Μίκης Θεοδωράκης: «Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να ζει με τον κάκτο»

Ο Αστέρης Κούτουλας, σκηνοθέτης, παραγωγός, στενός συνεργάτης και αιώνιος θιασώτης του Μίκη Θεοδωράκη στην πορεία των τριάντα πέντε και πλέον χρόνων που είναι πλάι ο ένας στον άλλο, έχει κάνει εκατοντάδες συζητήσεις µε τον µεγάλο συνθέτη.

Συνέντευξη στον Αστέρη Κούτουλα

Συζητήσεις για την τέχνη, τη ζωή, την πολιτική, την καθηµερινότητα, την εργασία, την εκάστοτε επικαιρότητα, τον έρωτα, τον θάνατο. Ακόµη και για τον κάκτο και τις αιχµές µέσα µας. Συζητήσεις αστείρευτες, όπως ακριβώς αστείρευτη είναι η προσωπικότητα του Μίκη. Οταν αρχίζουν να συζητούν ξεχνούν τα σηµεία στίξης: την τελεία, την παύση και τους παίρνει το ξηµέρωµα. Το χιούµορ έχει πάντα την πρωτοκαθεδρία, γιατί ο Μίκης λατρεύει να γελάει, να αφηγείται ανέκδοτες ιστορίες, να λέει πράγµατα που έζησε και που δεν τα χωρά η φαντασία µας και κυρίως να κάνει τους άλλους να γελούν µε τις αφηγήσεις του. Είναι τύχη να γνωρίσει κάποιος τον Μίκη, γιατί πίσω από τη βαρύνουσα καλλιτεχνική προσωπικότητα µε το αιρετικό εκτόπισµα σε παγκόσµια κλίµακα κρύβεται µια πηγαία αξιολάτρευτη µορφή µε οξύ χιούµορ. Ο Μίκης είναι ένα ταξίδι από µόνος του. Με αφορµή την έξοδο της ταινίας «Ταξιδεύοντας µε τον Μίκη» του Αστέρη Κούτουλα στις κινηµατογραφικές αίθουσες στις 25 Οκτωβρίου, ο σκηνοθέτης µοιράζεται µαζί µας µια µοναδική κουβέντα που είχε µε τον Μίκη Θεοδωράκη αποκλειστικά για το Documento.

Στην Κεφαλονιά, στο Αργοστόλι, είδες το 1935 για πρώτη φορά µαέστρο και δεν ήξερες και τι…

…τι κάνει. Ναι. Αυτή η φιλαρµονική παιάνιζε κάθε Κυριακή εις την πλατεία Βαλιάνου. Εκεί γύρω γύρω υπήρχαν τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία και λοιπά και εκάθοντο οι γονείς µου και πήγαινα κι εγώ εκεί για να ακούσουµε. Την πρώτη φορά που πήγα βλέπω έναν να κουνάει τα χέρια του. Τον έβλεπα και µου ’κανε µεγάλη εντύπωση και πλησίασα τη µητέρα µου να τη ρωτήσω: «Μαµά» λέω, «τι κάνει αυτός ο άνθρωπος εκεί;». Και η µητέρα µου µου απαντάει µε µια φοβερή λέξη: «Υποφέρει»! Και τότε κατάλαβα ότι η τέχνη και η µουσική είναι πόνος.

Εσύ ως µαέστρος αργότερα υπέφερες; ∆εν είναι ωραίο να διευθύνεις, δεν σε απογειώνει;

Πάντα υπέφερα. Λέµε… είναι ο γλυκός πόνος. Γιατί ήταν τροµαχτική η ευθύνη, το να είσαι µπροστά σε τόσο κόσµο και να διευθύνεις. Αυτό σου προκαλεί φοβερό άγχος. Αυτό το άγχος είναι που υποφέρεις. «Θα πάω καλά; Θα τα καταφέρω; Θα γίνει κάνα φάλτσο; Θα µου φύγει το χέρι από δω, από κει;» και λοιπά. Και όσο προχωρούσε το πράγµα, όλο αυτό, όλος αυτός ο πόνος, γινότανε µια φοβερή ευεξία, χαρά.

Η µητέρα σου γι’ αυτό τον λόγο πιστεύεις ότι είπε «υποφέρει» ή για κάποιον άλλο;

Η µητέρα µου πίστευε αυτό που πιστεύω κι εγώ, δηλαδή ότι όταν τραγουδάω ένα τραγούδι που µ’ αρέσει πολύ νιώθω έναν γλυκό πόνο. Πάντοτε. Στην εποχή τη δική µου τραγουδάγαµε παρέες παρέες, αγκαλιά – και εδώ και στις εξορίες, τις φυλακές… Αν έβλεπες τα πρόσωπά τους πώς ήταν… Ηταν σαν να θέλει να κλάψει αυτός την ώρα που τραγουδούσε. Τραγουδούσε ένα τραγούδι… όλοι µαζί τραγουδάγαµε τραγούδια –κατάλαβες;– και ήτανε σαν κάποιος να έσχιζε τα σωθικά µας. Οι µεγάλοι ερµηνευτές, κυρίως οι τραγουδιστές αλλά και οι πολύ µεγάλοι µαέστροι, άµα τους παρακολουθήσεις είναι σαν να τους κάνουν εγχείρηση! Βγαίνει κάτι πολύ βαθύ από µέσα τους. Σαν να αποσπάται από τη σάρκα, σαν να κόβεται και να υποφέρεις! Εγώ έτσι το βλέπω: η τέχνη, ειδικά η µουσική, που είναι η πιο άµεση γιατί µπαίνει στα κατάβαθά σου, σου προκαλεί έναν φοβερό πόνο!

Ηθελα να σε ρωτήσω για τη σχέση σου µε τον κάκτο όπως την αποδίδεις στον κύκλο ποιηµάτων «Ο ήλιος και ο χρόνος» που είχες γράψει στην Ασφάλεια το 1967…

…στην αποµόνωση. Εκεί είσαι υποχρεωµένος να ανακαλύπτεις µέσα σου φανταστικές δυνάµεις για να µπορέσεις να αντέξεις. Επειδή σ’ εµένα η αποµόνωση συνέπεσε µε τον Αύγουστο –που είναι ο πιο ζεστός µήνας του έτους στην Ελλάδα και που ο ήλιος µετέβαλλε το κελί µου σε πραγµατικό καµίνι–, είχα αρχίσει να ’χω µια προσωπική σχέση µε τον ήλιο, µια εχθρική σχέση προς τον ήλιο και γι’ αυτό, στην προσπάθειά µου ν’ αντέξω, έφτασα σε σηµείο να γίνω πιο δυνατός κι απ’ τον ήλιο. Οταν γράφω ότι ανάµεσα σ’ εµένα και τον ήλιο δεν υπάρχει παρά µόνο η διαφορά του χρόνου, όσο κι αν φανεί παράξενο, πιστεύω ότι η ηλικία µου είναι πιο µεγάλη από την ηλικία του ήλιου και θα πάει πιο πολύ από τον ήλιο.

Και ο κάκτος;

Ναι, αυτό είναι µια έπαρση του ανθρώπου γενικά, που τελικά τον καταστρέφει. Οµως συγχρόνως κι ό,τι καλό έχει κάνει ο άνθρωπος το ’χει κάνει βασισµένος σ’ αυτήν τη –θα ’λεγα– φανταστική και εξωπραγµατική έπαρση.

Και ο κάκτος που έχεις πια στην ταράτσα σου;

Αυτός είναι ο αγαπηµένος µου κάκτος. Οσο περνάνε τα χρόνια µοιάζουµε πιο πολύ. Αυτός έγινε πιο ψηλός. Τώρα µ’ έχει περάσει σε ύψος. Οταν έγραφα το ποίηµα στην Ασφάλεια δεν υπήρχε. Γιατί αυτός είναι που γεννήθηκε επάνω «στο ξερό χώµα της καρδιάς µου» και µε τα χρόνια έχουµε γίνει ένα µε τον κάκτο αυτό. Και τελικά, ενώ εγώ ονειρεύοµαι, εγώ, ο λαός µου, ο ελληνικός λαός, τρεις χιλιάδες χρόνια ονειρευόµαστε γιασεµί, ονειρευόµαστε µυρωδάτα λουλούδια, τελικά δεν µπορούµε να ζήσουµε έξω από αυτό τον κάκτο. Ο οποίος, όπως βλέπεις, ξεκίνησε από πολύ µικρό φυτό και τελικά έγινε τεράστιος, µας κυριάρχησε. Και σήµερα –πόσα χρόνια ύστερα από τον «Ηλιο και τον χρόνο» που έγραψα τότε!–, όπως βλέπεις αυτός ο κάκτος απλώθηκε απάνω από όοολη την Ελλάδα, απλώθηκε πάνω από όοολο τον κόσµο. Ο άνθρωπος πρέπει να µάθει να ζει µε τον κάκτο.

Επάνω στο ξερό χώμα

Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου

εφύτρωσε ένας κάκτος.

Πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες

που ονειρεύομαι γιασεμί.

Τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί,

η ζωή μου είχε πάρει κάτι

από το λεπτό άρωμά του.

Ομως ο κάκτος δεν είναι κακός,

μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται.

Κοιτάζω τον κάκτο μελαγχολικά.

Πότε πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες;

Θα ζήσω άλλους τόσους

ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν

μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου.

INFO

Από τον κύκλο ποιημάτων «Ο ήλιος και ο χρόνος»