Με αφορµή την πρώτη καλοκαιρινή συναυλία του Μίλτου Πασχαλίδη στο Θέατρο Βράχων στις 7 Ιουνίου κάναµε µαζί του ένα µουσικό ταξίδι µε ανθρώπους και ιστορίες από την εποχή του πρώτου του δίσκου, πριν από 25 χρόνια, µέχρι σήµερα. Η φιλία του µε τον Μάνο Ελευθερίου και τη Λιλή Ζωγράφου, τα ρακάδικα στο Ηράκλειο, τα αστέρια του Αυγούστου και οι απώλειες που τον καθόρισαν.
Ο καβγάς µε τον Ξυδούς και η ενήλικη εφηβεία
Ο πρώτος δίσκος του Μίλτου Πασχαλίδη «Παραµύθι µε λυπηµένο τέλος» κυκλοφόρησε το 1995. Ενα από τα πιο όµορφα τραγούδια του είναι τα «Μπλουζ της άγριας νιότης». «Το έγραψα το 1994 έπειτα από έναν µεγάλο καβγά που είχα στο στούντιο µε τον Μάνο Ξυδούς. Ηταν ο παραγωγός του άλµπουµ και ο άνθρωπος που µε έβαλε ουσιαστικά στη δισκογραφία. Γύρισα στο σπίτι πολύ εκνευρισµένος και εκτονώθηκα παίρνοντας την κιθάρα µου και προσπαθώντας να µαλακώσω λίγο αυτό που ένιωθα. Ουσιαστικά έγραψα ένα τραγούδι για τον Μάνο. Ο σπουργίτης για τον οποίο µιλάει το τραγούδι είναι αυτός. Τον έβαλα µάλιστα να το τραγουδήσει χωρίς να γνωρίζει αυτή την ιστορία. Ηταν πολύ τρυφερή στιγµή ανάµεσά µας και του αποκάλυψα την αλήθεια µόνο αφού κυκλοφόρησε ο δίσκος. Είχαµε συµφιλιωθεί την επόµενη µέρα. Ούτε θυµάµαι πια την αιτία του καβγά. Αλλωστε οι µόνοι µε τους οποίους έχει αξία να καβγαδίζει κανείς είναι οι φίλοι του».
Ο δίσκος «Κακές συνήθειες» κυκλοφόρησε το 1998 και σηµαδεύτηκε από το οµώνυµο τραγούδι το οποίο ακούγεται όλα αυτά τα χρόνια. «Λίγο πριν από τα τριάντα µου είχα αναπτύξει έντονο προβληµατισµό για τον τρόπο που θάβει κανείς τα ξύλινα σπαθιά του και για το τίµηµα της ενηλικίωσης που ερχόταν. Ηταν για µένα ένα διαρκές αίτηµα εκείνη την εποχή, σαν αυτό που έγραψαν οι Κατσιµιχαίοι “βαθιά παραφυλάει η δύσκολη εφηβεία των 29”. Με αυτό το τραγούδι βρήκα µέσα µου ένα νήµα γιατί αυτό που δεν ξεχνάς ποτέ και δεν αλλάζει ποτέ είναι οι κακές συνήθειες. Αν ενηλικιώθηκα έπειτα από αυτό; Ούτε για αστείο. Μου αρέσει να αντιµετωπίζω τον κόσµο µε παιδικά µάτια. ∆εν τα καταφέρνω πάντα, αλλά διατηρώ το στοιχείο της έκπληξης στα ωραία πράγµατα που αντικρίζω και στις µεγάλες µαλακίες που βλέπω».
Το «Αγύριστο κεφάλι» είναι ένα εµβληµατικό τραγούδι από τον δίσκο «Βυθισµένες άγκυρες» (2001) που σηµατοδότησε το ξεκίνηµα της συνεργασίας του µε τον Αλκη Αλκαίο. «Αυτό ήταν το δεύτερο στιχάκι που µου έδωσε ο Αλκης για να µελοποιήσω. Οταν το διάβασα µε τάραξε και µε έριξε σε πολύ βαθιά νερά. Οι στίχοι του τραγουδιού αναφέρονται στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων. Ο Αλκης έκανε µία αντιστροφή στη ρήση του Νίκου Εγγονόπουλου “Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε” που είχε µελοποιήσει ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος. Με µεγάλη πικρία και σοφία προέβλεψε αυτό που θα ερχόταν και έγραψε: “∆εν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το ’πα, εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα”. Υπάρχουν µερικοί ποιητές που είναι ιδιαίτερα διορατικοί. Οταν οι προβλέψεις τους επαληθεύονται τους λένε Κασσάνδρες, ωστόσο αυτοί καταλαβαίνουν πρώτοι πού πηγαίνει το ποτάµι της Ιστορίας. Το τραγούδι µελοποιήθηκε σε µία νύχτα και ήταν αυτό που σφράγισε τη συνεργασία µου µε τον Αλκη Αλκαίο. Είναι πολιτικό τραγούδι. Πάντα µε απασχολεί το κοινωνικό κοµµάτι της ζωής που ξεφεύγει από τον µικρόκοσµό µας. ∆εν µε ενδιέφερε ποτέ να γράφω τραγούδια-παντιέρες. Εξάλλου δεν γουστάρω τον λαϊκισµό. Οταν όµως κάτι είναι σηµαντικό, δεν µπορώ να το προσπεράσω. Ο τρόπος που γράφεις είναι πολιτική πράξη, είναι η δική σου κατάθεση για τα πράγµατα».
Η «Συβαρίτισσα» από τον ίδιο δίσκο είναι ένα τραγούδι αφιερωµένο στη Λιλή Ζωγράφου. «Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήµασταν πολύ φίλοι. Οταν ερχόταν στο Ηράκλειο πίναµε ρακές και κουβεντιάζαµε ατέλειωτες ώρες. Ηταν υπέροχες οι νύχτες στα ρακάδικα µε τη Λιλή Ζωγράφου. Την αγαπούσα, τη θαύµαζα, τη σεβόµουν και µου στοίχισε πολύ ο τρόπος που έφυγε. Ενα βράδυ ήµασταν µαζί και της τραγουδούσα τον «Ερωτόκριτο». Το επόµενο πρωί έµαθα ότι εισάχθηκε στο νοσοκοµείο µε βαρύ εγκεφαλικό. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε σαν νερό, δεν έκανα ποτέ διορθώσεις και δεύτερη γραφή. Τη “Συβαρίτισσα” αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τα τραγούδια µου και ο Μάνος Ελευθερίου».
Το ιοβόλο χιούµορ του Μάνου Ελευθερίου
Οι συζητήσεις µε τον Μάνο Ελευθερίου είναι βαθιά χαραγµένες στο µυαλό του. «Τα έφερε έτσι ο χρόνος που δεν γράψαµε ποτέ κάτι παρέα. Μαζί µε τον Αλκη Αλκαίο άλλαξαν το τραγούδι που εµείς υπηρετούµε και διαµόρφωσαν τον τρόπο που βλέπουµε τη στιχουργία τα τελευταία 40 χρόνια. Είχα πολύ στενή φιλία και µε τους δύο. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ αυτά που έχουµε κουβεντιάσει µε τον Μάνο Ελευθερίου. Με γοήτευε η αστική του ευγένεια που έκρυβε σαρκασµό και ιοβόλο χιούµορ από το οποίο δεν γλίτωνε ούτε ο ίδιος. Ηταν ταπεινός και σεµνός άνθρωπος και αγαπούσε τροµερά τις λέξεις. Ενα βράδυ τον είχα πάρει τηλέφωνο να δω τι κάνει και ήταν πανευτυχής που είχε πετάξει 150 σελίδες από ένα βιβλίο που έγραφε τότε. “Ηταν όλα ανοησίες” µου είχε πει. Ποιος συγγραφέας µπορεί να παραδεχτεί κάτι τέτοιο µε χαρά; Ο Ελευθερίου είχε το θάρρος να µην αγαπάει τα γραπτά µόνο επειδή ήταν δικά του».
Οι «Ντοµάτες» που κυκλοφόρησαν στον δίσκο «Η µόνη µου πατρίδα είναι ο χρόνος» (2003) είναι ενάντια στον µικροαστισµό. «Πιστεύω ότι πρόκειται για το πιο εµπρηστικό τραγούδι που έχω τραγουδήσει ποτέ σε στίχους του ∆ηµήτρη Αποστολάκη. Θυµίζει λίγο το “Εντιµε άνθρωπε κυρ Παντελή” του Πάνου Τζαβέλλα. Αυτό το τραγούδι είχε µείνει πολύ καιρό στον πάτο της βαλίτσας µου. Κάποια στιγµή η βαλίτσα διαλύθηκε και έπεσαν από µέσα πένες, προγράµµατα από συναυλίες, χαρτάκια και στο τέλος αυτοί οι στίχοι. Την περίοδο που αποφάσισα να το µελοποιήσω είχε κάνει το ίδιο και ο ∆ηµήτρης Αποστολάκης. Τελικά όµως προτίµησε να βάλουµε τη δική µου µουσική, κάτι που ήταν πολύ γενναιόδωρο εκ µέρους του».
Ο δίσκος «Ψωµί και εφηµερίδα» του 2007 ήταν λιγότερο εµπορικός από τους υπολοίπους. «Η ιδέα ξεκίνησε από ένα προσωπικό βίωµα, καθώς θυµόµουν τη µάνα µου που ζητούσε να της αγοράσω ψωµί και εφηµερίδα κάθε µεσηµέρι που γύριζα από το σχολείο. Εφτιαξα µια ροκ µπαλάντα για τον τρόπο που συµπεριφέρεται η Ελλάδα στα παιδιά της και πιστεύω ότι τα αντιµετωπίζει εχθρικά σαν κακιά µητριά. Το τραγούδι κατάγεται από τη “Λένγκω” του Γιάννη Μαρκόπουλου».
Συζητώντας για τις πιο πρόσφατες δουλειές του, ο δίσκος «Περσείδες» κυκλοφόρησε το 2016. «Είναι το πιο ολοκληρωµένο έργο µου αυτά τα 25 χρόνια. Το οµώνυµο τραγούδι ξεκινάει από το µάταιο των ευχών. Οι Περσείδες είναι τα πεφταστέρια του Αυγούστου που συνήθως βλέπουµε στην Ελλάδα από κάποια παραλία. Οι άνθρωποι παρακολουθούν τα σκουπίδια του διαστήµατος, τα οποία όταν πέφτουν βγάζουν λάµψη, και κάνουν εκείνη τη στιγµή µία ευχή γιατί πιστεύουν ότι θα πραγµατοποιηθεί. Το βρίσκω από συγκινητικό έως κωµικό και από τραγικό έως αστείο. Σε αυτό τον δίσκο έχει κάνει την απαγγελία η κόρη µου. Οταν µια παιδική φωνούλα διαβάζει κάτι σκληρό το συναίσθηµα είναι έντονο».
Τα «Τραγούδια που ζούνε λαθραία» κυκλοφόρησαν το 2017 µε τραγούδια του Μάριου Τόκα και του Αλκη Αλκαίου. «Οι οικογένειές τους ήρθαν σε επαφή µαζί µου µετά τον θάνατό τους και µου ζήτησαν να αναλάβω την επιµέλεια του δίσκου. Τα αντιµετώπισα σαν δικά µου τραγούδια, γνωρίζοντας καλά την αισθητική και τον χαρακτήρα τους. ∆εν αισθανόµουν ότι λείπουν για πάντα, ένιωθα ότι απλώς δεν µπορούν να έρθουν στο στούντιο για να γράψουµε. ∆εν ήθελα να τους κάνω µνηµόσυνο αλλά να φτιάξω έναν ωραίο δίσκο στη µνήµη τους. Η απώλεια όµως είναι εδώ. Οσα άφησαν πίσω τους είναι πολύ σηµαντικά και αυτό είναι µια παρηγοριά, όµως από την άλλη πλευρά είναι σκληρό ότι δεν θα πούµε ποτέ καινούργιες ιστορίες».
INFΟ
7/6 Θέατρο Βράχων, Βύρωνας