Ο ενθουσιασμός μου όταν διάβασα «Τα χαμένα» του Μιχάλη Φακίνου ήταν μεγάλος.Ένα σπουδαίο βιβλίο για τον έρωτα, την απώλεια, τη ζωή.
Ο Μιχάλης Φακίνος έχει καταφέρει στο μυθιστόρημά του να μετατρέψει μια τρομακτική ερωτική ιστορία σε μια ελεγεία για την αγάπη και την αφοσίωση.
Η απόγνωση του Ευτύχιου για την Ζωή, που υπάρχει μόνο ως σώμα αφού το Αλτσχάιμερ τής έχει κλέψει κάθε ικμάδα από την έντονη ζωή της, είναι διάχυτη στις σελίδες του βιβλίου. Μαζί όμως με την απόγνωση, ο ήρωας του Φακίνου, διδάσκει στον αναγνώστη την απόλυτη αφοσίωση και αγάπη.
Πριν ακόμη γράψω τις σκέψεις μου επ’ αυτού έψαξα τον κύριο Φακίνο στο Facebook να του στείλω ένα μήνυμα. Άφαντος. Κι έτσι κατέφυγα στο σταθερό τηλέφωνο. Ευγενής και φιλόξενος. Έτσι κανονίσαμε αυτή την «κουβέντα».
Μιλήσαμε για το βιβλίο του φυσικά, αλλά και για θέματα που πιστεύω ότι αξίζει να κουβεντιάζονται. Συγγραφέας-δημοσιογράφος (στον κ.Φακίνο αναφέρομαι): ένας καλός συνδυασμός για μια ωραία συζήτηση. Για τη συγγραφή, την πολιτική και όχι μόνο!
Μου είπατε στο τηλέφωνο ότι είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Τι εννοούσατε;
Έπρεπε να αντιμετωπίσω την περίπτωση του Αλτσχάιμερ της ηρωίδας με σεβασμό και δέος μπροστά στο άγνωστο. Κουβέντιασα με ειδικούς και συγγενείς που συντρόφευαν τέτοια άτομα, για τις μικρολεπτομέρειες. Όμως έπρεπε να σπάσω τον τοίχο της σιωπής, να διεισδύσω στα άδυτα των αδύτων του ανέκφραστου σώματος, να προκαλέσω ερεθίσματα με ήχους, με λέξεις, με αντικείμενα, μήπως και γίνει κάποιο θαύμα κι ανάψουν πάλι τα λαμπάκια της μνήμης και μάθουμε τι κρύβεται, τι πέρασε, πώς έζησε τη ζωή της τούτη η γυναίκα. Και το ρόλο αυτόν τον ανέθεσα στον σύντροφό της, σύντροφο εξ απαλών ονύχων.
Πώς γράφετε τα βιβλία σας;
Μέσα στη σιωπή. Στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Ενώπιον ενός λευκού χαρτιού που με προκαλεί να του ξεπαρθενέψω τη λευκότητα με λέξεις. Μ’ ένα στυλό διαρκείας στο χέρι. Η μόνη μουσική που με συνοδεύει είναι οι ήχοι της πόλης: συναγερμοί από κάποιο σπίτι ή αυτοκίνητο, το σκουπιδιάρικο που αδειάζει τους κάδους, το μεγάφωνο του παλιατζή του «Αλέξανδρου, του καλού παιδιού που ξεμορφώνει το χώρο σας», που και που κάποιοι αναστεναγμοί από γειτονικά παράθυρα, φωνές παιδιών στο διάλειμμα από το διπλανό σχολείο. Βοηθάει, ξέρετε, καλύτερα από Σοπέν.
Πότε μια απώλεια γίνεται αβάσταχτη;
Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες. Απώλεια πορτοφολιού, απώλεια όρασης, απώλεια μιας περιουσίας στον τζόγο, απώλεια θέσης εργασίας και πώς θα θρέψω την οικογένεια, απώλεια αξιοπρέπειας, απώλεια μνήμης. Η μεγαλύτερη απώλεια όμως είναι η ανθρώπινη. Δεν αντιμετωπίζεται, δεν διορθώνεται. Η ώρα του πένθους που κάθε άνθρωπος τη ζει με τον δικό του τρόπο. Στην ιστορία που αφηγούμαι σε τούτο το βιβλίο έχουμε να κάνουμε με πολλαπλές απώλειες μιας ζωής, όμως δεν είναι ένα «μαύρο βιβλίο», αφού, κάθε τόσο, ξεπηδούν φωτεινές και γλυκύτατες σκηνές νεότητα και ομορφιάς, καλοκαίρια με μπάνιο σε μια στέρνα, θερινά σινεμά, ροκ εν ρολ, ερωτικά σκιρτήματα κι ένα τσιγάρο Camel. Η μνήμη που χάθηκε ζει στους συντρόφους.
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αγάπη, ο έρωτας και η αφοσίωση προς τον ερωτικό σύντροφο; Μπορεί ένα άτομο να εξαφανιστεί προκειμένου να συνεχίσει να ζει τον έρωτα;
Η αγάπη, ο έρωτας δεν έχει ορατά όρια. Δεν είναι προκαθορισμένες οι συμπεριφορές. Ο καθείς κι ο έρωτάς του.
Πόσο άνθρωπος παραμένει κάποιος που απλώς κοιτάει μια κλειστή τηλεόραση χωρίς μνήμες, χωρίς ενσυνείδητες αισθήσεις;
Εδώ ρωτάς για την ηρωίδα του βιβλίου. Είναι ένα σώμα που έχει χάσει την ωραιότητα και τη σπιρτάδα της νεότητας αλλά ο σύντροφός της την αντιμετωπίζει σαν ένα μυστήριο, σαν ένα ναό που περιέχει τις μνήμες και δεν πιστεύει πως η φθορά του χρόνου πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ τη φθορά της μνήμης.
Ο κύριος Ευτύχιος βλέπει τη γυναίκα του, τη Ζωή, σαν τη σιωπή του Θεού. Σαν να είναι κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο και τον έχει αφήσει απέξω. Και προσπαθεί να ξεκλειδώσει με την αγάπη του.
Μου έχει κάνει εντύπωση ότι απέχετε από κάθε είδους ηλεκτρονικό «πολιτισμό». Όχι μόνο μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ούτε μέιλ δεν διαθέτετε. Πώς αισθάνεστε «εκεί έξω» μόνος σας;
Πολύ καλά, ευχαριστώ. Ο καθείς και το χάος του. Εγώ κάθε μέρα παίζω παρτίδα σκάκι με το δικό μου χάος. Όσο για το «εκεί έξω» σας πληροφορώ ότι εκτός από εξωγήινους υπάρχουν και άνθρωποι, υπάρχει πολιτισμός.
Σήμερα εσείς ενημερώνεστε;
Ειδησεογραφικά από εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση.
Από δημοσιογράφος γίνατε συγγραφέας. Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι γίνονταν πολιτικοί πώς τοποθετείστε εσείς απέναντι στο φαινόμενο.
Ήμουνα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Όσο για τους δημοσιογράφους που γίνονται πολιτικοί πού βλέπετε το κακό. Κάθε πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα. Ο «σοφός λαός» ψηφίζει…
Διδάξατε στο Πάντειο δημοσιογραφία. Τι δεν ξέρουν, τι δεν μαθαίνουν οι νέοι δημοσιογράφοι, και τι δεν έμαθαν οι παλαιότεροι με τα γνωστά αποτελέσματα αισθητικής και αγραμματοσύνης που συναντάμε εντύπως και ηλεκτρονικώς;
Τα προβλήματα αισθητικής και αγραμματοσύνης πάντα υπήρχαν στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Τολμώ να πω όμως ότι τώρα, κυρίως με τον ηλεκτρονικό «πολιτισμό», έχουν γίνει περισσότερα και πιο ευδιάκριτα. Εκτός κι αν έχουν αλλάξει πια οι έννοιες «αισθητική» και «αγραμματοσύνη» και δεν το έχω πάρει χαμπάρι γιατί βρίσκομαι «εκεί έξω».
Είμαστε στην εβδομάδα που είχαμε αλλαγή σκυτάλης στην πολιτική διακυβέρνηση με θετική έκπληξη τον αποκλεισμό της Χρυσής Αγής από τη Βουλή. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση για την επιρροή αυτού του σχηματισμού στην κοινωνία;
Πιστεύω πως αυτή είναι η πρώτη είδηση τούτων των εκλογών. Ας ελπίσουμε πως η άγνοια, η αρνητικότητα και η ελληναροσύνη που δημιούργησαν τη Χρυσή Αυγή να εκλείψουν δια παντός, και οι πολίτες που τη χάιδεψαν να καταλάβουν ποια προβιά χάιδεψαν. Ας ρωτήσουν και τη μάνα του Φύσσα.
Πόσος χρόνος απαιτείται για να αποσυμπιεστείτε από ένα βιβλίο ώστε ν’ αρχίσει να σχηματίζεται το επόμενο; Ή γράφοντας κάτι μπορείτε να σχεδιάσετε κι ένα επόμενο;
Παραδόξως παρόλο που βουτάω βαθιά σε κάθε βιβλίο μου δεν χρειάζομαι περίοδο αποσυμπίεσης. Όμως τώρα, γράφοντας «Τα χαμένα», λες και είχαν ανοίξει οι όλες κάνουλες της μνήμης και του Χρόνου και ξαφνικά ξεπήδησε το επόμενο, με τον τίτλο του στην αρχή, με τους ήρωες να φανερώνονται ένας ένας, με σπαράγματα σκηνών και διαλόγων, κι ήταν σαν να έγραφα δυο βιβλία μαζί που το ένα δεν είχε καμία σχέση με το άλλο.
Τώρα, μέσα Ιουλίου, πώς είναι η καθημερινή ρουτίνα σας;
Περπάτημα, φρούτα από τη Λαϊκή Αγορά, στο σούπερ μάρκετ να ελέγχω τις ημερομηνίες λήξης των τροφίμων, στο ΑΤΜ για χρήματα, στο ψωμάδικο για το ειδικό καρβέλι, να λύνω σταυρόλεξα και Σουντόκου, και να θυμάμαι άλλα μέσα Ιουλίου που δεν υπήρχε ρουτίνα.
Τι διαβάζετε τώρα;
Το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού «Καινούργια Μέρα». Ξεχωριστή γραφή, μελετημένοι ήρωες, σημασία στις λεπτομέρειες, ποιητική σκληρότητα. Η νέα γενιά των συγγραφέων μας έχει πάρει τη σκυτάλη και τρέχει.
Τι φοβάστε; Μπορείτε να ζήσετε με τους φόβους σας ή έχετε βρει τρόπους να τους ξορκίζετε;
Θα μιλήσω μόνο για τους ασήμαντους φόβους μου. Φοβάμαι τα αεροπλάνα και τα φίδια. Με τα αεροπλάνα ξεμπέρδεψα ταξιδεύοντας μόνο με τρένο, πλοία, αυτοκίνητο. Τα φίδια τα ξόρκισα βάζοντάς τα σαν «ήρωες» σε κάποια μυθιστορήματά μου.
Πώς θα περιγράφατε τη σημερινή Ελλάδα με πέντε-έξι λέξεις;
Υπέροχη, Χάλια, Όμορφη, Άσχημη, Γλεντζού, Καταθλιπτική. Τελικά, τουλάχιστον δεν πλήττεις.
Το βιβλίο του Μιχάλη Φακίνου «Τα χαμένα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος