Μικροσκόπια μόνο για τις «εμπορικές» ασθένειες

Μικροσκόπια μόνο για τις «εμπορικές» ασθένειες

Σε ποιους ασθενείς επιλέγουν να επενδύσουν και ποιους αφήνουν στη μοίρα τους

Το 2013 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δημοσιοποίησε 25 ζώνες προτεραιότητας στις οποίες θα έπρεπε να δοθεί έμφαση για μελλοντική έρευνα εξαιτίας της ανεπαρκούς ή και ανύπαρκτης φαρμακευτικής αγωγής. Κι αυτό επειδή νέες θεραπείες για παραμελημένες ασθένειες, όπως είναι οι τροπικές, δεν περιλαμβάνονται στην ατζέντα των φαρμακοβιομηχανιών. Εφτά χρόνια μετά τα πράγματα παραμένουν ίδια.

Για εφτά από τις ζώνες προτεραιότητας που έθεσε ο ΠΟΥ, όπως οι νεογνικές καταστάσεις και η αιμορραγία μετά τον τοκετό, η ΙΜΙ δεν έχει διεξαγάγει κάποια έρευνα. Για ακόμη τέσσερις ζώνες προτεραιότητας, μεταξύ των οποίων το HIV/ AIDS, η ελονοσία και η διάρροια, υπάρχει μια… αμφιλεγόμενη σύνδεση σε ένα πρόγραμμα, ενώ σε ακόμη τρεις ζώνες, μεταξύ των οποίων και η φυματίωση, υπάρχουν ένα δυο προγράμματα.

Στον αντίποδα, η IMI έχει πραγματοποιήσει δεκαεφτά έρευνες για τη νόσο Αλτσχάιμερ, δώδεκα για τον διαβήτη και δέκα για τον καρκίνο. Μπορεί να υπάρχει μεγάλη ανάγκη για έρευνα σε αυτές τις ασθένειες, είναι όμως αδιαμφισβήτητο ότι πρόκειται για ασθένειες στις οποίες επενδύει ιδιαιτέρως η βιομηχανία φαρμάκων. Η IMI όμως υποτίθεται ότι ιδρύθηκε για την «έλλειψη κινήτρου της αγοράς» αναφορικά με την αντιμετώπιση παραμελημένων ασθενειών. Αυτό όμως δεν επιτελείται, αφού δεκαεννιά από τις είκοσι παραμελημένες ασθένειες που αναγνώρισε ο ΠΟΥ δεν έχουν μελετηθεί από την IMI. Η IMI απάντησε σε σχετική ερώτηση του παρατηρητηρίου ότι η μη αντιμετώπιση ασθενειών που πλήττουν κυρίως φτωχές και υποβαθμισμένες χώρες οφείλεται στο ότι εστιάζει στην ευημερία των Ευρωπαίων. Το 2013 όμως υπήρχαν 80% περισσότερα κρούσματα HIV στην Ευρώπη σε σχέση με το 2004.

Αλλωστε στο καταστατικό της IMI αναγράφεται ότι η δράση της δεν περιορίζεται στην Ευρώπη, αλλά συμπεριλαμβάνει τις παραμελημένες ασθένειες που σχετίζονται με τη φτώχεια. Κι αυτό επειδή αγωγές για τις συγκεκριμένες ασθένειες μπορούν να βρεθούν μόνο μέσω δημόσιας χρηματοδότησης. Η αποτυχία της IMI να εστιάσει σε αυτές τις ασθένειες είναι, σύμφωνα με το παρατηρητήριο, «μια αποτυχία να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον». Σε ανακοίνωσή της η EFPIA κατηγόρησε το παρατηρητήριο ότι δεν έλαβε υπόψη «τον σημαντικό απτό αντίκτυπο των περισσότερων από 100 πρότζεκτ της ΙΜΙ».

Ο Εμπολα και η ατυχία των φτωχών

Χαρακτηριστική αποτύπωση της λειτουργίας της IMI είναι η αντιμετώπιση της πανδημίας του Εμπολα, η οποία ξέσπασε το 2014 στη δυτική Αφρική. Ο Εμπολα είναι ασθένεια «που πλήττει φτωχές χώρες με μικρότερους προϋπολογισμούς για την υγεία», άρα «δεν αντιμετωπιζόταν ως ευκαιρία επικερδούς αγοράς από τις φαρμακευτικές εταιρείες».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικοί σημείωναν το 2016 πως στις ημέρες μας θα υπήρχε εμβόλιο για την ασθένεια αν έπληττε χώρες υψηλού εισοδήματος. Λόγω της πανδημίας του 2014 η IMI χρηματοδότησε με σχεδόν 5 εκατ. δολάρια μια από τις σημαντικότερες υποψήφιες εταιρείες για να παρασκευάσει εμβόλιο. Μέχρι το 2018 όμως ξέσπασαν ακόμη δύο επιδημίες στο Κονγκό αλλά εμβόλιο δεν βρέθηκε. Παρότι δόθηκαν εκ των προτέρων χρήματα στην έρευνα για την ανακάλυψη του εμβολίου, «οι ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες δεν είχαν επαρκές κίνητρο να το παρασκευάσουν περαιτέρω». Χώρες όπως το Κονγκό δεν συνιστούν επικερδείς αγορές.

Απόλυτος έλεγχος των μικρών εταιρειών

Παρά τα όσα διατείνεται η Κομισιόν, οι μικρές και μεσαίες φαρμακευτικές επιχειρήσεις αποτελούν μόλις το 11,78% των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, λαμβάνοντας μόλις το 10,33% της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Ακόμη χειρότερα, αυτές οι εταιρείες δεν έχουν ούτε το προσωπικό ούτε τους πόρους να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές, από τις οποίες υφίστανται ανηλεή οικονομικό πόλεμο. Οι μικρομεσαίες φαρμακευτικές που συμμετέχουν στην IMI έχουν αρκετά συχνά ευρεσιτεχνίες για ερευνητικά εργαλεία, τα οποία οι πολυεθνικές θέλουν δωρεάν.

Για να το πετύχουν χρησιμοποιούν εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων οι οποίες σχηματίζουν κοινοπραξίες με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου οι τελευταίες να αντεπεξέλθουν οικονομικά, αφού δεν τους επιτρέπεται να ζητήσουν ιδιωτική χρηματοδότηση. Οταν δεν μπορέσουν να φέρουν υψηλά ποσοστά απόδοσης για τις ευρεσιτεχνίες χάνουν το δικαίωμα αποκλειστικότητας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη, «δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης στα αποκλειστικά δικαιώματα». Ο έλεγχος των πολυεθνικών είναι απόλυτος.

Σύμπλευση με τις ρυθμιστικές αρχές

Ενδεικτικό του πώς λειτουργεί το πρόγραμμα είναι ότι το 91,5% των προτάσεων για έρευνα που η IMI έκανε δεκτές προερχόταν από τις 15 πιο πλούσιες χώρες της ΕΕ, όπου εδρεύουν οι πολυεθνικές. Ετσι γίνεται κατανοητό γιατί έχει δαπανηθεί περίπου 1 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα προκειμένου να διενεργηθούν μελέτες σε στόχους των πολυεθνικών, όπως η αξιολόγηση των κινδύνων ασφάλειας νέων φαρμάκων ή του περιβαλλοντικού αντίκτυπου των προϊόντων τους. Ετσι, μέσω της IMI οι πολυεθνικές συμπλέουν με τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε τα φάρμακά τους να βγαίνουν πιο γρήγορα στην αγορά.

Αυτό γίνεται με προγράμματα της IMI όπου είτε δεν απαιτείται η συνήθης υποβολή όλων των αποδείξεων ασφάλειας είτε τα φάρμακα δοκιμάζονται κυρίως σε πραγματικές συνθήκες και όχι σε ελεγχόμενο περιβάλλον, μια συνθήκη πιο κοστοβόρα για τη φαρμακευτική βιομηχανία. Με αυτό τον τρόπο ένα φάρμακο μπορεί να βγει στην αγορά ακόμη κι αν δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως ότι είναι ασφαλές· μετά είναι πολύ δύσκολο να βγει από την κυκλοφορία, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι σχετικά με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο η IMI δεν επικεντρώνεται κυρίως στον κίνδυνο της αντοχής της αντιμικροβιακής ανάπτυξης στο περιβάλλον εξαιτίας της ευρείας χρήσης αντιβιοτικών και αντιμικροβιολογικών προϊόντων. Πρόκειται για ζήτημα που σύμφωνα με τον ΠΟΥ αποτελεί μία από τις δέκα μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για την υγεία.

Απόλυτος έλεγχος των δεδομένων

Το 2013 η ΙΜΙ χρηματοδότησε με 100 εκατ. ευρώ το πρόγραμμα αντιμικροβιακής αντοχής της ΕΕ. Ομως το Ινστιτούτο Μάριο Νέγκρι, μια ανεξάρτητη ΜΚΟ ερευνητικής ιατρικής, αποχώρησε από το πρόγραμμα επειδή κατήγγειλε ότι συμμετέχοντες όπως το ίδιο θα έπρεπε να πάρουν την άδεια της πολυεθνικής GSK προκειμένου να δουν τα δεδομένα της έρευνας που διεξήγαγαν οι συμμετέχοντες και ότι η πολυεθνική είχε το δικαίωμα να μπλοκάρει τη δημοσίευση των στοιχείων όταν η έρευνα θα ολοκληρωνόταν. Μια έρευνα όχι συλλογική αλλά απολύτως ελεγχόμενη.

Ακόμη, οι πολυεθνικές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα έχουν το δικαίωμα να ορίζουν τους όρους συμμετοχής σε τέτοιες «συνεργασίες». Μάλιστα οι πολυεθνικές μπορούν να αποχωρήσουν όποτε θέλουν από τα προγράμματα αυτά, που υποτίθεται διασφαλίζουν τη δημόσια υγεία, χωρίς μάλιστα να προβλέπεται οποιαδήποτε τιμωρία τους.

«Lobbying σε παγκόσμιους ηγέτες»

Σε άλλο πρόγραμμα της IMI, που χρηματοδοτήθηκε κατά τα δύο τρίτα από χρήματα της ΕΕ, στόχος ήταν «να μεταλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτοί που παίρνουν αποφάσεις τονώνουν την καινοτομία των αντιβιοτικών και να διασφαλίσουμε ότι αυτά τα νέα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται βιώσιμα και είναι διαθέσιμα με ισοτιμία». Αυτό όμως δεν ισχύει, αφού ένα φάρμακο «εξακολουθεί να μην είναι διαθέσιμο για ασθενείς κάποιων χωρών εξαιτίας της υψηλής του τιμής». Ηταν επίσης ένα πρόγραμμα στο οποίο «αποτελεσματικά επένδυσαν οι μεγάλες φαρμακευτικές για να κάνουν lobbying σε παγκόσμιους ηγέτες για μοντέλα καινοτομίας που εξυπηρετούσαν τα εμπορικά τους συμφέροντα. Το μοντέλο προωθούσε την ανάμειξη δημόσιας χρηματοδότησης που θα πληρώσει για “κίνητρα” εις βάρος άλλων λύσεων σε ζητήματα πρόσβασης και προσιτής τιμής».

Φυσικά, στόχος της IMI είναι η γρηγορότερη έγκριση των φαρμάκων και όχι η μειωμένη τιμή. Στην πρώτη ατζέντα έρευνας της IMI, που γράφηκε εξ ολοκλήρου από το φαρμακευτικό λόμπι, γινόταν αναφορά στην απροθυμία κυβερνήσεων να πληρώσουν υψηλές τιμές για νέα φάρμακα. Υψηλές τιμές που, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, κυρίως μπαίνουν λόγω μονοπωλίων της βιομηχανίας στα οποία δεν επιβάλλονται περιορισμοί.

Το πιο ακριβό φάρμακο είναι το Kymriah της Novartis για τον καρκίνο του αίματος και κοστολογείται 320.000-350.000 ευρώ. Στηρίζεται στο CAR-T, έναν τύπο καινοτόμας και εξατομικευμένης γονιδιακής θεραπείας που αποτέλεσε από τα μεγαλύτερα πεδία ενδιαφέροντος της IMI. Δημόσιες ομάδες υγείας κατακρίνουν τη Novartis ότι η δημόσια χρηματοδότηση αυτής της θεραπείας ήταν ο λόγος που η συγκεκριμένη πατέντα οδήγησε στην τόσο αυξημένη τιμή του φαρμάκου.

Αξιοποίηση του «χρυσωρυχείου δεδομένων»

Το πώς η IMI εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών και όχι το δημόσιο συμφέρον φαίνεται, σύμφωνα με τη μελέτη, και από τα μεγάλα δεδομένα και την τεχνητή νοημοσύνη, μέσω της ψηφιοποίησης των ιατρικών αρχείων που αποτελούν πραγματικό «χρυσωρυχείο δεδομένων» και στα οποία οι πολυεθνικές μπορούν να αποκτήσουν την ιδιοκτησία και τον έλεγχο. Πρόσφατα η φαρμακευτική Roche εξαγόρασε για 2 δισ. δολάρια τη Flatiron Health, εταιρεία που συγκεντρώνει ογκολογικά δεδομένα, ενώ πολυεθνικές παγκοσμίως προσλαμβάνουν προσωπικό με ειδίκευση στους ψηφιακούς και τεχνολογικούς τομείς. Εκτιμάται ότι ο παγκόσμιος ψηφιακός τομέας της ιατρικής θα έχει αξία 6 τρισ. δολάρια τα επόμενα χρόνια.

Μπορεί να υπάρξει θετικός αντίκτυπος για τους ασθενείς, όπως προσωποποιημένες θεραπείες, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι παραβίασης της προσωπικότητας, όπως διαφάνηκε και από το σκάνδαλο της Cambridge Analytica που συνέλεγε προσωπικά δεδομένα χρηστών μέσω Facebook. Ηδη υπάρχουν δημοσιεύματα βάσει των οποίων εταιρείες παραγωγής ιατρικών προϊόντων έχουν αξιοποιήσει τέτοια δεδομένα προκειμένου να προβάλουν προσωποποιημένες διαφημίσεις σε ασθενείς. Η IMI μέχρι στιγμής δεν αντιμάχεται αυτούς τους στόχους των πολυεθνικών.

Ετικέτες

Documento Newsletter