Κόβει την ανάσα η μίνι σειρά «Μην πεις λέξη» που βουτάει στο αιματοβαμμένο παρελθόν της Βόρειας Ιρλανδίας και στη ζωή της διαβόητης βομβίστριας Ντόλορς Πράις.
Κανένας δεν μπορεί να κατανοήσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για την ιδεολογία του αν δεν γνωρίζει το παρελθόν που τον οδήγησε να πιάσει όπλο στο χέρι του. Κι όταν ένας δραματουργός αποφασίζει να μιλήσει για το σκοτεινό παρελθόν της Βόρειας Ιρλανδίας είναι παράλειψη να μην αποτυπώσει επαρκώς τον τρομακτικό αντίκτυπο που είχε στις ζωές των καθολικών Βορειοϊρλανδών η αποικιοκρατική βρετανική κατοχή, επικυριαρχία και καταπίεση. Βεβαίως μια τηλεοπτική σειρά δεν είναι ντοκιμαντέρ. Ειδικά όταν προσπαθεί να χωρέσει σε εννέα επεισόδια τις πεντακόσιες σελίδες του ομότιτλου non fiction μπεστ σέλερ του Αμερικανού συγγραφέα και ερευνητή δημοσιογράφου Πάτρικ Ράντεν Κιφ στο οποίο βασίστηκε η σειρά. Αλλά και πάλι.
Για ένα νεότερο θεατή που δεν γνωρίζει ούτε για τα 800 χρόνια έριδας μεταξύ Βρετανών και Ιρλανδών ούτε για τα 30 αιματηρά χρόνια των περίφημων Ταραχών μεταξύ των καθολικών ρεπουμπλικάνων που πάλευαν για την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας και των ενωτικών προτεσταντών που παρέμεναν πεισματικά πιστοί στο στέμμα ο τηλεοπτικός χρόνος μισού επεισοδίου δεν αρκεί. Oπως δεν αρκούν οι πιασάρικες ατάκες του τύπου «στα άλλα παιδιά έλεγαν ιστορίες για νεράιδες και μάγισσες, εμείς μαθαίναμε για την απόδραση του μπαμπά», ο οποίος, περήφανο μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού καθώς ήταν, έκανε μάθημα στις δύο ανήλικες κόρες του πώς να κατασκευάζουν βόμβες.
Ωστόσο, παρά την ελλιπή αποτύπωση των φρικαλέων ανισοτήτων και της καθημαγμένης ζωής των καθολικών Βορειοϊρλανδών που ζούσαν ως πολίτες τρίτης κατηγορίας στην ίδια τους τη χώρα, η σειρά κατορθώνει να διεισδύσει στο μυαλό των πρωταγωνιστών εκείνης της ανελέητης εποχής. Oχι μόνο επειδή δεν επιχειρεί κραυγαλέους διδακτισμούς και υπερβολικές απλουστεύσεις, αλλά επειδή αποτυπώνει στα φλογισμένα πρόσωπα των νεαρών μελών του IRA την τρομακτική και απόλυτα ρομαντική πίστη ότι η είσοδός τους στον ένοπλο αγώνα ήταν η «πιο έντιμη πράξη». Κι ας μη γνώριζαν τότε τις συνέπειες που θα είχε αυτή η μοιραία απόφαση για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Το μυστήριο μιας απαγωγής
Η σειρά ξεκινάει με τη σοκαριστική απαγωγή της Τζιν ΜακΚόνβιλ από ομάδα κουκουλοφόρων μέσα από το σπίτι της στο Μπέλφαστ το 1972. Ηταν ανύπαντρη μητέρα δέκα παιδιών, την οποία έκτοτε δεν ξαναείδε κανείς. Oπως θα αποδειχθεί από τις ομολογίες επιφανών μελών του IRA, οι οποίες ηχογραφήθηκαν κρυφά σχεδόν 30 χρόνια μετά, η απαγωγή της ΜακΚόνβιλ συνδέεται με την απόφαση του IRA να αυτονομηθεί και να ριζοσπαστικοποιηθεί μέχρι την αμφισβητούμενη πολιτική επίλυση του ιρλανδικού ζητήματος με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής το 1998. Αποτελεί επίσης το κέντρο του βιβλίου και της σειράς, γύρω από το οποίο εκτυλίσσονται συγκλονιστικά γεγονότα σε μια αδυσώπητη ακολουθία αίματος, τρόμου, καταστροφής, προδοσίας, ματαιότητας και δυσβάστακτων μυστικών που αιχμαλώτισαν τις ζωές θυτών και θυμάτων. Τι συνέβη στη ΜακΚόνβιλ και γιατί; Ηταν πράγματι πληροφοριοδότρια των Βρετανών; Πού ήταν θαμμένο το πτώμα της; Και τι σήμαιναν η δική της και άλλες παρόμοιες εξαφανίσεις για τη δράση του IRA και των ηγετικών στελεχών του;
Το άλυτο μυστήριο με το οποίο μπολιάζεται το ξεκίνημα της σειράς ακολουθεί η καταιγιστική δράση με πρωταγωνιστές μέλη του IRA, κυρίως την Ντόλορς Πράις, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα στρατιώτης του IRA. Διαβόητη φιγούρα του άγριου αντάρτικου πόλης, η Ντόλορς Πράις δίνει στη σειρά το πιο ανθρώπινο πρόσωπο της ένοπλης αντίστασης, αλλά και το πιο αποφασισμένο, όταν στο ξεκίνημά της ακόμη ληστεύει μια τράπεζα ντυμένη καλόγρια μαζί με την αδελφή της, Μαριάν. Είναι εκείνη που θα γράψει σε πολύ νεαρή ηλικία μια από τις πιο διάσημες σελίδες στα χρονικά των Ταραχών, όταν μαζί και πάλι με την αδελφή της τοποθέτησαν βόμβες στο κέντρο του Λονδίνου, προκαλώντας τρόμο και εκατοντάδες τραυματισμούς.
Προδοσία και απομάγευση
Οι σκηνές στη φυλακή του Λονδίνου όπου οδηγήθηκαν μετά τη σύλληψή τους και η απεργία πείνας που ξεκίνησαν για να πετύχουν τη μεταφορά τους στις ιρλανδικές φυλακές, αλλά κυρίως οι σκηνές της υποχρεωτικής σίτισής τους από τους γιατρούς της φυλακής, είναι καθηλωτικές. Πρόκειται για το γυμνό δράμα στην κορύφωσή του με θύματα δύο νέα κορίτσια που απαλλοτρίωσαν στο όνομα του μεγάλου σκοπού με τον οποίο γαλουχήθηκαν όχι μόνο τα νιάτα τους αλλά και ένα ψυχικό απόθεμα που δεν θα ξαναβρούν ποτέ.
Ειδικά η Ντόλορς, η οποία όσο προχωράει η σειρά αποδεικνύεται πιο ευάλωτη, παρά την αρχική ασίγαστη φλόγα της. Η απομάγευση όταν η σκληρή πραγματικότητα επιβάλλει τους αναπόδραστους όρους της αποτυπώνεται σπαρακτικά στο βλέμμα της Βορειοϊρλανδής ηθοποιού Λόλα Πέτικρου, η οποία ενσαρκώνει την ηρωίδα σε νεαρή ηλικία. Η οριακή προσωπικότητα της Ντόλορς σε ώριμη ηλικία, η απογοήτευση από την προδοτική, όπως θεωρούσε, ειρηνευτική διαδικασία και η χαμένη μάχη με τους δαίμονες του σκληροπυρηνικού παρελθόντος της αποδίδονται εξαιρετικά από τη Μάξιν Πικ, αν και μας έλειψαν περισσότερα κομμάτια από το παζλ της ενήλικης διαδρομής της.
O αμφιλεγόμενος Τζέρι Ανταμς
Μεγάλος πρωταγωνιστής της σειράς είναι ο μυστηριώδης και αμφιλεγόμενος Τζέρι Ανταμς, ηγέτης του κόμματος Σιν Φέιν από το 1983 ως το 2018, ο οποίος δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να αποτινάξει από πάνω του τη φήμη ότι υπήρξε σημαντικός ηγέτης του IRA. Είναι μια κατηγορία που αρνείται σθεναρά μέχρι σήμερα, προβάλλοντας τη δράση του ως εξέχουσας προσωπικότητας της ειρηνευτικής συμφωνίας. Παρά την ομολογία των συντρόφων του ότι ήταν πίσω από τη συγκεκριμένη και άλλες δολοφονίες και παρότι ανακρίθηκε για το έγκλημα που στέρησε τη ζωή της Τζιν ΜακΚόνβιλ, ουδέποτε κατηγορήθηκε επίσημα, με την παραγωγή της σειράς να κρατάει αποστάσεις αναφέροντας στο τέλος κάθε επεισοδίου ότι ο Τζέρι Ανταμς αρνείται κάθε συμμετοχή στον IRA και σε οποιαδήποτε πράξη ένοπλης βίας.
INFO
Η μίνι σειρά εννέα επεισοδίων «Say nothing» προβάλλεται από το Disney+