Στην Υεμένη των 27 εκατομμυρίων κατοίκων, οι αριθμοί τρομάζουν. Η ζωή 7 εκατομμυρίων ανθρώπων απειλείται άμεσα από το φάσμα της πείνας. Συνολικά 18,8 εκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται αποκλειστικά από την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
Ωστόσο, η διεθνής κοινότητα φαίνεται να μην συγκινείται ιδιαίτερα από την κατρακύλα της άλλοτε «Ευδαίμονος Αραβίας» στη δίνη του διετούς εμφυλίου πολέμου, αν κρίνει κανείς από την αργή ανταπόκρισή της. Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά.
Το Documento επικοινώνησε με τον Μουτασίμ Χαμντάν, επικεφαλής του προγράμματος στην Υεμένη της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες» (Norwegian Refugee Council). Ο συνομιλητής μας, μάς έδωσε μια ζοφερή και σαφή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί, των δυσκολιών και των αναγκών οι οποίες έχουν προκύψει στη μαστιζόμενη από την ανθρωπιστική κρίση χώρα της αραβικής χερσονήσου.
«Η Υεμένη ήταν ήδη η φτωχότερη χώρα στην περιοχή πριν την κλιμάκωση του πολέμου. Χτυπημένη από τον πόλεμο τα δύο τελευταία χρόνια, η οικονομία καταρρέει. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει συρρικνωθεί κατά 35% από το 2015, και η Κεντρική Τράπεζα ξεμένει σιγά σιγά από χρήματα. Οι μισθοί περισσότερων από 1,2 εκατομμύρια δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν καταβληθεί από τον Αύγουστο του 2016. Δεν κυκλοφορεί ρευστό, που σημαίνει αδυναμία των πολιτών να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες τους, ενώ οι αυξανόμενες τιμές επιδεινώνουν την κατάσταση», μάς εξηγεί ο κύριος Χαμντάν, ο οποίος ηγείται των προσπαθειών του Νορβηγικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες στην Υεμένη.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις; τον ρωτήσαμε. «Η Υεμένη παραμένει ένα περιβάλλον γεμάτο μεγάλες προκλήσεις για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις λόγω της απουσίας ασφαλείας και των διοικητικών εμποδίων που επιβάλλονται από τις Αρχές. Οι περιορισμοί επί των εισαγωγών καθιστούν δύσκολη την παροχή βοήθειας στη χώρα, ενώ οι πιέσεις στις μετακινήσεις δυσχεραίνουν τη χορήγηση αρωγής σε όσους την χρειάζονται. Αυτό το διάστημα, το κυριότερο λιμάνι της Υεμένης, το Αλ Χουντάιντα, κινδυνεύει να σταματήσει τη λειτουργία του, καθώς πιθανολογείται ότι οι συγκρούσεις θα επεκταθούν στην περιοχή. Δεν υπάρχουν επαρκείς εναλλακτικές για την εισαγωγή των αγαθών στη χώρα. Αυτό το λιμάνι αποτελεί την τελευταία σανίδα σωτήριας για την Υεμένη και το κλείσιμό του θα έχει ως αποτέλεσμα τη λιμοκτονία ενός ολόκληρου έθνους.»
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιστροφής της χώρας στην ευημερία, ο κύριος Χαμντάν υποστηρίζει ότι «αυτό που έχει ανάγκη η Υεμένη είναι η άμεση κατάπαυση του πυρός και της βίας, και η στήριξη από όλα τα αντιμαχόμενα μέρη μιας βιώσιμης πολιτικής διαδικασίας με στόχο την ειρήνη. Είναι επίσης απαραίτητο τα λιμάνια, οι δρόμοι κι ο εναέριος χώρος να μείνουν ανοιχτά τόσο για εμπορικούς όσο και για ανθρωπιστικούς λόγους. Ήδη πριν τον πόλεμο, η Υεμένη αντιμετώπιζε προβλήματα στην εκπαίδευση, την υγεία, την ύδρευση, τη γεωργία και τις υποδομές, τα οποία θα είναι και πάλι παρόντα. Ωστόσο, ο τερματισμός του πολέμου βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων. Για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην τεράστια ανθρωπιστική ανάγκη, οι δωρήτριες χώρες πρέπει να διευρύνουν τη στήριξή τους στο σχέδιο ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ τα κεφάλαια για τα οποία έχουν δεσμευτεί, πρέπει να εκταμιευθούν πάραυτα».
Και συνοψίζει λέγοντας ότι «ο πόλεμος στην Υεμένη έχει προκαλέσει μια οξεία ανθρωπιστική κρίση, η οποία ταλανίζει όλη τη χώρα. Περισσότερος του μισού πληθυσμού στερείται ήδη της πρόσβασης σε τρόφιμα, ενώ τώρα ήρθε να προστεθεί μια επιδημία χολέρας, που σαρώνει τη μισή χώρα με τα κρούσματα να πολλαπλασιάζονται με τρομακτικό ρυθμό: περισσότεροι από 11.000 ασθενείς έχουν δηλωθεί μόλις σε δύο εβδομάδες, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας ξεπερνά κατά πολύ το σύνηθες».
Υπάρχει ελπίδα να τελειώσει στο ορατό μέλλον αυτό το δράμα ; ρωτάμε τον κ.Χαμντάν. «Ναι, υπάρχει. Παρόλα αυτά η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, αν πρυτανεύσει η λογική και τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προτάσσοντας το συμφέρον και τη σωτηρία του λαού. Πριν η χώρα κατρακυλήσει ακόμη περισσότερο στη δίνη της κρίσης» μας απαντά, προτάσσοντας αυτή τη στιγμή την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός.