Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Στέλιος Καζαντζίδης βρέθηκαν στο στούντιο της τηλεοπτικής «Φάρμας των ανθρώπων».
Σκηνικό: ήταν Φεβρουάριος του 1993. Μόλις είχα τελειώσει την τηλεοπτική εγγραφή της συνέντευξης µε τον Μίκη Θεοδωράκη και ετοιµαζόµουν να αρχίσω την εγγραφή της τηλεοπτικής συνέντευξης µε τον Στέλιο Καζαντζίδη… Και τότε συνέβη το απρόοπτο που αποδείχθηκε γεγονός µε ιδιαίτερη προοπτική για το µέλλον. Οι δυο παλιοί φίλοι και συνεργάτες συναντήθηκαν ξανά έπειτα από πολλά χρόνια, µε τη βοήθεια βέβαια της θείας τύχης, και καταγράφηκε µια σπάνια στιγµή που κατέληξε µοναδική, καθώς ύστερα από αυτήν τη συνάντηση ποτέ δεν συναντήθηκαν ξανά. Τέσσερις ώρες είχαν περάσει µε τον Μίκη στο στούντιο. Ο Μίκης είχε απογειωθεί. Ηταν όπως πάντα µε ένα µυαλό που ξεχείλιζε µνήµες, ιστορίες µοναδικές, πολλές ζωές σε µια ζωή. Κρυµµένο κάπου ένα ποτήρι ουίσκι που στα διαλείµµατα έσβηνε και άναβε ξανά τη φωτιά που είχαν βάλει και συνέχιζαν να βάζουν τα λεγόµενά του. Ηταν τόσο συναρπαστικός, µε είχε ξελογιάσει για ακόµη µια φορά και είχα χάσει τον χρόνο. Ξαφνικά ακούω από το κοντρόλ ότι ήρθε ο επόµενος καλεσµένος µου. Ηταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Μίκης ασταµάτητος συνέχιζε να διηγείται. Λέω στο κοντρόλ «βάλτε τον Στέλιο στο στούντιο» και συνεχίζουν οι κάµερες να γράφουν, «µη σταµατήσετε ούτε δευτερόλεπτο να γράφετε». Ο Στέλιος Καζαντζίδης µε το που µπαίνει στο στούντιο και πέφτει έπειτα από χρόνια πάνω στον Μίκη Θεοδωράκη ζητάει µια κιθάρα και τραγουδάει µπροστά στον Μίκη το θρυλικό «Σαββατόβραδο». Ο Μίκης Θεοδωράκης σε ρόλο Μαρινέλλας τον ακούει και του κάνει σεγόντο. Οι κάµερες καταγράφουν ύστερα από 20 χρόνια την τελευταία ζωντανή εκτέλεση του «Σαββατόβραδου» από τον Στέλιο Καζαντζίδη µπροστά στον Μίκη Θεοδωράκη.
Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις µάντρες τα παιδιά.
Σαββάτο βράδυ µου έµορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου µακριά.
Πάει κι απόψε τ’ όµορφο
τ’ όµορφο τ’ απόβραδο,
από ∆ευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να ’ταν η ζωή µας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να ’ρχονταν
µια Κυριακή το βράδυ.
Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καηµό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.
Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
µε τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.
Πάει κι απόψε τ’ όµορφο
τ’ όµορφο τ’ απόβραδο,
από ∆ευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να ’ταν η ζωή µας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να ’ρχονταν
µια Κυριακή το βράδυ.
Ηταν συναρπαστικό να βλέπεις τον Μίκη να χαϊδεύει το πρόσωπο του Στέλιου και ο Στέλιος σαν µαθητής να στέκεται εκεί έτοιµος να τραγουδήσει ξανά την «Ανατολή» ολόκληρη!
Θέλετε να σας συστήσω;
Στέλιος: ∆εν χρειάζεται… δεν χρειάζεται…
Μίκης: Μία λέξη θα πούµε µεταξύ µας: πεϊνιρλί… Αυτή η λέξη τα λέει όλα.
Στέλιος: Πεϊνιρλί.
(γέλια)
Μίκης: Κάτσε, κάτσε… Πόσα χρόνια πέρασαν… Είσαι κουρασµένος.
Φέρτε µια καρέκλα.
Στέλιος: Θα κάτσω εδώ, µην ανησυχείτε…
Μίκης: Ελα κάτσε εδώ, έλα, Στέλιο µου, έλα εδώ… Πάντα σε αγαπούσα, πάντα σε είχα έτσι τρυφερά µέσα µου. Το ξέρεις αυτό εσύ. Ελα κάθισε…
Στέλιος: Αµα είναι να δείξουν τίποτε ξεβράκωτες, συγγνώµη, κουβαλάνε συνεργεία, µεγαλοπρέπειες, κάµερες… Κι από δω να φαίνεται το τάνγκα κι από κει να φαίνεται το στήθος… Κι όταν συναντιόµαστε εµείς οι φουκαράδες που µαζεύουµε κόσµο κανείς δεν ενδιαφέρεται… Ποιος να το ’λεγε ότι θα σε ξανάβλεπα και θα τραγουδούσα µπροστά σου το «Σαββατόβραδο»! Συνωµοσία του θεούλη είναι αυτή, για να χαρούµε και να γελάσουµε…
Πριν από λίγο, προτού µπείτε στο στούντιο
και συναντηθείτε,
ο κ. Θεοδωράκης µου µίλαγε για σας, για τη φωνή σας.
Μίκης: Ελεγα αυτό που αισθανόµουνα για τον Στέλιο. Οτι ο Στέλιος τον βλέπεις τώρα και µιλάει έτσι απλά σαν κοινός άνθρωπος και όταν ανοίξει το στόµα του και βγει η φωνή του, βγει ο πρώτος αυτός ήχος, ο ήχος αυτός τον µεταµορφώνει. Μεταµορφώνεται ο ίδιος ο Στέλιος και χάνεται. Πάει αλλού… ∆εν υπάρχει πια ο Στέλιος που βλέπεις µπροστά σου τώρα, αυτός ο απλός και µετρηµένος άνθρωπος χάνεται, πάει, παύει να είναι ο εαυτός του, τα µάτια του είναι τα µάτια ενός άλλου. Οταν κάνει ηχογράφηση ή τραγουδάει σε συναυλία, αν τον προσέξεις, ο Στέλιος βγαίνει από τον καθηµερινό εαυτό του, φεύγει, γίνεται κάτι µεταξύ Αισώπου και ∆ιονύσου… Τραγουδάει και είναι τα πόδια του είκοσι πόντους πάνω από το χώµα. Πετάει σου λέω, εξαϋλώνεται. Αυτό νοµίζω ότι είναι πάρα πολύ επίπονο για τον ίδιο. Το καταλαβαίνει ο άνθρωπος αυτός. Το καταλαβαίνει. Είναι τροµερά επίπονο. Αυτός ο τόνος που µας δίνει µ’ αυτήν τη φοβερή φωνή δεν οφείλεται στο µέταλλο που έχει η φωνή του αλλά στην καρδιά που κουβαλάει µέσα της. Είναι το βάσανο όλων των Ελλήνων που έχει στρογγυλοκαθίσει πάνω στη φωνή του… Γιατί αυτός ο ένας, όπως τον βλέπεις, δεν είναι ένας… Είναι ένα σκεύος που µέσα του µαζί µε αυτόν συνυπάρχουν εκεί πέρα µες στη φωνή του η µάνα του που λάτρευε κι όλο το βάσανο και ο εθνικός πόνος των απλών ανθρώπων. Αυτός έχει µέσα του ήχους και φωνές όλων µας… Ηχους και φωνές αιώνων µέσα του και ποιος ξέρει τι άλλο έχει µέσα του.
Στέλιος: ∆εν ξέρω τι κουβαλάω µέσα µου, αλλά ξέρω ότι κουβαλάω κι όλα αυτά που δεν ξέρω.
Μίκης: Τι ωραία που το λες, Στέλιο µου! ∆εν ξέρει τι κουβαλάει η φωνή του αλλά τα κουβαλάει όλα αυτά που δεν ξέρει µες στη φωνή του. Αυτό είναι. Το λες πολύ καλά… Η άγνοια δεν µας εµποδίζει να δούµε αυτό που υπάρχει και δεν το ξέρουµε. Η εξήγηση είναι παρούσα, δεν την αναζητάµε… Ο Στέλιος την έχει φορέσει την εξήγηση… Οταν λοιπόν αυτό το µεγαλειώδες άγνωστο φορτίο βγει έξω µε τη βοήθεια της φωνής του δεν το ελέγχει ο ίδιος πια. Βγαίνει αυτή η συγκίνηση την οποία δίνει στους άλλους και δεν είναι το µέταλλο της φωνής του, σ’ το ξαναλέω, είναι η ψυχή του και η ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Αυτό συµβαίνει στην περίπτωση του Στέλιου, γιατί η ψυχή του δεν είναι δική του. Είναι αιώνων, είναι η ψυχή όλων.
Στέλιος: Μια κληρονοµιά είναι η φωνή µου. Την κληρονόµησα τη φωνή µου.
Μίκης: Και ο Στέλιος ο ίδιος τα χάνει µε τη φωνή του όταν την ακούει. Και αυτός, ναι, τα χάνει. Το ανεξήγητο που λέγαµε. Να σου πω τι γίνεται µε τον Στέλιο; Τον ξέρω καλά τον Στέλιο, γιατί ο Στέλιος είναι λίγο πολύ παιδί µου, γιατί είµαι πιο µεγάλος σε χρόνια από αυτόν. Περάσαµε λίγο πολύ τα ίδια… και Μακρονήσια περάσαµε και άλλα πάρα πολλά έχουµε περάσει παρόµοια. Λοιπόν, ο Στέλιος από ένα σηµείο και πέρα δίνει τόσο πολλά εκείνη τη στιγµή που τραγουδάει, χάνεται τόσο πολύ, που είναι σαν να κάνει ελεύθερη πτώση από τα 10.000 µέτρα χωρίς αλεξίπτωτο. Κάνει ελεύθερη πτώση και στα 100 µέτρα ανοίγει το αλεξίπτωτο και προσγειώνεται. Καµιά φορά φοβάται ότι δεν θα ανοίξει το αλεξίπτωτο, δεν θα προσγειωθεί, θα φάει τα µούτρα του.
Ετσι εξελίχθηκε αυτή η µοναδική στιγµή µεταξύ των δύο τεράτων. Στη συνέχεια (µπορείτε να δείτε όλη τη συνέχεια στο βιβλίο «Στέλιος Καζαντζίδης/Θηρίο ανήµερο», Εκδόσεις Αρµός) τραγούδησαν µαζί, υπογράψανε ένα συµβόλαιο τιµής ότι θα κάνουν τουλάχιστον µία µεγάλη συναυλία για να πουν όλα τα τραγούδια της «Ανατολής»… Νιώθω –το ξαναλέω– τυχερός που τους έζησα και οµολογώ ότι από τότε όταν µε αναγνωρίζουν κάποιοι φίλοι στον δρόµο ζητάνε πάντα ένα αντίγραφο αυτής της σπάνιας στιγµής.
Ευτυχώς που σε αυτό τον τόπο γεννήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί χωρίς αυτούς η ψυχή µας θα ’ταν ορφανή και τα βάσανα και τον πόνο µας δεν θα ξέραµε πώς να τα κάνουµε γιορτή.