναζητούσε καταφύγιο.
Ο 38χρονος Σαμ Ντέιβις, ο οποίος ζει σχεδόν δίπλα στο Le Carillon και ο οποίος το προηγούμενο βράδυ είχε παρακολουθήσει μια άλλη συναυλία στο Μπατακλάν, βρισκόταν καθ΄ οδόν προς το σπίτι του έπειτα από ένα ποτό στο πόδι με φίλους όταν, εντελώς ανεξήγητα, αποφάσισε να κλείσει τη βραδιά του στηρίζοντας έναν φίλο του που τραγουδούσε σε ένα γειτονικό μπαρ.
«Έτσι, αντί να στρίψω δεξιά εκείνο το βράδυ, που σημαίνει ότι θα περνούσα μπροστά από το Le Carillon, έστριψα αριστερά». Ενώ παρακολουθούσε τη συναυλία δέχτηκε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό του από έναν φίλο που τον ενημέρωνε ότι έπεσαν πυροβολισμοί στο Le Carillon.
«Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι θα είχε να κάνει με ναρκωτικά, κάτι σαν τυχαίοι πυροβολισμοί, οπότε δεν το σκέφτηκα και πολύ. Αλλά μετά άρχισα να λαμβάνω μηνύματα από άλλους φίλους που ήθελαν να μάθουν αν είμαι καλά» συνεχίζει.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να κοιτάζουν τα κινητά τους, λέει. «Και σχεδόν στα μισά της συναυλίας όλοι άρχισαν να κλαίνε όταν αντιλήφθηκαν πόσο σοβαρό ήταν» αναφέρει επίσης.
Ο Ντέιβις και όλοι οι θαμώνες κλειδώθηκαν μέσα στο μπαρ για τουλάχιστον δύο ώρες ώστε να παραμείνουν ασφαλείς. Αφού πέρασε τη νύχτα στον καναπέ ενός φίλου του, την επόμενη ημέρα επέστρεψε στη γειτονιά του. «Μια από τις εικόνες που έχουν καρφωθεί στο μυαλό μου από τότε είναι εκείνη ενός οδοκαθαριστή που σκούπιζε τα αίματα από τη διάβαση των πεζών. Mε τάραξε πολύ» δηλώνει.
Για τη 41χρονη Καβιτά Μπραχμπάτ η νύχτα της 13ης Νοεμβρίου του 2015 εξελίχθηκε με παρόμοιο τρόπο. Γιόρταζε τα 43α γενέθλια του συντρόφου της Μπεν μαζί με φίλους σε μια αίθουσα τέχνης στη συνοικία Μαρέ όταν πήγε να πάρει το κινητό της μέσα από την τσάντα της για να ελέγξει γιατί δεν είχε εμφανιστεί μια από τις φίλες της.
«Κοίταξα το κινητό μου και είχα περί τις 25 αναπάντητες κλήσεις. Τότε ήρθε ο Μπεν και μου είπε: ‘Έγινε τρομοκρατική επίθεση, μη φρικάρεις”».
Όταν εκείνη πήρε το βλέμμα της από το κινητό της, είδε ότι και η φίλη με την οποία μιλούσε μόλις είχε μάθει την είδηση κοιτάζοντας το δικό της κινητό.
«Και οι τρεις μας το πληροφορηθήκαμε την ίδια στιγμή. Τότε ο ένας μετά τον άλλον έβλεπες πώς άλλαζαν τα πρόσωπα των ανθρώπων μαθαίνοντας τι είχε συμβεί».
Η φίλη που περίμεναν είχε δεχτεί προειδοποίηση να επιστρέψει πίσω.
«Με πήρε τηλέφωνο αργότερα και μου είπε πως, μόλις βγήκε στον δρόμο για να έρθει, ένας γείτονάς της την έσπρωξε πίσω, λέγοντάς της ότι πέφτουν πυροβολισμοί στον δρόμο τους. Είχε φρικάρει εντελώς» θυμάται η Μπραχμπάτ.
«Κλειδώσαμε τις πόρτες και κατεβάσαμε τα ρολά» λέει.
Μέσα στις επόμενες ημέρες ο σύντροφός της έμαθε ότι ένας φίλος του, που είχε αναφερθεί ως αγνοούμενος, είχε σκοτωθεί στις επιθέσεις.
Ο Ναμπερέ και η κοπέλα με την οποία είχε βγει σε ραντεβού δεν πέρασαν τη βραδιά όπως θα ήθελαν. Παρά τις προειδοποιήσεις στα κινητά τους, εκείνοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την έξοδό τους.
«Πήγαμε στο Πιγκάλ, στο βόρειο Παρίσι, για ένα τελευταίο ποτό, αλλά το ένα μετά το άλλο τα μπαρ έκλειναν. Πρέπει να επιχειρήσαμε σε πέντε ή έξι και, όταν επιτέλους βρήκαμε ένα που ήταν ανοιχτό, μας είπαν ότι έπρεπε να φύγουμε έπειτα από πέντε λεπτά».
Θυμάται πως περπατούσαν στον δρόμο και ξαφνικά η ατμόσφαιρα έγινε ανατριχιαστική.
«Ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος και τότε αρχίσαμε να τρέχουμε» λέει χαρακτηριστικά.
Φόρο τιμής από την πολιτική τάξη
Η πολιτική τάξη της Γαλλίας απέτισε σήμερα φόρο τιμής σήμερα στα θύματα των επιθέσεων διαβεβαιώνοντας πως «η Γαλλία δεν ξεχνά» και παραμένει στρατευμένη στη μάχη της εναντίον της τρομοκρατίας.
«Fluctuat nec mergitur». Ο πρωθυπουργός Ζαν Καστέξ έγραψε στο Twitter την εμβληματική φράση της πόλης του Παρισιού («Κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται») προς τιμήν των 130 νεκρών και των 350 τραυματιών των επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν εκείνο το βράδυ έξω από το Stade de France, στο βόρειο Παρίσι, στα τραπεζάκια έξω από εστιατόρια της πρωτεύουσας και στην παρισινή αίθουσα συναυλιών και παραστάσεων Μπατακλάν.
«Σήμερα σκέπτομαι πολύ τις οικογένειες (…), το πένθος τους δεν έχει τελειώσει», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Ιβ Λεντριάν μιλώντας στο BFMTV. Πρόσθεσε πως η τρομοκρατία παραμένει «μια μείζων απειλή» για τη χώρα και τις «αξίες» της και «απαιτεί πολύ μεγάλη αποφασιστικότητα».
«Ας αγωνιζόμαστε ακατάπαυστα εναντίον του φανατισμού, ας παραμείνουμε ενωμένοι», έγραψε στο Twitter ο επικεφαλής του LREM (το κόμμα της προεδρικής πλειοψηφίας) Στανισλάς Γκερινί.
Ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν έγιναν οι επιθέσεις αυτές, δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Parisien πως, αν και «μάχες κερδήθηκαν, ο πόλεμος δεν έχει ακόμη κερδηθεί» εναντίον της τρομοκρατίας.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ολάντ καλεί «να εξοπλισθεί η δημοκρατία (…) δια του νόμου και δια της ισχύος», προειδοποιώντας πάντως στον ραδιοσταθμό France Inter πως «το να προσθέτεις κείμενα στα κείμενα, δεν τα κάνει πιο αυστηρά».
«Περισσότερο από ποτέ, το καθήκον μας, προς όλους αυτούς (σ.σ.: τα θύματα) και τους συγγενείς τους, είναι η πλήρης αδιαλλαξία και η μαχητικότητα απέναντι στην ισλαμιστική βαρβαρότητα», τόνισε η πρόεδρος του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού Μαρίν Λεπέν.
Ο βουλευτής του αντιπολιτευόμενου δεξιού κόμματος των Ρεπουμπλικάνων Ερίκ Σιοτί εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι πέντε χρόνια αφότου «ο ισλαμοναζισμός έπληξε το Παρίσι στην καρδιά του», «η απειλή εξακολουθεί να πλανάται».
Ο Κριστιάν Εστροζί, στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων και δήμαρχος της Νίκαιας, πόλης που επλήγη επίσης από την τρομοκρατία, έκανε έκκληση «να μπούμε στην αντίσταση» απέναντι στους τρομοκράτες που διεξάγουν «έναν πόλεμο εναντίον αυτού που είμαστε».
«Η μάχη για την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη, τον λαϊκό χαρακτήρα του κράτους πρέπει να συνεχισθεί και να διεξάγεται με αποφασιστικότητα», δήλωσε η πρόεδρος της σοσιαλιστικής ομάδας στη γαλλική βουλή Βαλερί Ραμπό.
«Απέναντι σ’ αυτούς που υπερασπίζονται τον ισλαμισμό και σ’ αυτούς που θεωρητικοποιούν τον πόλεμο των πολιτισμών, η Δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα αντίδοτα», τόνισε ο εθνικός γραμματέας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF) Φαμπιάν Ρουσέλ.
«Να μην ξεχάσουμε ποτέ. Να μην συμβιβαστούμε ποτέ. Να μην παραχωρήσουμε τίποτε», έγραψε στο Twitter o ευρωβουλευτής του κόμματος EELV (Ευρώπη Οικολογία Οι Πράσινοι) Γιανίκ Ζαντό.