Ο Ανέστης Μπαρμπάτσης ανήκει στη σύγχρονη δυναμική γενιά των μουσικολόγων οι οποίοι εδώ και χρόνια στήνουν στέρεες γέφυρες με το παρελθόν του τόπου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος το βιβλίο του, «Μπαγιαντέρας – Δημήτρης Γκόγκος. Προπολεμική περίοδος», το οποίο αποτελεί την εμπλουτισμένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής με επιβλέποντα καθηγητή τον Ελευθέριο Τσικουρίδη, στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Το βιβλίο είναι μοιρασμένο σε δύο μέρη, το βιογραφικό και το μουσικολογικό. Ο συγγραφέας παρουσιάζει στοιχεία για τη ζωή του Μπαγιαντέρα ανατρέχοντας σε συνεντεύξεις, μαρτυρίες, άρθρα, ενώ κάνει χρήση σπάνιων ντοκουμέντων (κάποια δημοσιεύονται για πρώτη φορά) από τα αρχεία του Κώστα Χατζηδουλή και του Ηλία Πετρόπουλου – ήταν ο πρώτος που τον συνάντησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο πλαίσιο της προσπάθειας που έκαναν κάποιοι για την ανάδειξη του έργου των ρεμπετών.
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1903 και ήταν το 21ο από τα 22 παιδιά της οικογένειάς του. Τα πρώτα μουσικά του ακούσματα προέρχονταν από γάμους στους οποίους παίζονταν αποκλειστικά μαντολίνα, λαούτα, βιολιά και σαντούρια. Πολύπλευρη προσωπικότητα, ήταν παλαιστής της ελληνορωμαϊκής πάλης, ηλεκτρολόγος, μουσικός και στιχουργός, εκτελεστής και τραγουδιστής των τραγουδιών του. («Ήθελα να μάθω όλα τα όργανα! Μόλις ξεπετάχθηκα λιγάκι έμαθα και πιάνο», αφηγείται). Στον Μπαγιαντέρα οφείλουμε την πρώτη γραπτή μέθοδο μπουζουκιού. Επίσης, ήταν άνθρωπος με αριστερή πολιτική συνείδηση και αγωνιστική δράση.
Έζησε την εξέλιξη του πειραιώτικου ρεμπέτικου αρκετά πριν από την πρώτη του καταγραφή σε δίσκο, την περίοδο που η μουσική ήταν αμιγώς συλλογική διαδικασία και οι μουσικοί του Πειραιά έπαιζαν για την παρέα και όχι επαγγελματικά. Ωστόσο όπως διηγείται:
«Ήταν τα άγρια χρόνια και ακολούθησαν αγριότερα, των μεγάλων νταήδων και κακοποιών. Ληστείες, εκβιασμοί, τσαμπουκάδες, ζωνάρια, φόνοι, αίματα. Μέχρι τον πόλεμο του ’40 κράτησαν αυτά. Φοβερά χρόνια. Αιματηρά, είπαμε, μέσα στην παρανομία, στον τζόγο, στα αγαπητιλίκια, στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις συμμορίες, που ήταν καθημερινό φαινόμενο στον Πειραιά. […] Μέσα σ’ αυτόν τον μαγκότοπο μεγάλωνα κι εγώ. Μόνο εγώ από την οικογένειά μου βγήκα αλανιάρης. Και μόρτης, βέβαια, στο ξαναείπα. Ούτε προκαλούσα ούτε ενοχλούσα. Δεν ήθελα όμως να με ενοχλεί κανένας».
Η πορεία του στη δισκογραφία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1934, με τραγούδια που αναφέρονται στο χασίς, θεματολογία που συνηθιζόταν τον καιρό εκείνο. Σύντομα όμως επιβλήθηκε το καθεστώς Μεταξά, τα τραγούδια αυτά απαγορεύτηκαν και ο Μπαγιαντέρας κατέφυγε στη θεματική τον έρωτα, χρησιμοποίησε πιο σύνθετη ορχήστρα και δημιούργησε άκουσμα που παραπέμπει σε καντάδα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου κι ενώ ήταν στο πάλκο και έπαιζε, έχασε ξαφνικά και χωρίς προηγούμενο την όρασή του. Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής κατά την οποία προσπαθούσε να επιβιώσει μαζί με την οικογένειά του, έγραψε τραγούδια με θέμα την αντίσταση και την ελευθερία. Η παρουσία του στη δισκογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, και ειδικά τη δεκαετία του 1960, μειώθηκε αισθητά.
Το βιβλίο του Ανέστη Μπαρμπάτση που απευθύνεται στο ευρύ αλλά και στο ειδικό κοινό, εστιάζει στα προπολεμικά χρόνια της ζωής και της δημιουργικής πορείας του Μπαγιαντέρα, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό στη βιβλιογραφία και αποκαλύπτοντας πληροφορίες που μέχρι πρότινος ήταν διάσπαρτες και δυσπρόσιτες.