Σε διαβούλευση τέθηκε σχέδιο νόμου για τη μετατροπή των πέντε πιο μεγάλων μουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Βυζαντινού Πολιτισµού Θεσσαλονίκης και Αρχαιολογικό Ηρακλείου) σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Το σχέδιο νόμου αναρτήθηκε στο opengov για διαβούλευση μέχρι τις 28 Ιανουαρίου – δηλαδή με διαδικασίες… εξπρές – παρά τις σφοδρές αντιδράσεις φορέων και επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Σχεδόν πεντακόσιοι διακεκριµένοι και εγνωσµένης αξίας επιστήµονες µε ενυπόγραφες επιστολές έχουν ζητήσει από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να επανεξετάσει το ζήτηµα της µετατροπής των κρατικών µουσείων σε ΝΠ∆∆ και να δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανοικτό και ειλικρινή διάλογο. Το νοµοσχέδιο έχει προκαλέσει την έντονη κινητοποίηση των εργαζοµένων στα µουσεία µε ενυπόγραφες επιστολές προς τον πρωθυπουργό, των σωµατείων του υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού, της πλειονότητας των µελών ∆ΕΠ των τµηµάτων Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Ελλάδας, αλλά και αρχαιολόγων από ΑΕΙ, µουσεία και ερευνητικά ινστιτούτα του εξωτερικού. Την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη πρωτοβάθμιων σωματείων του ΥΠΠΟΑ ενάντια στην αλλαγή καθεστώτος των δημόσιων αρχαιολογικών Μουσείων, εν όψει της πρόθεσης της κυβέρνησης να φέρει το σχέδιο νόμου για ψήφιση στη Βουλή τους επόμενους μήνες, και μάλιστα λίγο πριν λήξουν οι εργασίες της Βουλής για τις βουλευτικές εκλογές του 2023.
Αυτοτέλεια και εξωστρέφεια μόνο στα «χαρτιά»
Η «αυτοτέλεια» των μουσείων που προτάσσεται ως επιχείρημα δεν ευσταθεί. Αντιθέτως με τις εξελίξεις που δρομολούνται ενισχύεται η εξάρτηση των διοικήσεων από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία και µάλιστα µε µεγάλες αµοιβές που θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισµό. Το νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου ως νοµική οντότητα διοικείται από διευθυντή και διοικητικό συµβούλιο που ορίζονται απευθείας από τον εκάστοτε υπουργό. Οι υπερεξουσίες που θα αποκτήσουν τα συγκεκριµένα διοικητικά όργανα θα εµβολίσουν τη λειτουργία των µουσείων ως δηµόσιων φορέων και θα προωθούν την κυβερνητική ατζέντα. Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ ισχυρίζεται ότι τα µουσεία στη σηµερινή τους µορφή δεν έχουν επιδείξει εξωστρέφεια. Το συγκεκριµένο επιχείρηµα καταρρίπτεται από τις δεκάδες δωρεάν εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράµµατα, δράσεις και βραβεύσεις όλα αυτά τα χρόνια.
Ιδιώτες, χορηγοί και εργολάβοι
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει µετά την παρουσίαση του σχεδίου νόµου για τα µουσεία από τη Λίνα Μενδώνη τον ∆εκέµβριο του 2020 ότι θεωρεί «πολύ σηµαντική την παρέµβαση του υπουργείου Πολιτισµού, η οποία αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα µουσεία µας όπως έχει ήδη συµβεί µε το Μουσείο της Ακρόπολης». Μέσα από τις διθυραµβικές εξαγγελίες που έγιναν από τα µέλη της κυβέρνησης διαφαίνεται ο προσανατολισµός σε ιδιωτικά και οικονοµικά κριτήρια. Οι περισσότερες λειτουργίες θα δοθούν σε ιδιώτες εργολάβους, οι εργασιακές σχέσεις θα υποτιµηθούν εκ νέου, ενώ οι εργαζόµενοι θα βρίσκονται καθηµερινά εκτεθειµένοι στην αυθαιρεσία της εκάστοτε διορισµένης διοίκησης. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να έχει άµεσες επιπτώσεις που θα επιβαρύνουν ολόκληρο το κοινωνικό σώµα, όπως αύξηση της τιµής των εισιτηρίων, µείωση των δωρεάν δραστηριοτήτων, συρρίκνωση της επιστηµονικής και ερευνητικής δραστηριότητας. Αν µάλιστα η συγκεκριµένη πολιτική επεκταθεί και σε µεγάλους αρχαιολογικούς χώρους, υπάρχει ο κίνδυνος να διασπαστεί και να αποδυναµωθεί η ενιαία Αρχαιολογική Υπηρεσία ως φορέας προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων.
Η κυβέρνηση επιστρατεύει το επιχείρηµα ότι µε αυτές τις κινήσεις θα ανακουφιστεί ο προϋπολογισµός, ωστόσο υπάρχουν βάσιµοι φόβοι ότι τελικά θα επιβαρυνθεί, ειδικά από τις παχυλές αµοιβές των µελών διορισµένων διοικήσεων. Τα παραδείγµατα του Μουσείου Ακρόπολης, της Εθνικής Πινακοθήκης, του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης –που χρηµατοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από το δηµόσιο– επιβεβαιώνουν ότι µάλλον δεν υπάρχει ένα αποτελεσµατικό παράδειγµα, ενώ δεν έχει παρουσιαστεί καµία σχετική οικονοµοτεχνική µελέτη σε σχέση µε τα οφέλη που θα προκύψουν. Με αυτό το νοµοσχέδιο η κυβέρνηση επιχειρεί µε ψευδεπίγραφα επιχειρήµατα περί ανάγκης υπέρβασης συνδικαλιστικών «αγκυλώσεων» και ευελιξίας να εισαγάγει ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια στη διαχείριση ενός δηµόσιου αγαθού. Αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριµένο σχέδιο νόµου έρχεται ως συνέχεια του νοµοσχεδίου για το Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ) και του δανεισµού αρχαιοτήτων. Μήπως µε τον συνδυασµό των ρυθµίσεων θα επιτρέπεται ο εκπατρισµός αρχαιοτήτων και από τα δηµόσια µουσεία;