Μουσεία και μουσίτσες

Σημείωση: Το άρθρο του Μ. Στεφανίδη γράφτηκε την Τετάρτη 12 Μαρτίου και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Κυριακής 16 Μαρτίου

Προσωπικά δεν θα σταθώ στα αυτονόητα, ότι δηλαδή είναι αδιανόητη, ότι δεν επιτρέπεται κανενός είδους βία και μάλιστα προς έργα τέχνης μέσα στον ιερό χώρο ενός εθνικού μουσείου και ιδιαίτερα από έναν εκπρόσωπο της ελληνικής Βουλής. Τελεία και παύλα. Μετά μπορούμε να συζητήσουμε οτιδήποτε. Δηλαδή το τι είναι τέχνη, το τι δεν είναι, ποια είναι τα όρια ανάμεσα στα ιερό και το βλάσφημο, ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο γούστο, ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία και την ελευθερία του άλλου, ανάμεσα στην αισθητική έκφραση και την προσβολή ή την ύβρη κ.λπ.

O Mάνος Στεφανίδης είναι πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας – Μουσείου Γ.Ι. Κατσίγρα

Λαμβάνοντας πάντα υπόψη ότι δικαιούται ο καθένας να έχει την άποψή του, να ασκεί κριτική, να αμφισβητεί, αρκεί να μη γίνεται ο ίδιος το σκάνδαλο το οποίο προτίθεται να καταγγείλει. Η τέχνη ας είναι το τελευταίο καταφύγιο της συλλογικής και της ατομικής ελευθερίας μας. Εν προκειμένω ο μάτσο κ. βουλευτής, ενώ υπέβαλε επερώτηση στην υπουργό Πολιτισμού και πήρε απάντηση, θέλησε να αυτοδικήσει επιβάλλοντας το προσωπικό του γούστο ή την ιδεολογική του άποψη σε όλους τους υπόλοιπους σπάζοντας και καταστρέφοντας σ’ ένα one man show. Στο όνομα μάλιστα του Θεού της αγάπης και της συγγνώμης. Ω, της υποκρισίας. Φαντάζομαι οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης θα τον πριμοδοτήσουν πάλι με τα ψηφαλάκια τους. Για μένα ο κ. Παπαδόπουλος πάντως είναι περφόρμερ καλύτερος από τους επαγγελματίες του είδους, όπως είναι ο Αγγελος Παπαδημητρίου ή ο Φίλιππος Τσιτσόπουλος, οι οποίοι και συμμετέχουν στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης για το αλλόκοτο. Αλλά είναι και ακτιβιστής πιο απρόβλεπτος κι απ’ τους Ρουβίκωνες τους ίδιους.

Τώρα, επί της ουσίας: Υπάρχουν έργα που έχουν γίνει για να συγκινούν και να υποβάλλουν κι άλλα που φτιάχτηκαν για να ενοχλούν και να προβληματίζουν. Για να ξεβολεύουν από το οικείο και το αναγνωρίσιμο. Γνωστού όντος ότι εκτός από το ωραίο είναι και το αντίθετό του, το άσχημο, μείζων αισθητική κατηγορία. Οπως το τραγικό και το κωμικό κ.ο.κ. Ως προς τη βλασφημία τώρα… Προσωπικά πιστεύω πως η βλασφημία –και το έχω υποστηρίξει στα βιβλία μου– είναι ένα άλλο είδος, ακραίο βέβαια, προσευχής. Είναι το αρνητικό της. Ο βλάσφημος πιστεύει, γι’ αυτό βαθιά μέσα του ξέρει ότι διαπράττει αμαρτία βλασφημώντας. Ετσι όμως διεκδικεί την προσωπική του σχέση με τον δικό του Θεό. Εξάλλου υπάρχει μεγαλύτερη βλασφημία από αυτή που εκστόμισε ο Υιός του Θεού επί του Σταυρού «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;». Είναι δυνατόν ο Θεός να εγκαταλείψει τα πλάσματά Του και κυρίως τον Μονογενή Του; Γι’ αυτό σας λέω. Μην πιάσουμε τα θεολογικά γιατί δεν θα βρούμε άκρη. Ας πιάσουμε καλύτερα τα πολιτικά.

Το υπουργείο Πολιτισμού και η Εθνική Πινακοθήκη –διά της υπουργού και της διευθύντριάς της που κρύβονταν φοβικά– έχασαν μοναδική ευκαιρία και για να υπερασπιστούν τη σύγχρονη τέχνη με τους εκπροσώπους της και για να διαπαιδαγωγήσουν το ευρύτερο κοινό που δεν έχει μεγάλη εξοικείωση σχετικά. Αλλά και για να δώσουν μια πειστική απάντηση με αισθητικά και ιδεολογικά επιχειρήματα –κι όχι αφορισμούς– στην ακροδεξιά που διογκώνεται απειλώντας τη Νέα Δημοκρατία. Οι άνθρωποι του πολιτισμού και της τέχνης οφείλουν να εμπνέουν και να διδάσκουν. Οχι να φυγομαχούν. Ομως στο υπουργείο της κ. Μενδώνη περισσεύουν οι ευνούχοι υπηρεσίας, ενώ είναι ελάχιστοι οι διανοούμενοι και εκείνοι που όχι μόνο διαθέτουν άποψη αλλά μπορούν και να την υποστηρίζουν. Για μένα είναι ντροπή που η κ. Τσιάρα δεν εμφανίστηκε τις πρώτες μέρες να υπερασπιστεί τη δική της έκθεση (!) και τον καλλιτέχνη που η ίδια επέλεξε, αλλά κρύφτηκε πίσω από το γενικόλογο και δειλό κείμενο του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης. Δυστυχώς, και ο σύγχρονος πολιτισμός δεν βρίσκεται στα καλύτερα χέρια.

ΥΓ. Χαίρομαι που έστω και καθυστερημένα η διευθύντρια εγκατέλειψε τη φοβική στάση και προέβη επιτέλους σ’ αυτό που έπρεπε να κάνει από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή να μηνύσει τον εισβολέα. Ακόμη καλύτερα πρέπει να προχωρήσει σε αγωγή ζητώντας αποζημίωση. Τελεία και παύλα.