Μιμή Ντενίση: «Αν ήµουν στην Αγγλία, µε όλα αυτά που κάνω θα ήµουν εκατοµµυριούχος»

Μιμή Ντενίση: «Αν ήµουν στην Αγγλία, µε όλα αυτά που κάνω θα ήµουν εκατοµµυριούχος»

Ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας με μια αυθεντική σταρ – μια ανεπανάληπτη εμπειρία με πολλές εκπλήξεις.

Το καλαίσθητο διαµέρισµά της βρίσκεται στο Πεδίον του Άρεως και θυµίζει παλιά καλή Αθήνα. Με υποδέχτηκε η κ. Νατάσσα, η γραµµατέας της, η οποία µου εξοµολογήθηκε: «∆ουλεύω µε την κ. Ντενίση εδώ και 28 χρόνια. Πριν δούλευα µε την κ. Φαραντούρη, η οποία όταν έληξε η συνεργασία µας µου είπε: “Φεύγεις από την αντιστάρ για να πας στη σταρ”». Μα είναι σταρ η Μιµή Ντενίση. Καταρχάς είναι η µόνη που τα δικά της έργα, γραµµένα δηλαδή από την ίδια, γίνονται οι µεγαλύτερες επιτυχίες της. Παραστάσεις που κρατάνε για χρόνια και τα πιο µεγάλα θέατρα γεµίζουν από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.

Την ίδια την πέτυχα ευδιάθετη και µε µεγάλη όρεξη για να µιλήσει και να πει πέντε δέκα ενδιαφέροντα πράγµατα, απαυδισµένη –όπως µου είπε πολλές φορές– από την ασηµαντολογία των τηλεοπτικών εκποµπών στις οποίες συχνά την καλούν. Μια πιο ενδοσκοπική Ντενίση, ισορροπηµένη, προσγειωµένη –γειωµένη θα έλεγα καλύτερα–, ήρεµη και µε πολύ χιούµορ, που αναφέρεται σε όλους και σε όλα. Αφορµή φυσικά για τη συνάντησή µας ήταν η ταινία «Σµύρνη µου αγαπηµένη», σε δικό της σενάριο, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη και µε υπέροχη µουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη.

Ψάχνοντας στο διαδίκτυο έπεφτα συνέχεια σε ανούσια άρθρα µε απίστευτους τίτλους. Πιστεύετε ότι φέρετε ευθύνη όταν πηγαίνετε σε ένα πρωινάδικο, από το οποίο κρατάνε τα πιο ασήµαντα και τα αναπαράγουν στα δεκάδες σάιτ;

Πάντα κρατάνε το πιο ασήµαντο. Γι’ αυτό πλέον έφτασα σε σηµείο να νευριάσω και στη συνέχεια να διαβάζω τίτλους του τύπου «Εξαλλη η Ντενίση». ∆εν είµαι έξαλλη, λέω τα αυτονόητα. Ερχονται στην πρεµιέρα στο Μείζονος να συζητήσουµε για ένα έργο το οποίο πάει δεύτερο χρόνο και όλοι οι ηθοποιοί έχουµε τρακ και αγωνία µετά την κρίση της πανδηµίας –που επίσης είναι πάρα πολύ πολιτικό έργο (χαρακτηριστικά ο κ. Κουτσούµπας µου είπε: «Εθεσες τόσα θέµατα που δεν έχουµε δει σε άλλες κι άλλες παραστάσεις») που ασχολείται µε δικτατορίες και εργατικές εξεγέρσεις– ε και µου κάνουν την εξής πρώτη ερώτηση: «Τι πιστεύετε για την κόντρα Μουτσινά – Καπουτζίδη;». Πείτε µου εσείς, να µη νευριάσω; Αυτό γίνεται ένας τίτλος που διαρκεί µόνο δέκα µέρες.

∆υστυχώς, όµως, µένει στο διαδίκτυο.

Ας µένει, τι να κάνω, να µην εκνευριστώ; Πηγαίνω στον ΟΗΕ και µιλάω για το προσφυγικό, που δεν έχει πάει άλλος ηθοποιός. Μίλησα σε ένα δεκαπενθήµερο γύρω από τη θέση της γυναίκας εν µέσω προσφυγικών κρίσεων. Αυτό είναι πολύ πιο σηµαντικό από το αν έκοψα τα µαλλιά µου ή αν τσακώθηκε ένας ηθοποιός µες στον θίασό µου. Το βλέπω να παίζει στις ειδήσεις τόσο δα και να εξαφανίζεται αµέσως. Τι να κάνει από κει και πέρα ο καλλιτέχνης; Και να σας πω κάτι άλλο; Αν δεν είχα την ευθύνη ενός πολύ µεγάλου θεάτρου που πρέπει να γεµίζει ή µιας µεγάλης κινηµατογραφικής παραγωγής, δεν θα έβγαινα καθόλου και πουθενά. Με εκνευρίζει πια όλο αυτό το πράγµα.

Ο µύθος του καλλιτέχνη χτίζεται και µε µια απόσταση από τον κόσµο. Μήπως σας βλάπτει τελικά όλη αυτή η υπερέκθεση;

Το πιστεύω ότι γενικά συµβαίνει αλλά δεν το έχω δει στη δική µου περίπτωση. Ο καλλιτέχνης συνήθως δεν έχει αστική προέλευση, η οποία αποτελεί εµπόδιο και όχι συν. Θεωρείται ότι όταν ζει σε ένα πιο µπουρζουά περιβάλλον είναι πιο συµβατικός. Εγώ ξεκίνησα από ένα αστικό περιβάλλον, από τους γονείς, από τους παππούδες µου, µε την έννοια όµως της µόρφωσης, όχι των χρηµάτων. Στην Ελλάδα υπάρχουν οι µορφωµένοι, όχι οι πλούσιοι. Ούτε κόµισσες έχουµε ούτε βαρόνους, τι να κάνουµε; Προέρχοµαι από παλιά οικογένεια οπλαρχηγών στο Μεσολόγγι, η γιαγιά µου και η µαµά µου όµως πήγαν στο πανεπιστήµιο. Άρα µεγάλωσα σε περιβάλλον πνευµατικό που σταδιακά έγινε αστικό. Όταν µια κοπέλα τελειώνει το Κολλέγιο και τη Φιλοσοφική και προέρχεται από καλό σπίτι, αυτοµάτως είναι αστή – στο θέατρο αυτό είναι εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Τα πρώτα χρόνια αυτό δηµιουργούσε απόσταση µε το κοινό.

Σας εκλάµβαναν ως σνοµπ;

Ναι, ότι µπορούσε να υπάρχει και αυτό. Ισως εγώ ήµουν πολύ πιο µαζεµένη, πολύ πιο ξύλινη στον τρόπο που µίλαγα. Από ανασφάλεια σίγουρα. Με µυθοποίησαν κάπως σαν την απόµακρη ντίβα, κάτι το οποίο εµένα δεν µου άρεσε να κουβαλάω σαν «µύθο». Μόνη µου κατάφερα να το σπάσω· έλεγα ότι οι άνθρωποι πρέπει να καταλάβουν πόσο απλή είµαι και πόσο κοντινούς και συναφείς προβληµατισµούς έχω µε τους δικούς τους. Την τελευταία δεκαετία, όταν ασχολήθηκα εγκάρδια και όχι προσχεδιασµένα µε το προσφυγικό, όταν µπήκα στα ακτιβιστικά και πηγαίναµε µε τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ και βλέπαµε τι γινόταν, συνειδητοποίησα πόσο πιο κοντά µου ήρθε και το κοινό. Τελικά µπορεί να είναι χρήσιµη η µυθοποίηση του καλλιτέχνη – πιστεύω ακράδαντα όµως πως είναι πιο καλή και πιο ανθρώπινη η σηµερινή µου εικόνα.

Ας υποθέσουµε ότι είστε εξωστρεφής άνθρωπος. Η τόση εξωστρέφεια δεν προϋποθέτει και µοναξιά;

Καταρχάς δεν είµαι εξωστρεφής, είµαι εφ’ όρου εσωστρεφής. Ψεύτικα εξωστρεφής…

Ψεύτικα εξωστρεφής; Αυτή είναι δήλωση τώρα.

Αλήθεια λέω. ∆εν υπάρχει άλλος στο περιβάλλον µου που να του αρέσει να είναι τόσες ώρες µόνος του στο σπίτι, να µελετάει και να διαβάζει, αλλά µάλλον δεν είναι στο κάρµα µου να ικανοποιώ την επιθυµία µου. Η αδερφή µου, που είναι καθηγήτρια στην Καλών Τεχνών, αρέσκεται πολύ στο έξω, στο ταβερνάκι και στα κοινωνικά. «Πώς έχει γίνει το ανάποδο συµφώνως µε τον χαρακτήρα που έχουµε;» αναρωτιέται. Εξωστρεφής είµαι στον βαθµό που θέλω εγώ. Το µέσα µου, το εσωτερικό µου, δεν το µοιράζοµαι σχεδόν µε κανέναν. Είµαι κοινωνική και ευπροσάρµοστη. Είτε µε πας σε ένα χωριό –θα πιάσω φιλία και θα µε αγαπήσουν ο µπακάλης, ο καφετζής και ο κηπουρός– είτε µε πας στο Ritz και µε επισκεφτούν δύο Αγγλίδες ladies θα νιώθω το ίδιο άνετα. ∆εν ξέρω αν αυτό λέγεται εξωστρέφεια ή προσαρµοστικότητα. Επίσης, µε το µεγάλο κοινό ποτέ δεν αισθάνεσαι ότι είσαι µε πάρα πολύ κόσµο.

Πώς γίνεται αυτό; Το αντίθετο θα πίστευα.

Πιο δύσκολα θα έπαιζα σε ένα µικρό θέατρο απ’ ό,τι σε ένα µεγάλο. Όχι από µεγαλοµανία· απλώς το µεγάλο θέατρο είναι ένας τεράστιος χώρος όπου όταν σβήνει το φως είναι σαν να µιλάς σε έναν άνθρωπο. ∆εν έχεις άµεση επαφή, είσαι εσύ µέσα από τον ρόλο σου και στο σκοτάδι οι πολλοί που γίνονται ένας. Αντιθέτως, όταν είσαι σε ένα µικρό χώρο οι θεατές γίνονται ένας, ένας και άλλος ένας. Ισως επειδή έτσι το έχω συνηθίσει, να το βλέπω κι έτσι.

Αποσκοπούσατε στην τελειοποίηση της τέχνης πρώτα και µετά του εαυτού σας ή το αντίστροφο;

Προσπάθησα να γίνω καλύτερη ως καλλιτέχνιδα και αυτό µε έκανε καλύτερο άνθρωπο. Πολλοί µπορεί να πιστεύουν ότι ο µεγάλος καλλιτέχνης είναι ένα τέρας, όµως εγώ δεν το πιστεύω. Κάπου θα υπάρξει µια ρωγµή και στον τρόπο που παίζεις και τον τρόπο που γράφεις. Αν προχωρώντας τα χρόνια σε καταπιεί η δηµοσιότητα και αποκτήσεις τεράστια έπαρση, θα εµφανιστεί η ρωγµή. Προσωπικά πιστεύω ότι είµαι καλύτερος χαρακτήρας τώρα απ’ ό,τι ήµουν στα 18 µου. Τότε αισθανόµουν την έπαρση µιας πάρα πολύ καλής µαθήτριας που είχε τον κόσµο όλο µπροστά της. Ελεγα «όλα καλά», µα µε τα χρόνια, τις ατυχίες και τις τραγωδίες της ζωής µου, την επαφή µου µε τον κόσµο και τα προβλήµατά του βγήκα από τη γυάλινη σφαίρα του Κολλεγίου και του καλού σπιτιού.

Η Φιλοσοφική ήταν το πρώτο χτύπηµα για µένα. Οταν έβλεπα παιδιά που δεν είχαν τα απαραίτητα, κάτι που δεν είχα δει στο Κολλέγιο, για µένα ήταν ξύπνηµα. Το ότι έβλεπα ανθρώπους να µε δείχνουν και να λένε «τι θέλει τώρα εδώ πέρα αυτό το κοριτσάκι από το Κολλέγιο;» µάλλον δυνάµωσε τον χαρακτήρα µου και µε βελτίωσε. Υπολογίστε ότι δεν την ψώνισα κιόλας, µια παγίδα στην οποία έπεσαν άλλοι ηθοποιοί µαζί µε την ψευδαίσθηση της εξουσίας και του «κάνω ό,τι θέλω». Εκεί τελείωσε για µένα ο καλλιτέχνης. ∆εν µπορεί να είσαι καλλιτέχνης και να σκέφτεσαι έτσι. Πού πας χωρίς οµάδα, ρε φίλε; Αµα δεν σε θέλουν οι άλλοι, τι θέατρο θα κάνεις; Εγώ θέλω οι γύρω µου, ακόµη κι αν δεν είναι άριστοι, να γίνουν κατά τη διάρκεια της δουλειάς και να φαίνονται κιόλας. Αν προσέξετε, όλοι οι συνεργάτες µου είναι προβεβληµένοι, δεν θέλω να είναι στο κέντρο η Μιµή και γύρω µου κάποια ξαδέρφια και φίλοι µου.

Είπατε ότι θαυµάζατε τον Τρίτση…

Όλοι οι έξυπνοι άνθρωποι θαύµαζαν τον Αντώνη. Είναι κάποιοι πολιτικοί, ανεξαρτήτως κοµµάτων, που έχουν εντυπωθεί στον νου µας. Ο Αντώνης ήταν ένας πάρα πολύ ανοιχτός πολιτικός.

Πιστεύετε ότι θα ήσασταν µαζί σήµερα αν ήταν εν ζωή;

Ναι, σίγουρα. Είχαµε παρεµφερή χαρακτήρα. Από άλλο δρόµο, αλλά αλληλοσυµπληρωνόµασταν. Είχαµε τα ίδια µεγαλόπνοα οράµατα. Ο Αντώνης έκανε µεγάλα σχέδια και για µένα και για την πολιτική, γι’ αυτό και πολλά σχέδιά του, για τα οποία τότε τον λοιδορούσαν, υλοποιήθηκαν αργότερα. Και την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και το εναέριο τραµ που συζητάνε µέχρι τώρα… ο Αντώνης τα είχε πει εδώ και 30 χρόνια.

Ποιοι είναι οι οραµατιστές πολιτικοί που µας κυβερνούν σήµερα;

∆εν βλέπω πολιτικούς µε κανένα όραµα. Μου λείπει πολύ αυτό, ανεξαρτήτως κοµµάτων. Πολιτικοί µε όραµα για την Ελλάδα. Μπορεί να θαυµάζω τον Ελευθέριο Βενιζέλο, βλέπω όµως και τα λάθη του, γιατί έκανε και πολλά λάθη. ∆εν τολµάµε να τα λέµε συχνά· µας αποτρέπει η ετικέτα του «µεγάλου». ∆εν παύει να είναι µεγάλη προσωπικότητα που συγκλόνισε όλη την Ευρώπη. Ο µπαµπάς µου ήταν συµµαθητής µε τον Χαρίλαο Φλωράκη. Συνέβαινε το εξής ιδιόρρυθµο: ήταν τρεις συµµαθητές, ο πατέρας µου που έγινε στρατηγός, ο Φλωράκης και ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ. Και οι τρεις ήταν στον πρώτο µου γάµο. «Πατέρα, πώς τα συνδυάζεις όλα;» τον ρωτούσα και µου απαντούσε: «Παιδάκι µου, παντού έχει καλούς και κακούς, χαζούς και έξυπνους. Εµείς ήµασταν τρεις άνθρωποι, έξυπνοι σχετικά, και κρατήσαµε τη µεγάλη φιλία µας». Αυτό λείπει από τους σηµερινούς πολιτικούς. Βλέπεις έναν χαρισµατικό άνθρωπο µε πολύ «µικρούς» ανθρώπους γύρω του. ∆εν ξέρω πώς τους επιλέγουν. Βέβαια, µόνο από τους πολιτικούς λείπει το όραµα σήµερα; ∆εν λείπει από τους καλλιτέχνες και τους πνευµατικούς ανθρώπους;

Ας µη µεµφόµαστε τους καλλιτέχνες. Τα τελευταία χρόνια έχουν πέσει θύµατα µιας κάκιστης διαχείρισης. Βάλτε και τον κορονοϊό που τους τσάκισε.

∆εν το συζητώ. Μπορεί εγώ ας πούµε να έχω ένα µεγάλο όραµα και να µη βγει όπως το θέλω. Η επιτυχία και η αποτυχία πάνε µαζί. Είναι ωραίο όµως να βάζεις υψηλούς στόχους. Η ταινία αυτή ήταν σαφώς ένας υψηλός στόχος και όχι για τη Μιµή. Ήταν ένας στόχος για το θέµα και µόνο. Ήθελα να γίνει αυτό το θέµα χωρίς να είναι πατριωτικό –µακριά από µένα τα εθνικιστικά–, να µείνει και να λέει: «Η Τουρκία έχει εθνικισµό, η Ελλάδα έκανε δέκα λάθη, η Ευρώπη µας πούλησε». ∆εν µπορεί αιωνίως να το καλύπτουµε τεχνηέντως. Εγινε κανονική προδοσία – πήγαµε ξυπόλυτοι στα αγκάθια, υποτίθεται µε την υποστήριξη της Ευρώπης, η οποία αποσύρθηκε µόλις βρήκε κάποιο άλλο συµφέρον. Να γιατί ήθελα να κάνω την ταινία αυτή.

Τι σχέση έχει ο σύγχρονος Ελληνας µε την ιστορία του;

Κακή. Ξέρετε ποια είναι η χαρά µου µε την ταινία; Το 80% των θεατών είναι νέοι. Μου έχει κάνει φοβερή εντύπωση που παίρνω ατέλειωτα µηνύµατα παιδιών και νέων από 12 µέχρι 25 χρόνων. Ξέρετε τι µου γράφουν όλα; «Ηταν ένα βαρετό κεφάλαιο στην ιστορία που το προσπέρναγα»… Όταν το σηµερινό παιδί, το έξυπνο, ακούει από τη µια ότι «υπήρξε συνωστισµός» και από την άλλη ότι ήταν «οι καλοί Ελληνες και οι κακοί Τούρκοι» δεν ενδιαφέρεται. Όταν όµως βλέπει στην ταινία όλη την ίντριγκα που έγινε δεν µπορεί να µη συγκλονιστεί.

Αρκεί να είναι µια καλογυρισµένη παραγωγή όπως η δική σας.

Εννοείται. Όταν µε ρωτάνε γιατί δεν το πάω προς την πολιτική τούς λέω ότι αυτό το έργο και η συνέχειά του είναι πολιτικό statement. Θα µπορούσε να είναι πολύ πιο ολοκληρωµένο αναφορικά µε τις σχέσεις των ηρώων, κάνεις όµως την απαραίτητη επιλογή, όπως και στο θέατρο. Πόσο µάλλον στο σινεµά που ο φιλµικός χρόνος είναι πολύ περιοριστικός. Λες «τι θέλω να κάνω;». Μια ταινία όπου να πρωταγωνιστεί η προσωπική µου ιστορία και το background να είναι πολιτικό; Ή να κάνω µια ταινία που πρωταγωνιστούν η Σµύρνη και το θέµα της; Το δεύτερο ήθελα εγώ, γιατί το τραύµα του ’22 είναι ακόµη ανοιχτό και πολύ παραγνωρισµένο από την ιστορία µας, µε πάρα πολλές λανθασµένες εκτιµήσεις. Θα µου πείτε «εσύ θα τις διορθώσεις;». Όχι, επειδή εγώ όµως σπούδασα Ιστορία, επίτηδες δεν έβαλα πλάι µου µόνο έναν ιστορικό σύµβουλο. Θα µε πατρόναρε ανάλογα µε τα κοµµατικά, γι’ αυτό χρησιµοποίησα όλα τα κείµενα. Και του Αµερικανού και του Αγγλου πρόξενου και του Βενέζη και του Αγτζίδη, συγγραφών και ερευνητών άλλων δεξιών και άλλων αριστερών, από τους οποίους εγώ έβαλα τα πάντα µέσα µε σκοπό να το αφήσω στην κρίση του θεατή. Ο Αµερικανός π.χ. έγραφε «εµείς πρέπει να µείνουµε ουδέτεροι γιατί έχουµε συµφέροντα στην περιοχή» ενώ ο Τούρκος έλεγε: «Ήµασταν 500 χρόνια εδώ και µας είχατε υπηρέτες σας». Ο θεατής δεν είναι κουτός. Μπορεί να συνθέσει το δικό του παζλ.

Ο Κώστας Βουτσάς µου είχε πει πως όσοι σας κριτικάρουν κακεντρεχώς στην ουσία προσπαθούν οι ίδιοι να αναδειχτούν. Τι έχετε να πείτε;

Καταρχάς δεν είναι «όσοι», µη χρησιµοποιούµε πληθυντικό. Ενας είναι. Ο Κώστας από ευγένεια θα το είπε έτσι.

Ωραία λοιπόν, ο Λαζόπουλος πρόσφατα πάλι σας κατηγόρησε ότι αυτοθαυµάζεστε.

Εγώ λέω ότι δεν είχα καθόλου στο µυαλό µου τον αυτοθαυµασµό. Είχα κάποια δεδοµένα για µένα που θα έπρεπε να τα λένε άλλοι. Είναι έπαρση να πεις ότι στο ελληνικό θέατρο δεν έχει γράψει ποτέ Ελληνίδα πρωταγωνίστρια δικό της έργο, το οποίο είναι και η µεγαλύτερη επιτυχία της; ∆εν είπα ότι είναι η µεγαλύτερη επιτυχία των αιώνων, αλλά τι να γίνει που οι δικές µου µεγαλύτερες επιτυχίες είναι γραµµένες από µένα; ∆ηλαδή να λένε ότι έχω έπαρση επειδή αναφέρω ένα γεγονός; Επιπλέον, δεν πιστεύω ότι πρέπει να βγαίνουµε στην τηλεόραση και να µιλάµε ξύλινα. Είναι πολύ εύκολο να κάθεσαι σαν καλή κυρία και να λες «έχετε δίκιο, ήταν πράγµατι µια µεγάλη επιτυχία, καλή ήµουν κι εγώ»… Εντάξει, άνθρωπος είµαι κι εγώ, δεν µπορεί να µιλάω µόνο για το πόσο µε αγάπησε η Αλίκη ή για το πόσο αγάπησα τον Φέρτη. Νισάφι πια. Σε ό,τι αφορά τον κ. Λαζόπουλο, ειλικρινά δεν µπορώ να µπω στην ψυχολογία του. Νοµίζω πως αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να του το ρωτήσουν.

Οφείλω πάντως να οµολογήσω ότι υπήρξατε και τυχερή. Σας λάτρεψε η ιδιωτική τηλεόραση άµα τη εµφανίσει της και µετέδιδε όλες τις παραστάσεις σας όπως η «Αννα Καρένινα» και το «Εγώ η Λασκαρίνα».

Βεβαίως. Οπως και στην κρατική έτσι και στην ιδιωτική τηλεόραση έκανα πολλά. Κάποια στιγµή αποφάσισα να αλλάξω ζωή, να κάνω µόνο ένα πράγµα και να το ευχαριστιέµαι. ∆εν µιλάω για µένα τώρα, θα ήµουν αχάριστη, όµως πάντα τα οικονοµικά των περισσότερων καλλιτεχνών είναι στενεµένα και αν δεν πάνε και στο θέατρο ταυτόχρονα µε την τηλεόραση, δεν θα έχουν να ζήσουν. Στην Ελλάδα αν είσαι καλλιτέχνης και έχεις να µεγαλώσεις και ένα παιδί, όπως εγώ που έφτιαξα µια µονογονεϊκή οικογένεια, πρέπει να δουλέψεις πολύ και σκληρά. Αν ήµουν στην Αγγλία, µε όλα αυτά που κάνω θα ήµουν εκατοµµυριούχος, να είστε βέβαιος. Είναι απαράδεκτο να παρακαλάνε ακόµη οι ηθοποιοί για να πληρώνονται τις πρόβες. Αυτό θα έπρεπε να το έχει επιβάλει το υπουργείο. ∆εν µπορούµε να είµαστε στο παρακαλετό και να λέµε «πληρώστε τους ηθοποιούς για δέκα µέρες πρόβες». Παλαιότερα µου έλεγαν: «Εσύ τι είσαι, η Παπαρήγα και ανακατεύεσαι; Αφού παίρνεις το µεγάλο ποσοστό σου». Ναι, εντάξει, εγώ παίρνω το ποσοστό µου αλλά δεν µπορώ να βλέπω νέους συναδέλφους να παίρνουν 500 και 600 ευρώ µε απλήρωτες πρόβες. Ο θιασάρχης δεν µπορεί να µην προστατεύει τους µικρούς ηθοποιούς, δεν µπορεί να µην προστατεύει τους συνταξιούχους και τους τεχνικούς. Υπήρχε εποχή που έβαζα όρο στο συµβόλαιό µου πως δεν θα πήγαινα να παίξω την Τετάρτη π.χ. αν οι τεχνικοί δεν είχαν πληρωθεί τη ∆ευτέρα. Μα εγώ πώς θα παίξω αν δέκα τεχνικοί πίσω µου, απλήρωτοι οι άνθρωποι, δεν ανοίξουν τις οθόνες ή τον ήχο και δεν µε βοηθήσουν;

∆εν έχουν όλοι οι συνάδελφοί σας τη δική σας ευαισθησία.

Ας την αποκτήσουν. Κι αν δεν την αποκτήσουν, να την επιβάλει το υπουργείο. Η Ελλάδα πραγµατικό κράτος θα αποκτήσει όταν δεν θα υπάρχουµε εµείς. Η Ελλάδα είναι πολύ ωραίο έθνος µε πολύ λειψό κράτος.

Η τέχνη είναι για σας ασφαλιστική δικλίδα;

Βέβαια, τεράστια απέναντι στις υπαρξιακές µου ανησυχίες. Θα ήταν πολύ περισσότερες αν δεν είχα την αγάπη και τη δυνατότητα της δηµιουργίας. Οι άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να δηµιουργήσουν κάτι καλύπτουν κι ένα πολύ µεγάλο κενό της ζωής. Όλοι το αισθανόµαστε µε τον έρωτα και η δηµιουργία είναι έρωτας. Παίρνω ένα βιβλίο που το ψάχνω από καιρό και νιώθω σαν να συνάντησα έναν καινούργιο εραστή. Η περιέργεια και η φιλοµάθεια µας κρατούν στη ζωή και τη νεότητα. Ο άνθρωπος χωρίς αυτήν τη φιλοπεριέργεια «πέφτει».

Μα εδώ λένε στους πολύ ηλικιωµένους να λύνουν σταυρόλεξα για να ακονίζουν το µυαλό τους.

Α, ο Βουτσάς το είχε αυτό, συνέχεια σταυρόλεξα έλυνε. Μου έχει µείνει αξέχαστη η υπόκλισή του στη «Σµύρνη». Ο κόσµος έκλαιγε και αυτός µου έλεγε: «Χαίροµαι που στο τέλος της ζωής µου έκανα ένα ρόλο διαφορετικό, δραµατικό, που θα µείνει». Ξέρετε τι ήταν το πιο συγκινητικό; ∆εν το έχω πει ποτέ δηµόσια, µόνο µε τα κορίτσια του το λέµε ακόµη. Μου τηλεφωνούν µια µέρα και µου λένε: «Έλα από την εντατική, είναι µε κλειστά µάτια και δεν τα ανοίγει καθόλου». Πάω, µπαίνω µέσα µε την κόρη του τη Θεοδώρα, τον βλέπω µε τα σωληνάκια και του κάνω: «Κώστα, άνοιξε τα µάτια σου να δω ότι µε ακούς. Πρέπει να συνέλθεις γιατί έχουµε να κάνουµε την ταινία». Ανοιξε τα µάτια του… µε κοίταξε… «Κάν’ το ξανά να βεβαιωθώ» επέµεινα. Το ξανάκανε, τα ξανάνοιξε και τον χειροκροτήσαµε. Ήταν η τελευταία φορά που άνοιξε τα µάτια του…

Documento Newsletter