Μιχάλης Γκανάς: Αποχαιρετισμός στον σπουδαίο ποιητή

Μιχάλης Γκανάς: Αποχαιρετισμός στον σπουδαίο ποιητή
«Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε (κι εξακολούθησε να μιλά) για κάτι που το ξέρει, το νιώθει, τον αφορά – και μιλούσε με άκρα ακρίβεια: μεγάλη παρηγοριά και μοναδική επιπλέον πυξίδα για κάποιον που ψάχνει τα πατήματά του»

Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς που έφυγε από τη ζωή στις 12 Νοεμβρίου (1944-2024) άφησε βαθύ αποτύπωμα στη συλλογική συνείδηση.

Kείμενο: Γιώργος Κοροπούλης, ποιητής

Οταν κάποτε έκλεισε το βιβλιοπωλείο Δωδώνη (εκεί που είναι τώρα η Πολιτεία), σε μια συναισθηματικά φορτισμένη επιφυλλίδα μεταξύ άλλων έγραφα: «Αλλά στο βάθος του μαγαζιού, που γίνεται γιαπί γιατί εξεμέτρησε τον βίο, τρύπωνα ήδη όταν πήγαινα στο Βαρβάκειο, στην Αραχώβης. Αργότερα, έδινα εκεί τα ραντεβού μου. Και μ’ έναν φίλο [τον Λάγιο] σχεδιάζαμε τη σωστή “Θεία Κωμωδία”: όπου ο Μιχάλης Γκανάς, που δούλευε εκεί (και στο βάθος του μυαλού μου ακόμη δουλεύει: οι αληθινοί Ντόριαν Γκρέι είναι οι φίλοι μας), έβλεπε να φτάνουμε με βήμα κλονισμένου αναπαίστου (“ο Ηλίας και πλάι, εταίρος, ο Γιώργος,/ ντεσεβώ που τρακάρησε, τ’ άθλιο σεγόντο κρατώντας”) και, Βιργίλιος ειδικός σε εσωτερικές μεταναστεύσεις, μας οδηγούσε στην Κόλαση της γενιάς του’70»…

Γιώργος Κοροπούλης

Το 1981 ή ’82, δεν θυμάμαι πια, το τελευταίο (νομίζω) τεύχος του περιοδικού «Ωλήν», που εξέδιδε ο Ηλίας Λάγιος, ήταν ένα αφιέρωμα στον Μιχάλη Γκανά. Το στήσαμε οι δυο μας, ο Ηλίας κι εγώ – και συμμετείχα με δύο κείμενα, εγκωμιαστικά και τα δυο, ένα για τη «Μητριά πατρίδα», που μόλις είχε κυκλοφορήσει απ’ τα Κείμενα, κι ένα για τον σεμνό, διακριτικό, σχεδόν αθόρυβο τρόπο με τον οποίο έβλεπα να υφίσταται στον πλήρη αερολογίας, θορύβου και πόζας δημόσιο χώρο ένας ποιητής που το έργο του είχε εξαρχής ουσία, ποιότητα, βάρος (σπάνια όλα, και τότε και πάντοτε) και ήδη, προς μεγάλη χαρά μας, κάποιαν απήχηση.

Ο Μιχάλης ήταν 14 χρόνια μεγαλύτερος από τον Ηλία, 16 από μένα, η πλήρης καταξίωσή του θα ερχόταν αργότερα (και όλως κατ’ εξαίρεσιν, στην περίπτωσή του, δικαίως: ο αναγνωρίσιμος και αναγνωρισμένος «Γκανάς» δεν ήταν ποτέ το ολόγραμμα που προβάλλουν οι αυτοτροφοδοτούμενοι μηχανισμοί επικύρωσης), παραβιάζαμε συνεπώς επιδεικτικά τον κανόνα που θέλει τ’ αφιερώματα ν’ αφορούν εν ζωή απομνημειωθέντες ή τεθνεώτες. Ομως η ποίηση του Μιχάλη Γκανά μετρούσε για μας, ήδη τότε, πολύ, είχε μιαν υπόσταση σχεδόν – πώς να την πω;– υλική. Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε (κι εξακολούθησε να μιλά) για κάτι που το ξέρει, το νιώθει, τον αφορά – και μιλούσε με άκρα ακρίβεια: μεγάλη παρηγοριά και μοναδική επιπλέον πυξίδα για κάποιον που ψάχνει τα πατήματά του, όπως τα ψάχναμε τότε κι εμείς. Και υπήρχε και κάτι ακόμη πολύτιμο: ο άνθρωπος που μιλούσε έτσι ήταν κοντά, εκεί πλάι μας. Α, ώστε γίνεται – γίνεται ακόμη να μιλάς έτσι λοιπόν…

Δώριζε στίχους απτούς, λιτούς

Εκτοτε, τη διαρκή οφειλή μου στην ποίηση του Γκανά δεν κατάφερα να την αποτυπώσω σε ένα οργανωμένο, άρτιο κείμενο. Δεν θα προσέθετε, βέβαια, κάτι στα όσα έχουν ήδη γραφεί (το έργο του έχει μελετηθεί εν εκτάσει, εις βάθος – και η θέση του στον Κανόνα ευτυχώς είναι βέβαιη), δεν θα ενίσχυε κατ’ ελάχιστον έστω την ευρύτερη φήμη που εξασφάλισε στην ενιαία ποίησή του η «μελοποίησή» της, αν συγχωρείται ο όρος (ο Μιχάλης, που το τραγούδι ήταν πολύ κοντά στους βαθύτερους κυματισμούς τής πρόσγειας, κατ’ ουσίαν δημώδους φωνής του, είχε την τύχη εγκαίρως να εμπλακεί σ’ ένα είδος πότλατς: δώριζε στίχους απτούς, λιτούς, «λαϊκούς» – κι έπαιρνε αντίδωρο μελωδίες από σπουδαίους συνθέτες, ανάμεσά τους και σε πρωτεύοντα ρόλο δυο φίλοι μου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι ο Νίκος Ξυδάκης), θα μου επέτρεπε όμως, για δική μου παραμυθία εντέλει, να του μιλήσω στη διάλεκτο μιας λησμονημένης τώρα πλέον πόλεως – για τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» ας πούμε, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα, δικά του κι εν γένει, εστιάζοντας στο φινάλε της: «Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου. Ενας πατέρας που του έτυχε σιωπηλό και δύστροπο παιδί και να του πω μιαν ιστορία για να τον πάρει ο ύπνος». Εδώ αρχίζουν, αν απλώς ακούμε το κείμενο, δεκαπεντασύλλαβοι: «Υπνε που παίρνεις τα παιδιά,/ πάρε και τον πατέρα». Μα, αν διαβάζουμε ταυτόχρονα, η τομή, εδώ και σε κάθε δεκαπεντασύλλαβο ως το τέλος, γίνεται διασκελισμός: ο ακέραιος στην (προκατειλημμένη) ακοή μας στίχος σπάει πάνω στην τομή, το δεύτερο μισό περνάει, ας πούμε, από κάτω και κολλάει με το πρώτο μισό του επόμενου ακουστικά ακέραιου δεκαπεντασύλλαβου κ.ο.κ. Φυσικά: πώς αλλιώς λες να γίνεις πατέρας του πατέρα σου;

(Κάποια φορά κατάφερα όντως να εγκωμιάσω το μικρό ελεγείο του για τη μάνα του, «Τα χέρια σου τα κέρινα/ η Παναγιά εκράτει…» – όμως μόνο έμμεσα τα κατάφερα, μόνο χύνοντας το αιγυπτιακό μου αίσθημα σε ξένη γλώσσα. Τα κατάφερε εντέλει ευθέως άλλος πολύτιμος φίλος μου, ο Διονύσης Καψάλης, στο έξοχο πρόσφατο βιβλίο του «Ελεγεία και επιτύμβιο».)

Ηταν σε όλους αμέσως αγαπητός

Ναι, δεν έγραψα το κείμενο που ήθελα – και που θα ήταν άρτιο μόνο αν πετύχαινε να υποστηρίξει εντέλει ό,τι πιο παρωχημένο και ανεπίτρεπτο για κάθε νουνεχή φιλόλογο και σοβαρό κριτικό: πως διαβάζοντας την ποίηση του Γκανά αντιδράς κατ’ ουσίαν σαν να είχες γνωρίσει τον άνθρωπο – όπως τον γνώρισα και τον συναναστράφηκα από τα 16 μου και για μισό (φαντάσου!) αιώνα, μ’ όλα τα αναπόφευκτα χάσματα. (Τι να πρωτοθυμηθώ; Ισως θ’ αρκούσε, όπως κι εκείνος στο ποίημα για τον Χρήστο Μπράβο, απλώς ν’ απαριθμώ διευθύνσεις, να λέω ονόματα…)

Ο Μιχάλης, κάτι που δεν το έχω συναντήσει ξανά, ήταν σε όλους αμέσως αγαπητός, γιατί η συγκρατημένη από ένα αδιόρατο χιούμορ και εντούτοις αισθητή πάραυτα θέρμη του, το βάθος που διαισθανόσουν στα απλούστερα λόγια κι εκείνο το αγωνιωδώς προστατευμένο από τη διαρκή επιφυλακτικότητα ράγισμα στα μάτια («θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί») έπλεκαν μια σαγήνη στην οποία δεν γινόταν να μην πιαστείς αν δεν ήσουν μικρόψυχος. Η ποίηση του Γκανά ξαναπλέκει με τα ίδια υλικά την ίδια σαγήνη στην άλλη πλευρά της ταινίας moebius – την πλέκει εις το διηνεκές, όπως το περιέγραψε για τα βιβλία του Bergot στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ο Προυστ.

Δεν έγραψα το κείμενο που ήθελα για τον φίλο μου – και τώρα γράφω (γιατί – σ’ έναν εκ δομής αδιάκριτο κόσμο;) κατακλυσμένος από οιδιπόδειες μόνο εικόνες – και νιώθω, αλλά τώρα απ’ την αντίπερα όχθη, ξανά όπως ένιωσα (και του το έγραψα) όταν διάβασα τον αριστουργηματικό διάλογό του με τη μάνα του (πάλι – και πάντα): «Σ’ ακούω, ψεύτη./ Ούτε όσα μού ’ταξες παιδί δεν κράτησες».

…Και τι δεν θα ’δινα.

Documento Newsletter