Θέλει να είναι και μοναχός και δικηγόρος. Κι επειδή ο ΔΣΑ δεν αποδέχτηκε το αίτημα του να εγγραφεί στο μητρώο του, προσέφυγε στο ΣτΕ και η υπόθεση θα φτάσει τώρα μέχρι το Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης στο οποίο απεστάλη προδικαστικό ερώτημα για το εάν οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δικηγόροι.
Η απάντηση στο ερώτημα που απέστειλε το Συμβούλιο της Επικρατείας θα είναι καθοριστική για την οριστική του απόφαση.
Σύμφωνα πάντως με το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ η επίμαχη υπόθεση αντιμετωπίζει την εξαιρετική περίπτωση των μοναχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι λόγω της ιδιότητάς τους ευρίσκονται σε απολύτως ιδιόρρυθμη προσωπική κατάσταση, υποκείμενοι μάλιστα στην εξουσία οργάνων τριών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου – της Ιεράς Μονής της μετανοίας τους, της οικείας Ιεράς Μητρόπολης και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων μοναχός, ο οποίος δηλώνει κάτοικος Αθηνών έχει αποκτήσει τη δικηγορική ιδιότητα στην Κύπρο και ο ΔΣΑ αρνήθηκε να τον εγγράψει στο μητρώο του επικαλούμενος ότι η διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπει ότι οι μοναχοί κωλύονται να αποκτήσουν τη δικηγορική ιδιότητα, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και τους κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, γιατί ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος,
Το προδικαστικό ερώτημα τώρα που απεστάλη στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως εξής:
«Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ έχει την έννοια ότι η εγγραφή ενός μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, μπορεί να απαγορεύεται από τον εθνικό νομοθέτη, για τον λόγο ότι οι μοναχοί της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δύνανται, κατά το εθνικό δίκαιο, να εγγράφονται στα μητρώα των Δικηγορικών Συλλόγων, επειδή δεν παρέχουν, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, ορισμένα απαραίτητα για την άσκηση της δικηγορίας εχέγγυα;».
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΣΑ
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικηγορικού Συλλόγου που δεν δέχτηκε στην “αγκαλιά “του τον μοναχό :
*Ο δικηγόρος πρέπει να απασχολείται πλήρως με την άσκηση του λειτουργήματός του, ο δε μοναχός δεν δύναται να το επιτύχει αυτό, λόγω των δεσμεύσεών του,
* Η άσκηση της δικηγορίας επάγεται αντιδικία, ασύμβατη με το μοναχικό σχήμα,
* Προϋπόθεση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος είναι η ανεξαρτησία του δικηγόρου, ο μοναχός όμως υπόκειται στον πειθαρχικό έλεγχο των εκκλησιαστικών οργάνων και δικαστηρίων,
* Ο δικηγόρος οφείλει να έχει έδρα και γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου είναι διορισμένος, ενώ ο μοναχός οφείλει να εγκαταβιώνει στη Μονή της μετανοίας του, δυνάμενος κατ’ εξαίρεση να λαμβάνει άδειες από τον ηγούμενο, γεγονός που καταδεικνύει και την έλλειψη ανεξαρτησίας του και
* Δεν επιτρέπεται στον δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, ενώ ο μοναχός δεν επιτρέπεται να ασκεί κατά σύστημα αμειβόμενη επαγγελματική δραστηριότητα.
Από την πλευρά του ο μοναχός επικαλέστηκε ότι:
* η ιδιότητα του αυτή δεν τον στερεί από την ανεξαρτησία την οποία θα έχει ως δικηγόρος, διότι στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών αρχών υπάγεται όσον αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του ως μοναχού, ενώ ως προς την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των οργάνων του Δικηγορικού Συλλόγου,
* κατά τον Κώδικα Δικηγόρων η διατήρηση έδρας και γραφείου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθήνας δεν αποτελεί προϋπόθεση κτήσης της δικηγορικής ιδιότητας, αλλά μεταγενέστερη υποχρέωση του δικηγόρου, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του.
* Εάν διορισθεί δικηγόρος θα μπορεί να διατηρεί γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, χωρίς να είναι κατά τον νόμο υποχρεωμένος να κατοικεί και εντός της περιφέρειας αυτής,
* η διατήρηση του δικηγορικού γραφείου του στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών θα ελέγχεται από τα όργανα του Δ.Σ.Α. και
* η συμμόρφωσή του προς το καθήκον εγκαταβίωσης στη Μονή της μετανοίας του θα ελέγχεται από τα εκκλησιαστικά όργανα, με αποτέλεσμα, το τελευταίο αυτό ζήτημα να μην αφορά τον Δικηγορικό Σύλλογο.