Δεν εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ τη «δομική αντιπολίτευση». Αλλά την εφήρμοσε κατά γράμμα. Και τώρα πληρώνει τα επίχειρα, διότι εφαρμόζει εν πολλοίς όσα είχε καταγγείλει και απέφευγε να υπερψηφίσει ακόμη και νομοσχέδια που δεν ήταν μνημονιακής λογικής…
Η ΝΔ αλλά και το αλαφιασμένο ΚΙΝΑΛ ψηφίζουν μεν περισσότερα νομοσχέδια συγκριτικά με τον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ολισθαίνουν συχνά στην οδό της φτηνής καταγγελίας και του θηριώδους λαϊκισμού.
Περί τοξικής αντιπολίτευσης, λοιπόν, η επιστολή προς τον φίλο Γιάννη Ρ. που πάντοτε στηλίτευε την πρακτική αυτή.
Σε απασχολούσε από παλιά στις κουβέντες μας η ποιότητα της εκάστοτε αντιπολίτευσης, ως σημαντικός παράγοντας στην πολιτική ζωή της χώρας. Αλλά εγώ σε θεωρούσα κάτι μεταξύ απολιτίκ και ευπρεπούς συντηρητικού και δεν έδινα βάση στα λόγια σου. Είχα άδικο.
Που αποδείχτηκε περίτρανα. Από τον αντιπολιτευτικό λαϊκισμό του Γιώργου Παπανδρέου, κωδικοποιημένο στη φράση «Λεφτά υπάρχουν», τη «δομική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνο το ισοπεδωτικό «“όχι” σε όλα» και από τη σημερινή «αντιπολίτευση της κακιάς ώρας» που ασκεί εν πολλοίς η ΝΔ.
Υπήρχαν και παλιότερα ανάλογα κρούσματα. Θα σου θυμίσω ένα κραυγαλέο. Τον Απρίλιο του ’90 κέρδισε τις εκλογές ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Αλλά λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Ανδρέας Παπανδρέου (αυτός εισήγαγε τον όρο «δομική αντιπολίτευση») ζήτησε… εκλογές! Για κοίτα, όμως. Το ίδιο έκανε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόλις εξελέγη αρχηγός της ΝΔ.
Πάμε όμως στον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα διαρκές «“όχι” σε όλα», ακόμη και για νομοσχέδια που δεν συνιστούσαν επιταγή του μνημονίου. Μιλώ για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις από τις κυβερνήσεις του Γ. Παπανδρέου και των Σαμαρά/Βενιζέλου, που έπρεπε να είχαν γίνει πριν από πολλά χρόνια (Διαύγεια, OpenGov, ηλεκτρονική συνταγογράφηση, νόμος Κατσέλη κ.ά.), καθώς και για κρίσιμες επιλογές (π.χ. στρατηγική συνεργασία Ελλάδος – Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο).
Φυσικά, κανένα τίμημα δεν θα υπήρχε για τον ΣΥΡΙΖΑ αν ψήφιζε θετικά κάποια από τα νομοσχέδια των τότε κυβερνώντων. Διότι το αντιμνημονιακό κύμα ήταν ωκεάνιο και τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην εξουσία… Ομως αυτήν τη διαρκή άρνηση τη βρήκε μπροστά του. Πάλεψε, έχασε, υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και σε αρκετά θέματα υιοθέτησε τον πυρήνα πρότερων αλλαγών, αρκούμενος σε αναγκαίες βελτιώσεις.
Ας μη θυμηθούμε, βέβαια, το «Δεν πληρώνω», τους βαρύτατους χαρακτηρισμούς («γερμανοτσολιάδες» κ.λπ.) και την επικρότηση της βίας εναντίον των πολιτικών αντιπάλων – έστω τη μη απερίφραστη καταδίκη. Τώρα τα πληρώνει. Και δικαίως εξανίσταται όταν η ΝΔ είτε δεν υπερψηφίζει κάποια σημαντικά νομοσχέδια είτε επιστρατεύει φτηνά και άκρως λαϊκίστικα επιχειρήματα για να πλήξει το κυβερνών κόμμα.
Κορυφαίο δείγμα λαϊκισμού και μικροπολιτικής συνιστά, φυσικά, η εναντίωση στη συμφωνία των Πρεσπών. Ειδικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο τελευταίος που θα διαφωνούσε αν δεν ήταν αρχηγός της ΝΔ και δεν επένδυε στα εκλογικά κέρδη. Οπως και αρκετά στελέχη της ΝΔ. Πάντως η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έχει υπερψηφίσει πολύ περισσότερα νομοσχέδια σε σύγκριση με τον αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο όμως που αποθεώνει την έννοια της τοξικής αντιπολίτευσης είναι το επιρρεπές της σημερινής ΝΔ αλλά και του συχνά αφιονισμένου ΚΙΝΑΛ στην καταγγελτική ευκολία. Ακόμη και για ψύλλου πήδημα (χρυσάφι της Βενεζουέλας, δάνειο Πολάκη, Ποινικός Κώδικας και πολλά άλλα) εξαπολύουν πύρινα βέλη, θεωρώντας ότι αυτές οι βολές αποδίδουν εκλογικά…
Εννοείται ότι κορυφαίο μέλημα σύνολης της αντιπολίτευσης είναι να καταδειχθεί άσαρκο το ηθικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, μάταιος κόπος. Ο,τι και να καταμαρτυρήσει κανείς στο κυβερνών κόμμα –και υπάρχουν πολλά που μπορείς να πεις για τη διαχειριστική/καθεστωτική διαδρομή του–, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί χειροπιαστά σκάνδαλα και λαμογιές. Οχι μόνο από την κεντρική εξουσία, αλλά και από στελέχη σε οργανισμούς, στην τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.
Εν κατακλείδι: Δυστυχώς, ο τρόπος που ασκείται έκπαλαι η αντιπολίτευση στη χώρα μας συνιστά αποθέωση του τυποποιημένου αρνητισμού. Φόβος μπροστά στη Μορμώ των πεπεισμένων και φανατικών ψηφοφόρων και επένδυση κυρίως στα αρνητικά των κυβερνώντων κι όχι στα θετικά μιας φιλόδοξης κυβερνητικής πρότασης που επιχειρεί να πείσει.
Ετσι, ανακυκλύεται ένα καίριο παθογενές της πολιτικής ζωής με ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα…