Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το βαρίδι του πληθωρισμού
Greedflation ή πληθωρισμός της απληστίας: ο νέος όρος των ημερών περιγράφει την επίπτωση που έχει στον πληθωρισμό η εκμετάλλευση της συγκυρίας από τις επιχειρήσεις για να αυξήσουν τα κέρδη τους, η οποία τεκμηριώνεται σε διάφορες εκθέσεις, μεταξύ αυτών και στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ.
Το πρόβλημα είναι πολύ πραγματικό, απασχολεί το ΔΝΤ, απασχολεί την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε σε αυτό η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Το ΓΠΚΒ επικαλείται συγκεκριμένα μια ανάλυση του ΔΝΤ που έδειξε ότι το 2022, έτος κορύφωσης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, οι ανατιμήσεις προήλθαν κατά 45% από τις επιχειρήσεις που αύξησαν την κερδοφορία τους κατά 40% από τις τιμές των εισαγωγών και μόλις κατά 25% από την αύξηση των μισθών (στις χώρες που αυξήθηκαν, όχι στην Ελλάδα των παγωμένων μισθών).
Στη βάση αυτή λοιπόν η έκθεση του ΓΠΚΒ αναφέρει ότι επειδή ο πληθωρισμός παραμένει μείζον πρόβλημα και πρέπει να περιοριστεί (καθώς λειτουργεί ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδημάτων που επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων επιβαρύνοντας τα δημοσιονομικά και υποχρεώνει τις κεντρικές τράπεζες να κρατούν υψηλά τα επιτόκια λειτουργώντας σαν βαρίδι για την οικονομία) πρέπει να περιοριστούν τα επιχειρηματικά κέρδη τα οποία αυξάνουν τελικά τις τιμές.
Πόσο πιθανό όμως είναι να δεχτούν οι επιχειρήσεις, ιδίως στα τρόφιμα όπου ο πληθωρισμός τρέχει με 11,4% και επιβαρύνει περισσότερο τα φτωχότερα στρώματα, να περιορίσουν τα κέρδη τους;
«Ας είμαστε ειλικρινείς. Καμία επιχείρηση δεν μπορεί να μειώσει τα κέρδη της. Ειδικά οι εισηγμένες επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές δεν μπορούν. Εχουν την ανάσα των χρηματαγορών στην πλάτη τους» απάντησε στο ερώτημα αυτό ο εμβληματικός Ελληνας επιχειρηματίας Σπύρος Θεοδωρόπουλος όταν βρέθηκε σε πάνελ παρουσίασης βιβλίου του πρώην βουλευτή της ΝΔ Μπάμπη Παπαδημητρίου, στο οποίο συνυπήρξε με τον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα. Και συνέχισε: «Για το καπιταλιστικό σύστημα αυτό είναι σχεδόν αδύνατον. Οσο κι αν πιέσουν οι πολιτικοί, υπάρχουν οι κανόνες της αγοράς». Κατά τον δημιουργό της Chipita, εκτός από τους συγκυριακούς παράγοντες των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού που προέκυψαν με την πανδημία και τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας υπάρχουν και μόνιμοι παράγοντες που ανεβάζουν τις τιμές και αυτοί είναι η οικονομική ανάπτυξη σε Κίνα και Ινδία που αυξάνει την κατανάλωση, η κλιματική αλλαγή που συρρικνώνει τις σοδειές παγκοσμίως και η έλλειψη εργατών γης. Για όλους αυτούς τους λόγους, κατά τον Σπ. Θεοδωρόπουλο, οι τιμές των πρώτων υλών δεν θα ξαναγυρίσουν εκεί που ήταν έως το 2021 κι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα θα διατηρηθεί για καιρό – άγνωστο πόσο. Κατά τον ίδιο, η μόνη λύση είναι η αύξηση των μισθών. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να κρατάμε τους μισθούς μας χαμηλά, γιατί δεν θα μπορέσουμε και να προσελκύσουμε ελληνικά μυαλά και μετανάστες, γιατί με 758 ευρώ δεν μπορούν να ζήσουν».
Ωστόσο ο κεντρικός τραπεζίτης Γ. Στουρνάρας στο ίδιο πάνελ επανέλαβε το γνωστό επιχείρημα περί ανάγκης να αποφευχθεί η παγίωση των υψηλών ρυθμών πληθωρισμού με ένα σπιράλ αυξήσεων μισθών – τιμών, που θα πει ότι δεν πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις μισθών για να μην αυξηθεί η καταναλωτική ζήτηση και παγιωθεί ο πληθωρισμός. Κάτι ανάλογο είπε μία μέρα μετά και ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, ότι δηλαδή δεν πρέπει να δοθούν αυξήσεις μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας. Αφού όμως η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των ευρωπαϊκών εισοδημάτων με το 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης και στην τρίτη θέση από το τέλος σε επίπεδο ΕΕ των 27, με το 68% του μέσου κοινοτικού εισοδήματος, πώς θα τα βγάλουν πέρα οι εργαζόμενοι;
Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα βγάλουν πέρα αν περιμένουν ότι οι αυξήσεις μισθών 25% σε βάθος τετραετίας που τους έταξε προεκλογικά η ΝΔ –τη στιγμή που στο Πρόγραμμα Σταθερότητας έχει συμπεριλάβει εκτίμηση για αυξήσεις μισθών 13%– έως το 2026 θα έρθουν από μόνες τους επειδή θα έχουμε ανάπτυξη. Αλλωστε και η ΤτΕ στην έκθεσή της προειδοποιεί ότι σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα η Ελλάδα έχει χάσει πάρα πολύ έδαφος κι αν δεν πετύχει μέσα στα επόμενα χρόνια ρυθμούς ανάπτυξης που να υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο ρυθμό της ευρωζώνης (πώς; με επενδύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα στο real estate;), θα χρειαστούν πάνω από 15 χρόνια για να επανέλθουμε εκεί που ήμασταν το 2009.
Και τελικά η ουσία είναι πως στις ευρωπαϊκές χώρες που οι εργαζόμενοι πήραν αυξήσεις τις πήραν ως επί το πλείστον μέσα από συλλογικές κινητοποιήσεις και χάρη στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες καλύπτουν άνω του 70% του εργατικού δυναμικού αλλά στη χώρα μας μόνο το 25% των εργαζομένων. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν κόκκινο πανί για τη ΝΔ, να όμως που ακόμη και η έκθεση της ΤτΕ καταδεικνύει ότι η όποια αύξηση των ονομαστικών μισθών, έστω και πενιχρή, ξεκινά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 και αφορά εντέλει τους εργαζόμενους οι οποίοι υπέγραψαν νέες κλαδικές συμβάσεις στις τράπεζες, στα ξενοδοχεία, στην καπνοβιομηχανία, στα ζαχαρώδη, τα αρτοποιεία, στην εστίαση.