Η συγκλονιστική αποκάλυψη των ομαδικών τάφων εκτελεσμένων κομμουνιστών στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης ουδόλως συγκινεί το υπουργείο Πολιτισμού και τη Λίνα Μενδώνη. Αυτό προκύπτει από την προκλητικής αδιαφορίας γραπτή απάντηση της υπουργού σε κοινοβουλευτική ερώτηση της Κυριακής Μάλαμα σχετικά με το αν προτίθεται το υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) να αναλάβει πρωτοβουλίες ανάδειξης της επώδυνης ιστορίας του ιστορικού αυτού τόπου.
Σε μία απάντηση «μνημειώδους γραφειοκρατικής αποστασιοποίησης», όπως τη χαρακτηρίζει η βουλεύτρια του Κινήματος Δημοκρατίας, η κ. Μενδώνη αναφέρει συγκεκριμένα ότι «δεν εντοπίστηκαν νεότερα στρώματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος παρά μόνο ομαδικοί τάφοι με 34 νεκρούς, οι οποίοι ανήκουν σε ταφές νεοτέρων χρόνων (20ού αι.) και ως εκ τούτου δεν συνιστούν αρχαιολογικό εύρημα» και πως «η [αρμόδια] Εφορεία παρακολουθεί τη συνέχεια εκτέλεσης του έργου από το Δήμο Συκεών και εάν διαπιστωθεί η εύρεση αρχαιοτήτων, θα προχωρήσει σε όλες τις προβλεπόμενες από τον Νόμο ενέργειες».
Ούτε λίγο ούτε πολύ η Λίνα Μενδώνη επιχειρεί να οχυρωθεί πίσω από τις διατάξεις του Αρχαιολογικού Νόμου που προβλέπουν ότι «αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830» (Ν. 4858/2021, αρθ. 2, εδαφ. βα’) και κάπως έτσι να «ξεφορτωθεί» το άβολο εύρημα που για την κυβέρνηση της ΝΔ θα ήταν καλύτερα να μην ερχόταν ποτέ στο φως για να αναμοχλεύσει «ενοχλητικές» μνήμες.
Ας υποθέσουμε ότι η αρχαιολόγος κ. Μενδώνη δεν έχει ακούσει ποτέ για την αρχαιολογία του 20ού αιώνα ούτε για το πεδίο Archaeology of the Contemporary Past που αναπτύσσεται εδώ και τριάντα πλέον χρόνια στην Ευρώπη και αλλού. Ακόμη κι έτσι να είναι, όμως, η τοποθέτησή της μοιάζει να αγνοεί πως λίγες αράδες παρακάτω, στο εδάφιο δ’ του ίδιου άρθρου, ο ίδιος ο Αρχαιολογικός Νόμος, τον οποίο επικαλείται και ασφαλώς γνωρίζει πολύ καλά, γράφει κατά λέξη: «Ως ιστορικοί τόποι νοούνται είτε εκτάσεις στην ξηρά ή στη θάλασσα ή στις λίμνες ή στους ποταμούς που αποτέλεσαν ή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν τον χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, ή εκτάσεις που περιέχουν ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία μεταγενέστερα του 1830 […] των οποίων επιβάλλεται η προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους».
Ο τόπος ομαδικών εκτελέσεων πολιτικών κρατουμένων κατά την περίοδο του εμφυλίου δεν είναι λοιπόν ιστορικός τόπος, κατά την υπουργό Πολιτισμού; Τα ευρήματα πίσω από το Επταπύργιο, τα υλικά δηλαδή τεκμήρια, της εκτέλεσης με συνοπτικές διαδικασίες έκτακτων στρατοδικείων και της ομαδικής ταφής δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων ανθρώπων, δεν είναι μάρτυρες ενός «εξαίρετου ιστορικού γεγονότος»;
Η μισή αλήθεια στην επίκληση του Αρχαιολογικού Νόμου από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ισοδυναμεί –όπως πάντα– με ψέμα. Από αυτά που μας συνηθίζει. Το ΥΠΠΟ, αντίθετα με τον έμμεσο ισχυρισμό της πολιτικής του ηγεσίας, έχει με βάση τον Αρχαιολογικό Νόμο τη θεσμική ευθύνη και την υποχρέωση να προχωρήσει στην κήρυξη της περιοχής των ευρημάτων του Επταπυργίου σε ιστορικό τόπο.
Η τοποθέτηση της Λίνας Μενδώνη, με την υποκριτική και ψευδή επίκληση θεσμικής αναρμοδιότητας, είναι μια ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση άρνησης του στοιχειώδους, μια εξοργιστική πολιτική τοποθέτηση που έρχεται κατευθείαν από την παράδοση της εμφυλιοπολεμικής δεξιάς, για να «χαϊδέψει» το ακροδεξιό ακροατήριο της κυβέρνησης της ΝΔ.