Την εκλογή του ακροδεξιού, νεοφιλελεύθερου, ρατσιστή και μιλιταριστή Ζαΐρ Μπολσονάρο ακτινογραφεί μιλώντας στο Documento ο πανεπιστημιακός και ακτιβιστής για το περιβάλλον Μίκαελ Ρομάν που έχει ζήσει χρόνια στη Βραζιλία
«Την περασμένη Κυριακή, στον δεύτερο γύρο των εκλογών (σ.σ.: στις οποίες ο Ζαΐρ Μπολσονάρο πήρε το 55,7% των ψήφων έναντι του 43,3% του κεντροαριστερού Φερνάντο Χαντάντ), οι περισσότεροι ψηφοφόροι βρέθηκαν να έχουν να επιλέξουν μεταξύ δύο υποψηφίων από τους οποίους δεν ήθελαν κανέναν. Ενιωσαν σαν να λέμε μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Διάλεξαν αυτόν που έλεγε ότι εγγυάται την ασφάλειά τους και τη δουλειά τους, παραμερίζοντας τα υπόλοιπα θέματα, ακόμη και τα δάση του Αμαζονίου που είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου». Μιλάει στο Documento ο δόκτωρ Μίκαελ Ρομάν, πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λίνσεπινγκ στη Σουηδία, ειδικός σε θέματα περιβαλλοντικής ανάπτυξης. Εχει εργαστεί χρόνια στη Βραζιλία, πρώτα ως στέλεχος και μετά ως επικεφαλής διεθνών προγραμμάτων για την προστασία του περιβάλλοντος.
Τι σημαίνει για το περιβάλλον η εκλογή του Μπολσονάρο στην προεδρία της Βραζιλίας;
Το βέβαιο είναι ότι όσα έλεγε προεκλογικά βρίσκονται έξω από τα όρια του πολιτικά εφικτού. Η εκλογή του είναι αποτέλεσμα της κρίσης του Κόμματος των Εργατών και της διαφθοράς, η οποία πλήττει όλο το βραζιλιάνικο πολιτικό σύστημα. Κατάφερε να γίνει αποδεκτός από τη μεγάλη και δυνατή ομάδα των τσιφλικάδων που ουσιαστικά διοικεί τη χώρα, είναι ο πυρήνας της οικονομίας. Εγινε ο άνθρωπός τους. Αυτοί πιέζουν συνεχώς για νέα εδάφη για να καλλιεργήσουν αλλά υπάρχουν νόμοι που πολύ δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Ο Μπολσονάρο τους υποσχέθηκε ότι θα τους διευκολύνει· εκεί παίχτηκε το παιχνίδι. Από κει και πέρα θα πρέπει να ξέρουμε ότι η μεν φρασεολογία του δεν είναι καθόλου ευχάριστη, αλλά τα θέματα που θίγει είναι αυτά που απασχολούν τον βραζιλιάνικο λαό.
Αυτό δεν ακούγεται και πολύ ευοίωνο
Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει απ’ αυτά που έλεγε. Για να σχηματίσουμε από τώρα εικόνα θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία της χώρας. Σήμερα το θέμα της οικονομίας είναι το σημαντικότερο. Η ανάπτυξη, οι θέσεις εργασίας. Επίσης τον λαό της Βραζιλίας τον απασχολεί πάρα πολύ το θέμα της ασφάλειας. Το πολιτικό ζήτημα όπως το εξετάζουμε εμείς εδώ στην Ευρώπη είναι τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι εφαρμόζεται στη Βραζιλία. Αν δούμε τα εκλογικά αποτελέσματα, θα διαπιστώσουμε ότι τις περισσότερες ψήφους τις πήρε από τις τέσσερις πολιτείες που βρίσκονται τα δάση του Αμαζονίου, εκεί είναι που χρειάζονται τις θέσεις εργασίας, εκεί που είναι ο κόσμος άνεργος.
Έχει τη δυνατότητα ο πρόεδρος να αποφασίσει για την αποψίλωση περιοχών του Αμαζονίου;
Θεσμικά ο πρόεδρος δεν μπορεί να αλλάξει τους νόμους. Κάθε πρότασή του θα πρέπει να περάσει από το Κογκρέσο και εκεί υπάρχουν 30 κόμματα. Το κόμμα του Μπολσονάρο δεν είναι από τα μεγάλα, είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Θα πρέπει λοιπόν να κάνει πολλές και επίπονες για αυτόν διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να βρίσκει συνεχώς συμμάχους για να περνάει τους νόμους του. Θεσμικά επίσης υπάρχουν ισχυροί νόμοι, όχι μόνο της Βραζιλίας αλλά και διεθνείς, αναφορικά με θέματα όπως αυτά του Αμαζονίου. Το ζήτημα με τη Βραζιλία λοιπόν δεν είναι ότι δεν υπάρχουν νόμοι ή προγράμματα για να προστατευτούν τα δάση και ταυτόχρονα να επιβιώσουν όσοι ζουν από αυτά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτά τα προγράμματα, εκπονημένα από επιστήμονες διεθνούς κύρους, δεν μπορούν να εφαρμοστούν, διότι δεν διατίθενται τα κονδύλια για την εφαρμογή τους. Ο Μπολσονάρο δεν είπε «θα αλλάξουμε τους νόμους», είπε «θα εφαρμόσουμε τους νόμους». Τώρα με ποιον τρόπο θα τους εφαρμόσει και τι είναι αυτό που εφάρμοζαν οι προηγούμενοι είναι κάτι που θα πρέπει να δούμε – και να συγκρίνουμε.
Γιατί οι Βραζιλιάνοι επέλεξαν έναν δυνάμει δικτάτορα αντί για έναν δημοκρατικό υποψήφιο;
Αυτό που ήθελαν οι άνθρωποι ήταν να σπάσουν τα καθιερωμένα, ήθελαν να αλλάξουν τα πράγματα, να αρχίσουν από την αρχή. Είχαν να διαλέξουν μεταξύ ενός ακροδεξιού που τους είπε «θα έχετε δουλειά και ασφάλεια» και ενός άλλου, του Φερνάντο Χαντάντ, το κόμμα του οποίου έως την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να πει mea culpa για τα λάθη που είχε κάνει. Ο Χαντάντ μίλαγε κατά του αντιπάλου και όχι υπέρ του δικού του προγράμματος. Μίλαγε για την ανεξιθρησκία και για τους ομοφυλόφιλους αλλά δεν έδινε στον ψηφοφόρο να φάει. Την περασμένη Κυριακή, στον δεύτερο γύρο, προέκυψε η απόλυτη πόλωση. Τις τελευταίες μέρες ο εκπρόσωπος του Κόμματος των Εργατών βγήκε και είπε ότι το πρώτο που θα κάνει όταν εκλεγεί είναι να απελευθερώσει τον Λούλα. Αυτό δεν ενδιαφέρει τον κόσμο, δεν ενδιαφέρει τα 30 εκατομμύρια που ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχιας, διότι ο κόσμος ήθελε κάτι που να αφορά τον ίδιο.
Έχει ειπωθεί ότι ο Μπολσονάρο είναι ο Τραμπ της Βραζιλίας. Κατά πόσο ισχύει αυτό;
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πρόεδρος μιας χώρας που έχει μεγάλη εσωτερική αγορά, είναι αυτοδύναμη σε όλα τα θέματα, μπορεί να ανοίξει και να κλείσει τα σύνορα των ΗΠΑ σε ανθρώπους και προϊόντα. Η Βραζιλία δεν έχει τέτοιες δυνατότητες. Εξαρτάται κατά πολύ από άλλες χώρες, τόσο για τις εισαγωγές όσο και για τις εξαγωγές της. Για παράδειγμα, τεχνολογικά η Βραζιλία δεν μπορεί να επιβιώσει μόνη της. Ούτε μπορεί να φύγει από τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή διότι θα απομονωθεί διεθνώς.
*Δόκτωρ Μίκαελ Ρομάν, πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λίνσεπινγκ στη Σουηδία, ειδικός σε θέματα περιβαλλοντικής ανάπτυξης
Ποιοι και γιατί τον ψήφισαν
Όσοι θέλουν βία στη βία
Για εκατομμύρια Βραζιλιάνους η αντιμετώπιση της τεράστιας εγκληματικότητας είναι η πρώτη προτεραιότητα. Μέσα σε έναν χρόνο (2017) σημειώθηκαν 63.880 δολοφονίες, οι δε περισσότερες παραμένουν ανεξιχνίαστες. Ο Μπολσονάρο έβαλε το θέμα στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας του. Δεσμεύτηκε ότι θα μειώσει το όριο ηλικίας για την οπλοκατοχή, θα κάνει πιο ελαστική τη σχετική νομοθεσία και θα λύσει τα χέρια των αστυνομικών ώστε να πυροβολούν τους «εγκληματίες».
Οι κοψοχέρηδες του Λούλα
Όταν ο υποψήφιος του Κόμματος των Εργατών Ιγνάσιο Λούλα ντα Σίλβα έγινε πρόεδρος το 2003, έδειχνε να είναι η ελπίδα ότι θα άλλαζε τη χώρα. Ο Λούλα κυβέρνησε σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης και δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τη φτώχεια με τη βοήθεια των κυβερνητικών κοινωνικών προγραμμάτων του. Αλλά οι καλές εποχές δεν κράτησαν για πολύ και η Βραζιλία έπεσε στη χειρότερη ύφεση της ιστορίας της. Ταυτόχρονα ο Λούλα κρίθηκε ένοχος για δωροδοκία και εκτίει ποινή φυλάκισης δώδεκα ετών σε μια υπόθεση με πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Οι κροίσοι και οι επιχειρηματίες
Όσο οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ανεβαίνουν τα ποσοστά του Μπολσονάρο τόσο ανέβαιναν οι δείκτες στο χρηματιστήριο. Η ελίτ του χρήματος και των μπίζνες θεώρησε τον ακροδεξιό υποψήφιο πιο χρήσιμο για τα συμφέροντά της από τον κεντροαριστερό αντίπαλό του Φερνάντο Χαντάντ. «Η Βραζιλία είναι ίσως η πλουσιότερη χώρα του κόσμου σε φυσικούς πόρους. Δεν χρειάζεται να κάνει κάποιος θαύματα για να οικοδομήσουμε μια τεράστια οικονομία. Χρειαζόμαστε απλώς μια κυβέρνηση που δεν θα μας βάζει εμπόδια» δήλωσε στο BBC ο Λέο Φρακάου, μεγαλοεπιχειρηματίας από το Πόρτο Αλέγκρε.
Οι θρησκόληπτοι ευαγγελικοί
Περίπου 44 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι είναι ευαγγελικοί προτεστάντες, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 22% του γενικού πληθυσμού. «Είναι ο υποψήφιος που σέβεται τον Θεό. Ενας άνθρωπος που δεν σέβεται τον Θεό δεν σέβεται κανέναν» είπε στο BBC στέλεχος της Εκκλησίας των Ευαγγελιστών. Και πρόσθεσε: «Είναι ενάντια στη νομιμοποίηση της άμβλωσης και δεν μπερδεύει τα μυαλά των παιδιών με θέματα φύλου. Ο Θεός έκανε τον άντρα και τη γυναίκα, η ιδεολογία του φύλου μπερδεύει τα παιδιά, γκρεμίζει ό,τι έχτισε ο Θεός».
Οι φεουδάρχες και οι κολίγοι
Το «λόμπι της γεωργίας», όπως ονομάζονται στη Βραζιλία οι πανίσχυροι γαιοκτήμονες-φεουδάρχες, οι ιδιοκτήτες κτηνοτροφικών επιχειρήσεων και ο πληθυσμός που εξαρτάται από αυτούς, έδωσε νωρίς το πράσινο φως στον Μπολσονάρο. «Αν θέλει κάποιος να επενδύσει στη γη, πρέπει να ξεπεράσει μια απίστευτη γραφειοκρατία – και τελικά δεν θα τα καταφέρει. Τώρα ήρθε η ώρα να μας δοθούν κίνητρα για επενδύσεις» δήλωσε στο BBC ο μεγαλογαιοκτήμονας Φερνάντες Πιμέντα.
Αριστερά διασπασμένη και διεφθαρμένη
Η Αριστερά ήταν σαν να μην είχε υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές. Σαν να έπαιξε ο Μπολσονάρο χωρίς αντίπαλο. Ο Μίκαελ Ρομάν εξηγεί: «Από τότε που η Βραζιλία έγινε ανεξάρτητο κράτος και μετατράπηκε από φεουδαρχικό σε ομοσπονδιακό, πολλές συνθήκες της φεουδαρχίας και της αποικιοκρατίας δεν έχουν εξαλειφθεί. Η πολιτική ελίτ ζει μακριά από τον λαό. Κάθε κυβέρνηση θέλει να τα έχει καλά με τους μεγαλοτσιφλικάδες. Τα κόμματα λειτουργούσαν σαν μηχανισμοί εκλογής συγκεκριμένων προσώπων και αυτό θρέφει τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις.
Ξαφνικά τη δεκαετία του ’80 εμφανίζεται το Κόμμα των Εργατών και αλλάζουν τα πράγματα. Είναι το πρώτο που έχει κομματική δομή όπως ξέρουμε στην Ευρώπη, με όργανα και ηγεσία. Αντλούσε τη δύναμή του από το λαϊκό κίνημα. Το κύριο θέμα του ήταν η πάταξη της διαφθοράς. Ετσι ενισχύθηκε, διότι όλοι οι παράγοντες στη Βραζιλία ήταν διεφθαρμένοι. Όμως έπειτα από μερικά χρόνια φάνηκε ότι και το κόμμα αυτό έγινε αυτό που έλεγε ότι θα πολεμήσει. Ίσως ο κόσμος σήμερα να αδιαφορούσε για τη φυλάκιση του Λούλα αν δεν έβλεπε το τοπικό στέλεχος του Κόμματος των Εργατών στο χωριό ή στη γειτονιά να κάνει ακριβώς το ίδιο που έκαναν στελέχη των άλλων κομμάτων τα προηγούμενα χρόνια.
Οι άλλοι δύο υποψήφιοι, ο Γκόμεζ (σ.σ.: παραδοσιακός σοσιαλδημοκράτης) και η Μαρίνα Σίλβα (σ.σ.: ακτιβίστρια οικολόγος), απέτυχαν να περάσουν ένα θετικό μήνυμα, δεν έδωσαν στον κόσμο διέξοδο. Ειδικά αυτοί οι δύο δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν έναν τρίτο πόλο που θα μπορούσε να κρίνει τις εκλογές. Οι δυνάμεις της Αριστεράς διασπάστηκαν και εκλέχτηκε ο ακροδεξιός. Και αυτό, βέβαια, είναι τραγικό».