Ανατρέχουμε σε διάσημα «πειράγματα» της ελληνικής μουσικής από Θεοδωράκη και Χατζιδάκι μέχρι Μάρκο Βαμβακάρη και Τσιτσάνη
Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες για τις διασκευές στα ιερά και τα όσια του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή το CD με τις διασκευές τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου από τον Παύλο Παυλίδη («Πέρα από τη θάλασσα»). Προσοχή, για διασκευές μιλάμε και όχι για επανεκτελέσεις, οι οποίες συνέβαιναν από καταβολής ελληνικής δισκογραφίας. Οταν λόγου χάρη η Ζωζώ Σαπουντζάκη και η Μαρίκα Νίνου ηχογραφούσαν ταυτόχρονα σχεδόν το «Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι» στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το μόνο διαφορετικό στοιχείο ήταν η φωνή, ενώ η ενορχήστρωση και το όλο ηχητικό κλίμα δεν είχαν καμία ουσιαστική παρέκκλιση. Τις διασκευές, έτσι όπως τις παρατηρούμε σήμερα να βρίσκονται στο ζενίθ τους, τις γνωρίσαμε για τα καλά εισαγόμενες από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από τις αναρίθμητες εκδοχές των οσκαρικών «Παιδιών του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι. Ενα τραγούδι που μεταφράστηκε μέχρι και στα γιαπωνέζικα ήταν λογικό να υποστεί και ρυθμολογική μετάλλαξη, ερήμην βεβαίως του δημιουργού του.
Κάτι παρεμφερές συνέβη και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τη λεγόμενη «εισβολή» των ινδοπρεπών τραγουδιών που εχθρευόταν ο Τσιτσάνης και που κατά κόρον υπηρέτησαν λαϊκοί δημιουργοί όπως ο Απόστολος Καλδάρας, ο Στράτος Ατταλίδης κ.ά. Απόλυτα λογικό κι εκεί τα κομμάτια που ακούγονταν σε αχτύπητα ινδικά μελό της εποχής να επενδύονταν ηχητικά με μπουζούκι ώστε να πλησιάζουν περισσότερο το ύφος του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού. Κι αν θέλουμε να πάμε ακόμη πιο πίσω, στις δεκαετίες του 1930 και του ’40, θα θυμηθούμε τις διασκευές της Δανάης Στρατηγοπούλου στην πολυδιασκευασμένη «Μισιρλού» του Ρουμπάνη (κομμάτι που έχουν διασκευάσει μέχρι και οι Last Drive) ή στο «Νυχτερινό τανγκό», δηλαδή το «Tango notturno» του Γερμανού κινηματογραφικού συνθέτη Χανς Οτο Μπόργκμαν. Τότε βέβαια τα πράγματα ήταν πιο ρευστά στη δισκογραφία και συνέβαινε οι δημιουργοί που εξελλήνιζαν κομμάτια από το εξωτερικό να πιστώνονται και την πατρότητά τους πάνω στις ετικέτες των δίσκων.
Θεοδωράκης, ο… πολυδιασκευασμένος
Πολλές διασκευές γνώρισαν και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, αυτήν τη φορά από το εξωτερικό. Κι αν υποτεθεί πως ο Μάνος Χατζιδάκις άρχισε να διασκευάζεται από το 1960 και μετά, μετά τη διεθνή απήχηση δηλαδή των «Παιδιών του Πειραιά», με τον Θεοδωράκη συνέβη το ίδιο πριν αυτός γνωρίσει επίσης την παγκόσμια αποδοχή με τη μουσική του για τον κινηματογραφικό «Ζορμπά» (1965) του Μιχάλη Κακογιάννη. Ετσι, πρώτη και πιο τρανταχτή διασκευή ήταν αυτή των Beatles live από το BBC του τραγουδιού «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» στις αρχές του 1960, όταν ο Μίκης είχε γράψει για τη βρετανική ταινία του Μάικλ Πάουελ «Luna de miel». Ο κατάλογος των διασκευών τραγουδιών του Θεοδωράκη είναι ατέλειωτος: το «Γελαστό παιδί» του από τον κύκλο «Ενας όμηρος» μεταφέρθηκε με άλλο ήχο και σε άλλες γλώσσες φυσικά από τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ μέχρι τον Αλ Μπάνο, όπως και το θλιμμένο ζεϊμπέκικο «Μάνα μου και Παναγιά» από την πρώτη «Πολιτεία» του, που το άγγιξαν μουσικά οι ψυχεδελικοί Αμερικανοί The Devil’s Anvil. Αξίζει να γίνει αναφορά και στο «Τρένο φεύγει στις οχτώ» από τον κύκλο «Τα λαϊκά», που πολλά χρόνια αργότερα το πήραν οι Walkabouts και του έδωσαν τη μορφή αργόρυθμης ροκ μπαλάντας.
Χατζηδάκις, ο δύσκολος
Οσο δεκτικός ήταν ο Θεοδωράκης στις επανεκτελέσεις και διασκευές των τραγουδιών του άλλο τόσο επιφυλακτικός στα όρια της άρνησης ήταν ο Χατζιδάκις, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την καθ’ ημάς δισκογραφία: ένας δίσκος πραγματικά πρωτότυπων διασκευών στα τραγούδια του, τα προερχόμενα κυρίως από το θέατρο, ήταν «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι» (1983) από τη Λένα Πλάτωνος με τη Σαβίνα Γιαννάτου. Ο ίδιος, ενθουσιασμένος με το ταλέντο της νεότερης ομότεχνής του αλλά και από τη χρήση των συνθεσάιζερ, έδωσε την άδεια να πειραχτούν πολύ δημοφιλή κομμάτια του, επιτρέποντας έως και διαφορετική εναρμόνιση από την Πλάτωνος, εν είδει διασκευής, στο «Πού το πάνε το παιδί» και «Το πέλαγο είναι βαθύ».
Ηταν το 2003 όταν ο Κωνσταντίνος Βήτα από τους Στέρεο Νόβα πήρε τις φωνές των τραγουδιστών από τις παλιές ηχογραφήσεις του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος δεν βρισκόταν πια στη ζωή, τις έβαλε μέσα σε μια κάψουλα και τις έστειλε μια για πάντα στο διάστημα. Το εγχείρημα είχε διχάσει τρομερά τους σκληροπυρηνικούς χατζιδακικούς, που το θεώρησαν έως και ιεροσυλία να αλλάζει τελείως –μα τελείως όμως– το ηχητικό background εν είδει «γνωριμίας» του έργου του συνθέτη με τις νεότερες γενιές ακροατών. Ανήκα κι εγώ στους τότε μουσικοκριτικούς που είχαν εκφράσει τις ενστάσεις τους για τα «Transformations» (έτσι ονομαζόταν εκείνο το CD), σήμερα όμως, 23 χρόνια μετά, ακούγοντας τη Φλέρυ Νταντωνάκη ως την πιο ηλεκτρονική φωνή πριν από την έλευση της electronica θα έλεγα πως οι εν λόγω διασκευές παραμένουν ό,τι πιο προοδευτικό έχει εκδοθεί πάνω στο χατζιδακικό υλικό. Εν αντιθέσει με τον Κωνσταντίνο Βήτα, η αναθεωρημένη εκδοχή των «Reflections» του Χατζιδάκι από το συγκρότημα των Raining Pleasure ήταν απλώς καλή και γουστόζικη, δεν κόμιζε όμως καμιά άλλη ηχητική ή ενορχηστρωτική καινοτομία. Ηταν σαν ένα σύγχρονο ροκ συγκρότημα (Raining Pleasure) να έφερε στα μέτρα του τον ήχο ενός αμερικανικού συγκροτήματος των 60ς (New York Rock & Roll Ensemble), με μοναδική εξαίρεση το εξόδιο κομμάτι, το «Noble dame», όπου είχαμε μια αμιγώς τζαζ διασκευή με τη συμμετοχή της Ελλης Πασπαλά στα φωνητικά.
To τολμηρό εγχείρημα της Μαρίζας Κωχ
Πίσω όμως, στη δεκαετία του ’80. Η Μαρίζα Κωχ το 1983 προχωρά σε ένα άλλο ιδιαίτερα τολμηρό εγχείρημα με το άλμπουμ «Στο βάθος κήπος». Πήρε κλασικά λαϊκά και αρχοντορεμπέτικα τραγούδια που είχε σφραγίσει η Μαρίκα Νίνου, όπως το «Μονοπάτι» και η «Γκιουλμπαχάρ», αποδίδοντάς τα συνοδεία μόνο ενός συνθεσάιζερ με την ενορχηστρωτική επιμέλεια του τότε συνεργάτη της Γιάννη Γλέζου. Η αλήθεια είναι πως η Κωχ το είχε πολύ με τις διασκευές, αν υποτεθεί πως ο πρώτος της προσωπικός δίσκος, ο «Αραμπάς» (1971), περιείχε τις εξηλεκτρισμένες ροκ διασκευές της σε παραδοσιακά τραγούδια από την Ελλάδα και την Κύπρο – ένα επίσης ρηξικέλευθο εγχείρημα απ’ τα πρώτα που έβαλαν τα θεμέλια για την κόντρα μεταξύ μουσικολόγων και επίδοξων διασκευαστών, η οποία καλά κρατεί μέχρι σήμερα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε πως την περίοδο της γένεσης του ελληνικού ροκ πολλοί καλλιτέχνες της εγχώριας ποπ – ροκ σκηνής άρχισαν να εξερευνούν τον νέο ήχο σε παλιότερα ελληνικά τραγούδια: έτσι, το ντουέτο Λήδας – Σπύρου μετέτρεψε σε μπλουζ την παραδοσιακή «Καραγκούνα» και σε φολκ χίπικη μπαλάντα το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» του Μάρκου Βαμβακάρη. Το ίδιο και ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με το συγκρότημα Ανάκαρα και, βέβαια, ο Διονύσης Σαββόπουλος με τη διασκευή του στο παραδοσιακό νησιώτικο «Ντιρλαντά» που οδήγησε μέχρι και σε δικαστική διένεξή του με τον καπετάνιο Παντελή Γκίνη, ο οποίος διεκδίκησε την πατρότητά του.
Ενας άλλος δίσκος-πρότζεκτ του παραγωγού Θοδωρή Μανίκα, που κυκλοφόρησε το 1986 και περιείχε πραγματικά εμπνευσμένες διασκευές, ήταν το «Μια γρανίτα για τον Χιώτη». Εκεί εκπρόσωποι της ελληνικής ροκ σκηνής, από τον Βλάσση Μπονάτσο και τον Σταύρο Λογαρίδη μέχρι τον Γιάννη Γιοκαρίνη και τον Νίκο Ζιώγαλα, πείραξαν δέκα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη έτσι όπως δεν είχαν ξανακουστεί μέχρι τότε.
Το έντεχνο τις αγάπησε
Το θέμα των διασκευών έφτασε στο αποκορύφωμά του το διάστημα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά, κατά την έκρηξη του λεγόμενου «έντεχνου». Δεν ήταν λίγα τα άλμπουμ-tribute στους μεγάλους συνθέτες που κυκλοφόρησαν με τη συμμετοχή νεότερων καλλιτεχνών του ελληνικού τραγουδιού: ενδεικτικά αναφέρουμε το CD «Τραγούδια έγραψα για φίλους» (1998), στο οποίο διάφοροι καλλιτέχνες διασκεύασαν κομμάτια του Διονύση Σαββόπουλου (Κότσιρας, Αλεξίου, Active Member, Πορτοκάλογλου κ.ά.), όπως και το άλμπουμ «Δεκαοκτώ tribute στον Γιάννη Μαρκόπουλο» (2000) όπου πάλι καλλιτέχνες όπως ο Τζίμης Πανούσης, η Γλυκερία και η Λιζέτα Καλημέρη κατέθεσαν τον δικό τους φόρο τιμής στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Ωστόσο, εκείνος ο δίσκος δεν είχε προξενήσει τόσο θόρυβο όσο προκάλεσε σήμερα το αντίστοιχο εγχείρημα του Παύλου Παυλίδη. Ούτε όμως στέφτηκε και από ιδιαίτερη καλλιτεχνική ή εμπορική επιτυχία. Αποτέλεσε απλώς ένα πρότζεκτ-σημείο του καιρού του, τότε που οι νεότεροι καλλιτέχνες μαζί με τις παντοδύναμες (ακόμη) δισκογραφικές εταιρείες επιχειρούσαν τη σύνδεσή τους με το ένδοξο παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού.
Σημείο των καιρών μάλλον αποτελούν και οι διασκευές πολλών νέων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων σε παλιά ρετρό και λαϊκά – ρεμπέτικα τραγούδια. Ετσι, οι Locomondo έκαναν ρέγκε τη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου, οι Imam Baildi έβαλαν χορευτικά μπιτ στον «Πασατέμπο» με τη φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου και οι Gadjo Dilo μετέτρεψαν σε τζίπσι σουίνγκ το «Πέφτεις σε λάθη» του Τσιτσάνη. Μια απενοχοποίηση του ξεσαλώματος και της χαράς που επίσης προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις: κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για ρεπερτοριακή ένδεια των σύγχρονων καλλιτεχνών με αποτέλεσμα να αναμασούν το παρελθόν, κάποιοι άλλοι για θράσος απ’ τη μεριά τους και κάποιοι ακόμη για μιμητισμούς από το εξωτερικό. Το τελευταίο ισχύει, αφού είναι άλλο να κάνεις σουίνγκ το «Like a prayer» της Μαντόνα και άλλο το «Μπαξέ τσιφλίκι» του Τσιτσάνη.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το πρόσφατο διπλό CD «Μάνος Λοΐζος – Μετά», όπου καλλιτέχνες της εναλλακτικής indie σκηνής διασκεύασαν απρόβλεπτα και εμπνευσμένα τριάντα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου, καθώς και το διπλό χρωματιστό βινύλιο «Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού Volume 1», στο οποίο ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Βελιώτης τόλμησαν κυριολεκτικά να… αλλάξουν τα φώτα (κι αυτό δεν αποτελεί μομφή) σε ένα σωρό ετερόκλητα τραγούδια, από Χατζιδάκι και Θεοδωράκη μέχρι Σπανό και Lost Bodies.
Εν κατακλείδι, οι διασκευές ήταν και είναι κάτι που ανέκαθεν εμφανιζόταν στην ελληνική μουσική. Προκύπτουν κατά καιρούς σαν ένα κύμα που επιτάσσουν οι νέες ηχητικές τάσεις, τα ρεύματα και οι ξενόφερτες μόδες; Πηγάζουν από την ανάγκη των μεγάλων συνθετών και των πνευματικών κληρονόμων τους να μη χαθεί η επαφή των νεότερων γενιών με το έργο τους; Εκφράζουν απλώς τον δημιουργικό οίστρο καλλιτεχνών που επιθυμούν κάποια στιγμή να αναμετρηθούν δημιουργικά με τα μεγάλα ακούσματα, σχεδόν αδιαφορώντας για το πώς θα υποδεχτούν οι ακροατές το αποτέλεσμα; Τελικά ο μόνος δίκαιος κριτής είναι ο ερευνητής του μέλλοντος, δηλαδή ο ίδιος ο χρόνος.