Ο απελθών πρόεδρος της Μιανμάρ Ουίν Μιντ, ο οποίος μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου έρχεται αντιμέτωπος με δικαστικές διαδικασίες μαζί με την Αούνγκ Σαν Σου Τσι, σήμερα Τρίτη, κατά την διάρκεια της δίκης, κατέθεσε για πρώτη φορά, πώς αναγκάστηκε σε παραίτηση κατά την έναρξη του πραξικοπήματος.
Ο Ουίν Μιντ τόνισε στο ακροατήριο, ότι δύο υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί εισέβαλαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Φεβρουαρίου στο δωμάτιό του, ζητώντας του να παραιτηθεί «για ιατρικούς λόγους», δήλωσε στο AFP ο δικηγόρος του Χιν Μαούνγκ Ζάου.
Ο Ουίν Μιντ «αρνήθηκε την πρότασή τους, διαβεβαιώνοντας ότι η υγεία του είναι καλή. Οι αξιωματικοί τον προειδοποίησαν πως η άρνηση αυτή θα του κόστιζε πολύ, αλλά ο πρόεδρος τους είπε πως προτιμά να πεθάνει από το να δεχθεί», προσέθεσε ο δικηγόρος
Παρόμοιες έφοδοι έγιναν στην κατοικία της Αούνγκ Σαν Σου Τσι στην πρωτεύουσα Ναϊπιντάου, και στις κατοικίες πολλών αξιωματούχων της κυβέρνησής της.
Από τότε, η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης το 1991 και ο Ουίν Μιντ, πιστός σύμμαχός της, βρίσκονται υπό περιορισμό κατ΄οίκον και κρατούνται σε απομόνωση.
Δικάζονται από τον Ιούνιο για σειρά παραβιάσεων, με την Αούνγκ Σαν Σου Τσι να διώκεται κυρίως για ανταρσία, διαφθορά, υποκίνηση δημόσιων ταραχών.
Η πρώην ηγέτιδα καλείται να καταθέσει για πρώτη φορά στις 26 Οκτωβρίου και κινδυνεύει να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης δεκάδων ετών αν βρεθεί ένοχη.
Το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου έβαλε τέλος σε μια σύντομη δημοκρατική παρένθεση μιας δεκαετίας στη χώρα.
Από τότε ο στρατός διεξάγει μια αιματηρή καταστολή με περισσότερους από 1.100 πολίτες να έχουν σκοτωθεί και περισσότερους από 7.000 να έχουν συλληφθεί, σύμφωνα με την τοπική μη κυβερνητική οργάνωση Ένωση Αρωγής στους Πολιτικούς Κρατούμενους (AAPP), που αναφέρει περιπτώσεις βασανιστηρίων, βιασμών και εξωδικαστικών εκτελέσεων.