Μητσοτάκης, Τσίπρας, μόνοι εναντίον του εαυτού τους

Μητσοτάκης, Τσίπρας, μόνοι εναντίον του εαυτού τους

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε, αλλά το μέγεθος της νίκης του δεν προσδιορίζεται από τα ποσοστά. Το 40% και κάτι που πήρε, είναι αρκετά μικρότερο από ποσοστά που έλαβαν σε δεύτερες τετραετίες πολλοί προκάτοχοί του και παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να διασωθούν από την γρήγορη ήττα λόγω πολιτικών επιπτώσεων που υπάρχουν πάντα με καθυστέρηση. Αυτό που κάνει μεγάλη τη νίκη της ΝΔ και του Μητσοτάκη προσωπικά, είναι ότι έχει διαμορφωθεί ένα κοινοβουλευτικό σκηνικό πάνω στο οποίο θα μπορεί εύκολα να ισορροπεί ακολουθώντας την απλή μέθοδο των τριών. Να ελίσσεται  δηλαδή ανάμεσα σε όσα θέλουν οι επικοινωνιολόγοι, οι μιντιάρχες και οι φιλικοί επιχειρηματίες.

Ο εκ νέου πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν έχει εμφανώς πολιτικό αντίπαλο, αλλά η γεωγραφία της Βουλής θα του επιτρέπει να εμφανίζεται ως μοναδικός ηγέτης που οφείλει να ακούει κάποιος. Ο ΣΥΡΙΖΑ με ή χωρίς Τσίπρα αποτελεί μικρή απειλή για λόγους που σχετίζονται με την εσωτερική αναταραχή αλλά και την αδυναμία έτσι κι αλλιώς να παράξει πολιτική. Αντί του Μητσοτάκη, εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, θα στρέφεται ο Ανδρουλάκης ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και γι’ αυτό θα διατηρήσει τον μονομέτωπο. Στην τακτική αυτή θα συνεπικουρείται και από την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου η οποία κατά δήλωσή της κάνει για 100 βουλευτές (καλό κουράγιο στον Πρόεδρο της Βουλής). Στα δεξιά του Μητσοτάκη υπάρχουν όλα τα κόμματα και κομματίδια που προώθησε με την ακροδεξιά ρητορική του και φυσικά τα φασιστοειδή του Κασιδιάρη που ανέδειξε με τα νομικά τερτίπια που δήθεν θα παρείχαν συνταγματική θωράκιση απέναντι στους νεοναζί. Αυτό το κομμάτι της Βουλής ο Μητσοτάκης άλλοτε θα το χρησιμοποιεί ως κοινό για τα πάρτι της δεξιάς πολυκατοικίας και άλλοτε ως τον μπαμπούλα και την απόδειξη ότι ο ίδιος είναι δημοκράτης και φιλελεύθερος.

Πώς τα κατάφερε έτσι ο Μητσοτάκης; Υπάρχουν εξηγήσεις και θεωρίες. Ναι τον ανέδειξαν και τον προστάτευσαν οι επιχειρηματίες  και τα κανάλια, τον φώτισαν και τον σκηνοθέτησαν οι επικοινωνιολόγοι, τον ωραιοποίησε το κρατικό χρήμα που μοιράστηκε ανοιχτά και κρυφά, τον επέβαλλαν οι αλγόριθμοι και η χειραγώγηση του διαδικτύου. Ισχύουν όλα, αλλά ισχύει και κάτι άλλο βασικό. Ο Μητσοτάκης είχε ξεκάθαρη πολιτική, την οποία επεδείκνυε διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το προφίλ του ισχυρού, αποφασιστικού και ανυποχώρητου ηγέτη. Ακόμη και όταν το «ανυποχώρητος» αποδείκνυε τον αυταρχισμό και την έλλειψη σεβασμού στη Δημοκρατία, είχε άλλη εικόνα και χρήση στις λαϊκές μάζες. Κακά τα ψέματα, κανένας λαός δεν επιλέγει ηγέτη που δεν δείχνει εικόνα αποφασιστικότητας και δυναμισμού, ακόμη και αν αυτό είναι τελικώς σε βάρος της κοινωνίας.

Ο Μητσοτάκης κυβερνά σε ένα περιβάλλον που είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, ευνοϊκό γι’ αυτόν, αλλά ταυτόχρονα δεν διαθέτει τους αναγκαίους βαρβάρους για να τους αποδίδει όλα τα κακά. Όπως θα έλεγε ο Άκης Πάνου, «ο πιο καλός του φίλος και ο πιο κακός εχθρός του είναι ο εαυτός του».

Για τραγική ειρωνεία, στην ίδια θέση, αναμφίβολα για άλλους λόγους, είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Βρίσκεται σε μια βίαιη αναμέτρηση με τον εαυτό του, με μοναδική πρόκληση να καταφέρει να τον νικήσει. Η αναμέτρηση δεν είναι μόνο βίαιη λόγω των εσωτερικών διλημμάτων που άφησε να διαφανούν στην δήλωσή του μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά του ίδιου του πολιτικού του χώρου. Τα περί αναστοχασμών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και δημοκρατικής δημιουργικότητας, είναι λεκτικές ωραιοποιήσεις σαν αυτές που επί χρόνια επιστρατεύονταν για να κρύψουν την παθογενή κατάσταση στο εσωτερικό του. 

Ο Αλέξης Τσίπρας θα βρεθεί ανάμεσα σε πυρά και επικρίσεις, κυρίως αυτών που δεν πέταξε από το κόμμα ως ανίκανων να αφουγκραστούν και να δράσουν. Αναμφίβολα στον ίδιο πέφτει η ευθύνη και για την ήττα και για την πορεία του κόμματος, αλλά έχει σημασία να δει κανείς τι είδους είναι η ευθύνη; Είναι ανίκανος πολιτικά; Η ιστορία έχει αποδείξει πως όχι. Πήρε ένα μικρό κομματίδιο, το έκανε κυβέρνηση και το πέρασε μέσα από τη μπόρα των διεθνών εξελίξεων. Άρα δεν είναι ανίκανος. 

Το βασικό λάθος του Αλέξη Τσίπρα, είναι ότι διαπραγματεύτηκε με τον πιο απαράδεκτο τρόπο τον ηγετικό του ρόλο στο κόμμα, τον ναρκοθέτησε και τελικώς τον παρέδωσε στα δόντια του κάθε τρωκτικού που μασουλάει τσιτάτα ενώ στην πραγματικότητα χωνεύει τα καλούδια της εξουσίας. Σε όλη του την πορεία ο Τσίπρας, δέχθηκε να είναι περισσότερο απολογούμενος στο καταστατικό λειτουργίας του κόμματος και τα φαντασιακά των κατά απονομή κομματικών πεφωτισμένων, παρά στις ανάγκες διακυβέρνησης. Δέχθηκε να αιμορραγεί από τις πληγές που του άνοιγαν οι σύντροφοί του, μεταφέροντας το κάθε αφήγημα του Μητσοτάκη στο εσωτερικό του κόμματος ως πολιτική αναγκαιότητα που πρέπει να εξεταστεί θεωρητικώς. Απίδια μάντολες.

Ο Τσίπρας πήγε στο εξωτερικό, έκανε διαπραγματεύσεις, εκτιμήθηκε από ξένους ηγέτες, αγαπήθηκε και μισήθηκε από Έλληνες, δημιούργησε όραμα και προσμονή, είχε δηλαδή όλα τα στοιχεία που καθιστούν κάποιον πολιτικό μέγεθος, αλλά παραδόθηκε στους κοριούς της Κουμουνδούρου και τα παράσιτα της ιδεοληψίας.

Το απόγευμα της Κυριακής, όταν το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν πλέον δεδομένο, στον έβδομο όροφο της Κουμουνδούρου, τριγυρνούσαν μέλη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που απέδιδαν την ήττα στην «δεξιά στροφή του κόμματος», στην «Πασοκοποίηση» ενώ άλλοι ακριβώς στο αντίθετο, την επίκληση δηλαδή της Αριστεράς. Κανένας φυσικά δεν απέδιδε στον εαυτό του και στην αδυναμία του να έχει σχέση με την κοινωνία και τα προβλήματά της.

Πρόκειται για μια διαχρονική τραγωδία των κομμάτων της Αριστεράς, να αποδίδουν την ήττα σε βαριές ιδεολογικές υποχωρήσεις και αλλοίωση των χαρακτηριστικών τους, ενώ αυτό που κάθε φορά φέρνει τη συντριβή είναι η αποχή από την πραγματικότητα. Η Αριστερά είναι οπαδός και φάρος ιδεών όπως θέλει να λέει, αλλά ταυτόχρονα είναι και συλλέκτης νάρκισσων που κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Ρίξτε μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ και αναρωτηθείτε γιατί όποιος αποχωρεί «για ιδεολογικούς λόγους», καταλήγει να γίνει αρχηγός κόμματος ή αποκόμματος. Γιατί θεωρεί ότι κόσμος είναι κοπάδι και αυτός ο κατάλληλος βοσκός που θα τον οδηγήσει. 

Ο Τσίπρας γνώριζε και έβλεπε την αρρώστια του χώρου του αλλά προφανώς πίστευε πως αν τον κρατήσει ενωμένο έστω τεχνητά, θα είναι παρών όταν ο Μητσοτάκης θα πέσει σαν ώριμο φρούτο. Για να σε εκτιμήσει όμως κάποιος πολιτικά την ώρα εκείνη, πρέπει να υπάρχεις και πολιτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο ο Τσίπρας και τα απομονωμένα από την ηγεσία κομματικά μέλη με τις αγωνίες τους. Η ενδιάμεση βαθμίδα των στελεχών ήταν ένας στρατός ατάκτων, που από την εξουσία κράτησαν μόνο την πεποίθηση ότι την δικαιούνται. 

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν παραδόθηκε στον Μητσοτάκη, αλλά παραδόθηκε στην μετριότητα των συνεργατών του και την παθογένεια του χώρου του. Τα κόμματα είναι συλλογικότητες που αποφασίζουν και δρουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια λέσχη αυτοεπιβεβαιωτικών συζητήσεων, πολιτικών ινφλούεσερ, τεχνητής θεσμολαγνείας, επιλεκτικού δικαιωματισμού και δικαιωματιστών και προβληματικής αντίληψης που βαφτίστηκε προβληματισμός. Ό,τι ανοησία γεννούσε ο καθένας το βάφτιζε Δημοκρατία και όποια κριτική δεχόταν την αποκαλούσε εχθρότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τα πάντα, εκτός από σχέση με την πραγματικότητα.

Την ιστορική από κάθε άποψη ώρα, το θέμα δεν είναι τα «γιατί» αλλά τα «τι». Τι θα γίνει ή τι πρέπει να γίνει;

Ο Αλέξης Τσίπρας ίσως αισθάνεται ότι έχει ένα χρέος απέναντι στον εαυτό του, τον κόσμο που τον πίστεψε και την Ιστορία. Γνωρίζει ότι μπορεί και ίσως αυτό να είναι η μεγάλη παγίδα. Μπορεί  αλλά με ποιους και πώς; Με αυτούς τους ομόκεντρους κύκλους γύρω του που θεωρεί ότι είναι κυματισμοί στην όμορφη θάλασσα των ιδεών και είναι τα απόνερα στο έλος του μικροκόσμου;

Μπορεί ή θέλει να συμπορευθεί με όλους αυτούς που στάθηκαν υπογείως απέναντι; Ποιος από το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ κονταροχτυπήθηκε με την οικονομική πολιτική του Μητσοτάκη; Ποιος διατύπωσε όχι στα κανάλια αλλά στην περιφέρειά του τις θέσεις για την Υγεία ή την Παιδεία; Ο λόρδος της Οικονομίας του, έκανε επί τέσσερα χρόνια φλεγματικές αναρτήσεις στο facebook  και προεκλογικά ανακάλυψε τα τοπικά νομίσματα για να έχει επιχειρήματα ο Μητσοτάκης. Ο άνθρωπος που είχε γραμματέα στο κόμμα και οι όμοιοί του αποκαλούσαν ειρωνικά  followers τα νέα μέλη του κόμματος και παρεμπόδιζαν συστηματικά την διεύρυνση. Η πρώην υπεύθυνη οργανωτικού του κόμματος ενημέρωνε τα νέα μέλη που αγωνιούσαν να αναλάβουν δράση ότι δεν τους αναγνωρίζει ως μέλη. Πρακτικά δηλαδή έκανε κουμάντο στο κόμμα μια κυρία που η κοινωνία δεν ξέρει ούτε ποια είναι, ούτε πώς την λένε. Οι υπεύθυνοι για την πολιτική για τις Τράπεζες, αντί να διαμορφώσουν πολιτική για τα κόκκινα δάνεια, τους πλειστηριασμούς και την ασυδοσία των Τραπεζών, παζάρευαν θέσεις στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Κανονικά θα έπρεπε να πάνε στο εξοχικό τους για το υπόλοιπο της σύνταξης. 

Τα επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψαν την υπερφορολόγηση Μητσοτάκη μέσω των έμμεσων φόρων δεκαπέντε μέρες πριν τις εκλογές και αφού έγινε πρωτοσέλιδο στο  Documento. Και μια που λέω για το Documento, να θυμίσω ότι αποκάλυψε πάνω από 100 σκάνδαλα τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ανίκανος να αξιοποιήσει πολιτικά χαράσσοντας πολιτική. Όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά πολλοί καπετάνιοι της λίμνης του Μαραθώνα, είχαν το θράσος να βγάζουν και γλώσσα γιατί «δεν ωφελεί η συζήτηση για τα σκάνδαλα». Φυσικά και δεν ωφελεί αν δεν υπάρχει κάποιος να κάνει πολιτική πρόταση με βάση όσα αποκαλύπτονται και τοποθετεί υποσυνείδητα τον εαυτό του στη θέση του αρνητικού ήρωα των σκανδάλων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κλείνει τον ιστορικό του κύκλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Θεωρεί ο Τσίπρας ότι μπορεί να ανοίξει έναν νέο με αυτό το υλικό; Και αν θελήσει να απαλλαγεί από αυτά τα βαρίδια, πώς θα το κάνει σε ένα κόμμα που το καταστατικό του δεν προβλέπει ούτε τη διαγραφή μελών; 

Η Ιστορία και η ζωή δεν έχουν κενά. Τα κενά καλύπτονται. Ο πολιτικός χώρος που θα αναμετρηθεί με τις ακραίες  πολιτικές της Δεξιάς τα επόμενα χρόνια, εκ των πραγμάτων θα υπάρξει. Το πιο φυσικό και εφικτό είναι να τον εκφράσει ο Αλέξης Τσίπρας. Το ερώτημα είναι αν θέλει.  Ο Τσίπρας μπορεί να επιλέξει μία από τις δύο συνταγές Καραμανλή. Η μία είναι του Κώστα Καραμανλή της Ραφήνας, που αποτραβήχτηκε επιλέγοντας την ιδιωτική πολιτική παρέμβαση. Η άλλη είναι του Κωνσταντίνου Καραμανλή του Α΄, ο οποίος βρήκε τον τρόπο μετά την αποχώρησή του, να επιστρέψει στην πολιτική ως Εθνάρχης. Του ταιριάζει το δεύτερο, αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Καραμανλής από όσους είχε στο παρελθόν, κράτησε μόνο τον Μολυβιάτη. Και ο Τσίπρας δεν έχει καν Μολυβιάτη. 

Documento Newsletter