Μουσουλμανική μειονότητα: Εκατό χρόνια παζάρια

Μουσουλμανική μειονότητα: Εκατό χρόνια παζάρια

Ο εκλογικός καιροσκοπισμός της ΝΔ παίζει με τη φωτιά στη Θράκη αψηφώντας κινδύνους και προβλήματα ενός αιώνα

Το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας, με τη νομική έννοια που το συζητάμε μέχρι σήμερα, φέτος συμπληρώνει ακριβώς 100 χρόνια. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στην ομώνυμη ελβετική πόλη. Η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί κατ’ ουσία τον γενέθλιο χάρτη της Τουρκικής Δημοκρατίας καθώς καθορίζει το πλαίσιο των σχέσεών της με γείτονες, συμμάχους και μεγάλες δυνάμεις. Με αυτήν τη συνθήκη στην πραγματικότητα μπαίνει τέλος στο ανατολικό ζήτημα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία περνάει πλέον στην Ιστορία και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα σβήνει οριστικά το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Ετσι, τα θέματα που ρυθμίζει, όπως το μειονοτικό στη δυτική Θράκη, γίνονται μέρος διεθνούς διαπραγμάτευσης, αποτυπώνουν το διεθνές πολιτικό κλίμα της εποχής, δημιουργούν ισχυρό νομικό προηγούμενο και καταδεικνύουν ότι επρόκειτο για ζητήματα με διεθνές ενδιαφέρον στην εποχή τους, που υπερέβαιναν τις κομματικές διαμάχες στο εσωτερικό των χωρών.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ρύθμιζε το καθεστώς των μειονοτήτων και προέβλεπε ανταλλαγή χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών από την Ελλάδα στην Τουρκία και αντίστροφα. Για τους συντάκτες της η ρύθμιση έγινε με τέτοιον τρόπο που να εξασφαλίζει περισσότερη σταθερότητα, όπως την εννοούσαν την εποχή εκείνη. Η ανταλλαγή αυτή των πληθυσμών ήταν η μεγαλύτερη στην μέχρι τότε Ιστορία.

Στη σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία υπήρξε έντονο διπλωματικό παρασκήνιο που αφορούσε κυρίως το ποιοι πληθυσμοί θα εξαιρούνται. Τελικά στις εξαιρέσεις περιλήφθηκαν τόσο οι μουσουλμάνοι της Θράκης όσο και οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Κατά τις διαπραγματεύσεις η τουρκική πλευρά επέμενε έντονα στις εξαιρέσεις να περιλαμβάνονται μόνο οι μουσουλμάνοι της Θράκης, όμως κατόπιν πιέσεων των μεγάλων δυνάμεων μέσω του προέδρου της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης Τζορτζ Κόρζον τελικά έγινε αποδεικτή η εξαίρεση και των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο και την Τένεδο.

Προβλήματα άρχισαν να δημιουργούνται ήδη από τον πρώτο καιρό της ανταλλαγής. Μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών που έμπαιναν κατά χιλιάδες στην Ελλάδα αρχικά εγκαθίσταντο στις περιοχές της Θράκης όπου διέμεναν μουσουλμάνοι, καθώς αυτές οι περιοχές αποτελούσαν πύλες εισόδου. Το ελληνικό κράτος για τις ανάγκες διαβίωσης των προσφύγων επέταξε προσωπικές περιουσίες μουσουλμάνων, καθώς και σχολεία και τζαμιά. Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση. Σε κάθε περίπτωση σύντομα τα κτίρια που είχαν επιταχθεί επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους.

Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Ανδρέα Παπανδρέου

Στη δεκαετία του 1920 μες στα πρώτα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν ήταν και οι αντικεμαλιστές που δεν τους είχε δώσει αμνηστία η νέα τουρκική κυβέρνηση και βρήκαν καταφύγιο στην ελληνική Θράκη. Ξεχωριστή τέτοια περίπτωση που έχαιρε σεβασμού ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς ήταν ο Μουσταφά Σαμπρή Εφέντη, ο οποίος ήταν ο τελευταίος μέγας μουφτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαζί με άλλα δώδεκα πρόσωπα διέμεινε στην περιοχή ασκώντας τεράστια επιρροή στους πιστούς. Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα περνάει μια περίοδο διεθνούς απομόνωσης έχοντας προβλήματα με την Τουρκία, τη Γιουγκοσλαβία (μέχρι το 1929 Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων), τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Η επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στη διακυβέρνηση της χώρας το 1928, συνεπικουρούμενου από τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, σηματοδότησε την αλλαγή των σχέσεων Αθήνας – Αγκυρας. Ο Μουσταφά Σαμπρή Εφέντη δεν μπορούσε να παραμείνει στη Θράκη πλέον.

Το 1931 η ελληνική κυβέρνηση απέλασε τόσο αυτόν όσο και τον κύκλο του σε Αίγυπτο και Συρία, στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Οι δύο χώρες πέρασαν μια περίοδο εξομάλυνσης των σχέσεών τους, ενώ δεν άργησε να ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στα ζητήματα που ανέκυψαν αποτυπώνονταν κυρίως το κλίμα και οι εξελίξεις του πολέμου.

Στη δεκαετία του 1950 η ελληνική πλευρά έδειξε διατεθειμένη να υιοθετήσει το πάγιο αίτημα της Τουρκίας για μετατροπή της ονομασίας της μειονότητας από μουσουλμανική σε «τουρκική». Αυτό μέχρι το 1959, οπότε και η ελληνική πλευρά επανακαθόρισε τη στάση της χρησιμοποιώντας τον όρο «μουσουλμανική». Ηταν την ίδια χρονιά που κατά τη διάρκεια των συνομιλιών των διπλωματών Μπίτσιου – Κουνεράρπλ αποτυπώθηκε ακόμη μια φορά το τουρκικό ενδιαφέρον για τη μειονότητα.

Το 1966, έπειτα από αίτημα των μουσουλμάνων βουλευτών της Θράκης, η ελληνική κυβέρνηση συναίνεσε και έδωσε την άδεια να ανοικοδομηθεί και να λειτουργήσει μειονοτικό λύκειο στην πόλη της Ξάνθης. Υστερα από δύο χρόνια και ενώ η Ελλάδα έχει μπει στη σκληρή περίοδο της επταετίας, η δικτατορία των συνταγματαρχών συνυπογράφει στις 20 Δεκεμβρίου 1968 μορφωτικό πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε πως πέραν των μαθημάτων που μέχρι εκείνη τη στιγμή διδάσκονταν στα ελληνικά, τα υπόλοιπα μαθήματα θα γίνονταν στη «μειονοτική γλώσσα».

Από το 1974 και μετά, χρονιά της εισβολής στην Κύπρο και της πτώσης της δικτατορίας, η ελληνική πλευρά αισθάνεται να πιέζεται λόγω των συστηματικών προσπαθειών διεθνοποίησης των αιτημάτων τής μουσουλμανικής μειονότητας, αλλά και φωνών από τη μειονότητα περί καθεστώτος «αυτόνομης διοίκησης». Δίπλα σε αυτά η εικόνα συμπληρώνεται αργότερα με τις προσπάθειες της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να αναπτύξει κάποιο νέο διεθνή ρόλο της Ελλάδας και ως εκ τούτου να θέσει ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σε νέα βάση.

Το 1983, στο πλαίσιο των ιδιαίτερα υψηλών θερμοκρασιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που σηματοδοτήθηκε από την ανακήρυξη την ίδια χρονιά του ψευδοκράτους στην Κύπρο, η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου απαγόρευσε τη λειτουργία μειονοτικών σωματείων που έφεραν τον προσδιορισμό «τουρκικός». Ηταν εκείνη η περίοδος που οι νομάρχες Ξάνθης και Ροδόπης προσέφευγαν δικαστικά κατά σωματείων που χρησιμοποιούσαν αυτό τον όρο.

Η κατάσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές έβαινε σε επικίνδυνη κλιμάκωση, ανησυχώντας τους διεθνείς παράγοντες, με αποκορύφωμα την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Σισμίκ» που έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα της σύρραξης. Τελικά οι ηγέτες των δύο χωρών Παπανδρέου και Οζάλ αποφασίζουν και ανακοινώνουν στις 7 Ιανουαρίου 1988 συνάντηση στο Νταβός για το τέλος του ίδιου μήνα. Παραμονή της συνάντησης, στις 29 Ιανουαρίου 1988, διοργανώνεται από τη μουσουλμανική μειονότητα διαδήλωση στην Κομοτηνή ενάντια σε απόφαση του Αρειου Πάγου σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η χρήση «τουρκικός» από μειονοτικά σωματεία. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης προκλήθηκαν επεισόδια και ομάδα διαδηλωτών συγκρούστηκε με την αστυνομία. Την επόμενη ημέρα στο Νταβός ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκινάει τη συνάντηση με τον Τουργκούτ Οζάλ θέτοντας τα γεγονότα στην Κομοτηνή. Ο Τούρκος ηγέτης κράτησε αποστάσεις και μάλλον δεν έγινε καμιά συζήτηση για το μειονοτικό. Εντούτοις, στη συνέχεια ασκήθηκε έντονη κριτική στην ελληνική κυβέρνηση ότι το «πνεύμα του Νταβός» άφηνε ανοιχτό να περιληφθούν μια σειρά από ζητήματα προς επίλυση, ανάμεσα στα οποία και το μειονοτικό, χωρίς να έχει γίνει παράλληλη αναφορά στο πογκρόμ των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη του 1955. Αυτό καταδείχθηκε στις προτάσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Μεσούτ Γιλμάζ τον Ιούνιο του 1988, όταν κατέθεσε στο τραπέζι των συζητήσεων τη συγκρότηση επιτροπής από την οποία πέρα από το καθεστώς του Αιγαίου θα συζητούνταν και η κατάσταση των μειονοτήτων στην Ελλάδα (Θράκη) και την Τουρκία. Παρά το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κερδίσει τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας για την εν γένει στάση του απέναντι στην Τουρκία, λίγα χρόνια μετά είπε για το Νταβός: «Μea culpa». Ισως στο μυαλό του να είχε ανάμεσα σε άλλα και το μειονοτικό. Σε κάθε περίπτωση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ανεξαρτήτως των ζητημάτων που έθεταν η μία και η άλλη πλευρά, εισήλθαν για ένα χρονικό διάστημα σε μια φάση ανεκτικότητας επηρεάζοντας και το μειονοτικό θέμα.

Το μειονοτικό στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ αναβάθμισαν αυτόματα τον ρόλο της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή, απολαμβάνοντας οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Σαουδική Αραβία, την Ιαπωνία και το Κουβέιτ. Την ίδια περίοδο στο εσωτερικό της Ελλάδας διεξάγονται εκλογικές αναμετρήσεις με νέο εκλογικό νόμο που επέτρεψε την εκλογή ανεξάρτητων μουσουλμάνων βουλευτών στη Ροδόπη και την Ξάνθη, λόγω της κατάργησης του ορίου του 3%. Σε μια περίοδο που η Τουρκία απολάμβανε της προνομιακής προσοχής μεγάλων δυνάμεων η εκλογή δύο ανεξάρτητων βουλευτών με έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν ένα εκλογικό παράθυρο ευκαιρίας, ερμηνεύτηκε ως επίδειξη δύναμης του βαθέος τουρκικού κράτους. Παράλληλα όμως η εκλογή των ανεξάρτητων βουλευτών διαβάστηκε και κάπως διαφορετικά: ως έμμεση απάντηση στην υποστήριξη που είχε εκφραστεί από διάφορους παράγοντες της ελληνικής πλευράς απέναντι στους Κούρδους. Πάντως στον επόμενο εκλογικό νόμο που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ το εκλογικό όριο του 3% επανήλθε και κατέστη αδύνατη η εκλογή μειονοτικών βουλευτών εκτός του κομματικού συστήματος.

Τον Σεπτέμβριο του 1991 οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Μεσούτ Γιλμάζ συναντήθηκαν στο Παρίσι. Εκεί ο Γιλμάζ ζήτησε από τον Ελληνα ομόλογό του την κατάργηση του ορίου του 3%, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από τον Κων. Μητσοτάκη. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί το όνομα ενός δραστήριου μουσουλμάνου γιατρού της μειονότητας, του Σαδίκ Αχμέτ. Επρόκειτο για τον βουλευτή Ροδόπης που είχε εκλεγεί ως ανεξάρτητος τον Απρίλιο του 1990 και ο οποίος στη Βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο Σαδίκ Αχμέτ σκοτώθηκε το 1995 σε τροχαίο δυστύχημα στο χωριό Σώστης στην Κομοτηνή. Αμέσως μετά το όνομά του δόθηκε στην οδό που περνάει μπροστά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι… Στο μνημόσυνό του κάθε χρόνο όλα τα τουρκικά κόμματα στέλνουν αντιπροσωπείες. Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρυσι, τον Ιούλιο του 2022, τον Τούρκο πρόεδρο εκπροσώπησε ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών Γιαβούζ Σελίμ Κιράν.

Πάντως τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τη μειονότητα δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα, παρά το γεγονός ότι το 2008 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έκανε δεκτή μια από αυτές τις προσφυγές δικαιώνοντας την Τουρκική Ενωση Ξάνθης. Σε κάθε περίπτωση η ελληνική θέση των τελευταίων ετών είναι πως το ζήτημα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο διακρατικού διαλόγου με καμιά άλλη χώρα, αν και έχει επισημανθεί από πολιτικούς αναλυτές ότι η εκλογή του Ταγίπ Ερντογάν στην πρωθυπουργία της Τουρκίας ήταν μια ευνοϊκή εξέλιξη για την επικοινωνία τουρκογενών μουσουλμάνων με την Αγκυρα λόγω του νεο-οθωμανισμού του Τούρκου προέδρου.

Ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος, πάντως, στην τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα αναγνώρισε δημόσια την τριαδική φύση της μειονότητας, καθώς και ότι αυτή εδράζεται στη Συνθήκη της Λωζάννης.

*Ανδρέας Μπελεγρής* *Yπ. διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιά και δημοσιογράφος

Documento Newsletter