Παρέμβαση Τσίπρα με πολλούς αποδέκτες μετά την παραδοχή Μητσοτάκη ότι υπήρξε σκάνδαλο, αλλά και τη συνεχιζόμενη προσπάθειά του να μην καταλογιστούν ευθύνες
Παρά τις περί του αντιθέτου επιδιώξεις του Μεγάρου Μαξίμου, το ντιμπέιτ τελικά έβγαλε ειδήσεις και μάλιστα εκκωφαντικές. Ο τρόπος που αντέδρασε ο απερχόμενος πρωθυπουργός όταν βρέθηκε στριμωγμένος από δύο απλά και αυτονόητα ερωτήματα για το σκάνδαλο των υποκλοπών αποκάλυψε όχι μόνο τις ευθύνες του «συστήματος Μητσοτάκη», αλλά και τις αιτίες για τις οποίες η παραμονή του στο πρωθυπουργικό γραφείο λειτουργεί απαγορευτικά για τη διερεύνηση του σκανδάλου που ταλανίζει την κυβέρνησή του.
Τη στιγμή που το βράδυ της Τετάρτης ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσιζε να απαντήσει πως «ο Ν. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας και δεν έπρεπε να είναι ποτέ υπό καθεστώς παρακολούθησης» το σκηνικό του πολύκροτου σκανδάλου έπαιρνε ξανά φωτιά, έπειτα από μια τεχνητή μιντιακή περίοδο αγρανάπαυσης. Αυτό γιατί ο ίδιος από το περασμένο καλοκαίρι διερρήγνυε τα ιμάτιά του πως ως πρωθυπουργός «δεν μπορεί και δεν πρέπει να γνωρίζει» για τις παρακολουθήσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Πώς έμαθε τώρα και από πότε γνωρίζει;
Μάλιστα η ομολογία του πως ευαίσθητες πληροφορίες για τις αιτίες της παρακολούθησης Ανδρουλάκη βρίσκονται σε γνώση του δεν ακυρώνουν μόνο όσα υποστήριζε ο ίδιος, αλλά τον φέρνουν απέναντι στο «εθνικό απόρρητο» που επικαλέστηκε γι’ αυτήν καθώς και για τις υπόλοιπες σκανδαλώδεις υποθέσεις παρακολούθησης θεσμικών παραγόντων. Κατ’ επέκταση, ακόμη και εάν προσπεράσει κανείς το γεγονός πως ο απερχόμενος πρωθυπουργός δηλώνει σήμερα ενήμερος για «απόρρητες» –κατά τον ίδιο– πληροφορίες, γεννιούνται πολλά ερωτήματα.
Απολύτως λογικά λοιπόν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ με έκτακτη δήλωσή του την Πέμπτη 11 Μαΐου ξεκαθάρισε ότι μόνο με προοδευτική κυβέρνηση θα γίνει δυνατό να λογοδοτήσουν για τις υποκλοπές οι υπαίτιοι αυτού του παρακράτους. Και απευθυνόμενος πρωτίστως προς τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη είπε ότι «στις 22 του Μάη πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας».
Αναλυτικά, όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας: «Από τη χθεσινή συζήτηση προέκυψε μια σπάνια είδηση. Για πρώτη φορά δημόσια ο κ. Μητσοτάκης παραδέχτηκε ότι υπάρχει σκάνδαλο υποκλοπών και ότι δεν υπήρξε κανένας εθνικός λόγος για τις παρακολουθήσεις. Αν όμως δεν υπήρξε κανένας εθνικός λόγος για τις παρακολουθήσεις, πώς ο ίδιος επικαλέστηκε εθνικό απόρρητο προκειμένου να συγκαλύψει την αλήθεια στην εξεταστική επιτροπή και γιατί η κ. Βλάχου χωρίς κανέναν εθνικό λόγο παρανόμως υπέγραφε –η εισαγγελέας της ΕΥΠ– τις παράνομες αυτές παρακολουθήσεις;
Γιατί παραμένει ακόμη στη θέση της και γιατί εννέα μήνες μετά η Δικαιοσύνη δεν έχει αποδώσει καμία ευθύνη, καμία κατηγορία σε κανέναν; Η αναφορά του κ. Ανδρουλάκη για την ανάγκη οι υπαίτιοι αυτού του παρακράτους να λογοδοτήσουν είναι εύλογη. Μόνο που είναι εξίσου εύλογο ότι με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν πρόκειται ποτέ αυτό να γίνει πράξη. Μόνο με προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να γίνει αυτό πράξη. Στις 22 του Μάη ας αναλάβουμε λοιπόν όλοι μας τις ευθύνες που μας αναλογούν».
Οι βροντερές ομολογίες
Μετά την πρωθυπουργική ομολογία λοιπόν γίνεται σαφές ότι παρότι τον πρώτο καιρό μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου το Μέγαρο Μαξίμου απέδιδε στο «κλίμα τοξικότητας» την παραίτηση του πρώην δεξιού χεριού και ανιψιού του πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη και του πρώην επικεφαλής της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέων, πλέον ο Κυρ. Μητσοτάκης εργαλειοποιεί και αυτές για να υποστηρίξει πως «οι άμεσοι προϊστάμενοι όντως έφυγαν από τις θέσεις τους». Ομως, όπως επισήμανε και ο Αλ. Τσίπρας, η εισαγγελέας της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου που έβαλε την υπογραφή της στη σωρεία παρακολουθήσεων παραμένει στη θέση της.
Μάλιστα η κυβέρνηση έχει φροντίσει σε κάθε περίπτωση να χτίσει ένα τείχος προστασίας γύρω της που την προφυλάσσει από τις κακοτοπιές. Τόσο η εισαγγελέας όσο και όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες του σκανδάλου των υποκλοπών που έχουν προκύψει από τη δημοσιογραφική έρευνα και τις κυβερνητικές δικαιολογίες έχουν μείνει μέχρι σήμερα στο απυρόβλητο. Γεγονός που ανέδειξε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στην αναφορά του πως πρέπει «να πάνε φυλακή όσοι έστησαν το παρακράτος των παρακολουθήσεων σε βάρος εμού και άλλων πολιτών», ανεξαρτήτως των δικών του προσωπικών παλινωδιών.
Καλύτερη απόδειξη πως μια κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν πρόκειται να αφήσει να διερευνηθεί το σκάνδαλο δεν θα μπορούσε να υπάρξει από τις… ουρές της αναφοράς του απερχόμενου πρωθυπουργού σε «σκάνδαλο υποκλοπών» αλλά και από την παραδοχή του πως «οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τις παρακολουθήσεις δεν ήταν επαρκείς» όταν ρωτήθηκε γι’ αυτές του στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου και του υπουργού του, Κωστή Χατζηδάκη.
Ο… μιντιακός εκπρόσωπος προχώρησε σε μια μάλλον αμήχανη και σίγουρα προκλητική προσπάθεια να ακυρώσει όσα είπε ο ίδιος ο πολιτικός του προϊστάμενος, επιβεβαιώνοντας τις συγκαλυπτικές διαθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου. Κατά τον Ακη Σκέρτσο αφενός ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν αναγνωρίζει «σκάνδαλο», αλλά το κατονόμασε έτσι επειδή το διάβασε στον τίτλο ενός δημοσιεύματος του «Economist»! Αφετέρου, παρότι ρωτήθηκε για τις παρακολουθήσεις Φλώρου – Χατζηδάκη, η απάντησή του δεν αφορούσε αυτούς τους δύο, αλλά τον Ν. Ανδρουλάκη!
Το σκοτάδι που απλώνεται
Στο διά ταύτα, αυτό που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια των πολιτών μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές μετά και την ομολογία Μητσοτάκη είναι ξεκάθαρο και δεν καλύπτεται από το σκοτάδι που επιχειρείται να επιβληθεί.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που είχε και έχει την εποπτεία της ΕΥΠ, αναγνωρίζει σκάνδαλο υποκλοπών, ομολογεί πως γνωρίζει απόρρητες πληροφορίες για την παρακολούθηση ενός εκ των θυμάτων και παραδέχεται πως οι εξηγήσεις που δόθηκαν για τις παρακολουθήσεις ακόμη δύο θυμάτων δεν ήταν επαρκείς. Τα παραπάνω συμβαίνουν καθώς φρόντισε ο ίδιος να πέσει πέπλο σιωπής κατά τη διερεύνηση του σκανδάλου διά της επίκλησης του απορρήτου και των μεθοδεύσεων εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης, ενώ είναι γνωστό πως επιχείρησε να ελέγξει τις ανεξάρτητες αρχές που το διερευνούν.
Εχει κανείς αμφιβολία τι θα σημαίνει για τη Δικαιοσύνη, για τους θεσμούς και για τον πρωθυπουργό που έβαλε την υπογραφή στο πρωτοφανές διπλό σκάνδαλο –των υποκλοπών και της συγκάλυψής τους– μια ενδεχόμενη επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας;