Μιανμάρ: Η πολύπαθη χώρα που επλήγη με σεισμό 7,7 Ρίχτερ – Χούντα, εμφύλιος και ανθρωπιστική κρίση

Μιανμάρ: Η πολύπαθη χώρα που επλήγη με σεισμό 7,7 Ρίχτερ – Χούντα, εμφύλιος και ανθρωπιστική κρίση

Πριν από τον φονικό σεισμό των 7,7 Ρίχτερ που σκόρπισε τον θάνατο και την καταστροφή, η κατάσταση στη Μιανμάρ ήταν ήδη δραματική. Τώρα, ο Εγκέλαδος έδωσε το τελειωτικό χτύπημα σε μια χώρα βυθισμένη σε οξεία ανθρωπιστική κρίση.

Η Μιανμάρ είναι μία μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας που συνορεύει με την Κίνα στα βορειοανατολικά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Νότια υπάρχει η Θάλασσα του Ανταμάν εντός του Κόλπου της Βεγγάλης βορειοδυτικά. Το ένα τρίτο της συνολικής περιμέτρου της Μιανμάρ, μήκους 1.930 χιλιομέτρων, σχηματίζει μια συνεχόμενη ακτογραμμή.

Από τις 6 Νοεμβρίου 2005, πρωτεύουσα της χώρας είναι το Νέπιντο. Μεγαλύτερη πόλη παραμένει η Ρανγκούν ή Γιανγκόν, που ήταν ως τότε η πρωτεύουσα της χώρας.

Ο πληθυσμός της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2024 είναι 56.712.559 κάτοικοι. Η οικονομία της χώρας βασίζεται στον πρωτογενή τομέα και μάλιστα στη γεωργία και κατά δεύτερο λόγο στη βιομηχανία.

Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 69,1 χρόνια (65,9 χρόνια οι άνδρες και 72,2 οι γυναίκες).

Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας» στις 4 Ιανουαρίου 1974, πριν ονομαστεί πάλι «Ένωση της Βιρμανίας» στις 23 Σεπτεμβρίου 1988. Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε «Ένωση του Μιανμάρ». Στη χώρα έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και τότε άλλαξε το όνομά της σε Μιανμάρ.

Τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου

Το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου 2021 έλαβε χώρα πραξικόπημα στη Μιανμάρ και ο στρατός κατέλαβε την εξουσία, ενώ η πρωθυπουργός Αούνγκ Σαν Σου Κι, ο Πρόεδρος Ουίν Μιντ και άλλα μέλη της κυβέρνησης, συνελήφθησαν και βρίσκονται στη φυλακή.

Η ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό προκάλεσε εκτεταμένες δημόσιες διαμαρτυρίες, η βίαιη καταστολή των οποίων από τις δυνάμεις ασφαλείας πυροδότησε μια ένοπλη αντίσταση, που οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου.

Εθνοτικές μειονοτικές πολιτοφυλακές και δυνάμεις της λαϊκής άμυνας που υποστηρίζουν την κύρια αντιπολίτευση της Μιανμάρ ελέγχουν μεγάλα τμήματα της χώρας, ενώ ο στρατός κατέχει μεγάλο μέρος της κεντρικής Μιανμάρ και μεγάλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Νέπιντο.

Η περιοχή Σαγκάινγκ, κοντά στο επίκεντρο των σεισμών 7,7 Ρίχτερ και 6,4 Ρίχτερ που σημειώθηκαν με διαφορά λίγων λεπτών, αποτελεί ένα ασταθές και στρατηγικό πεδίο μάχης στον εμφύλιο πόλεμο. Είναι προπύργιο των αντιστασιακών ομάδων υπέρ της δημοκρατίας, οι οποίες μάχονται για την ανατροπή της χούντας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τον ΟΗΕ, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν από το πραξικόπημα και έπειτα είχε φτάσει τους 5.350 τον Ιούνιο του 2024.

Τα τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση πολλαπλών κρίσεων με σχεδόν τον μισό πληθυσμό να βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας και την οικονομία σε αποσύνθεση, αναφέρει το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

Έλεγχος των ΜΜΕ – Περιορισμένες ειδήσεις

Καθώς η Μιανμάρ κυβερνάται από στρατιωτική χούντα, η κλίμακα της καταστροφής μπορεί να μην γίνει σαφής για αρκετό καιρό. Το κράτος ελέγχει σχεδόν το σύνολο των τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και τα έντυπα, ενώ η χρήση του διαδικτύου είναι επίσης περιορισμένη.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε στον Guardian ο ερευνητής Τζο Φρίμαν, «το γεγονός ότι δημοσιεύονται περισσότερες φωτογραφίες και πληροφορίες από την Ταϊλάνδη (η οποία ταρακουνήθηκε επίσης από τον σεισμό) παρά από το επίκεντρο στη Μιανμάρ, είναι μια τρομακτική υπενθύμιση της συντριβής της ελευθερίας του Τύπου από τον στρατό μετά το πραξικόπημα του 2021».

Ανθρωπιστική κρίση

Πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Μιανμάρ θα χρειαστεί ανθρωπιστική βοήθεια φέτος. Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις των περικοπών της αμερικανικής βοήθειας (USAID) από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ανθρωπιστικές υπηρεσίες της χώρας, έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές.

Ο στρατός της Μιανμάρ αρνείται την παροχή βοήθειας σε περιοχές όπου δραστηριοποιούνται οι πολιτικοί του αντίπαλοι. «Πρέπει να επιτρέψει αμέσως την απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις ανθρωπιστικές οργανώσεις και να άρει τα διοικητικά εμπόδια που καθυστερούν την εκτίμηση της ζημιάς που έχει προκληθεί», τόνισε ο Φρίμαν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες έχουν επικρίνει την ανάληψη της στρατιωτικής εξουσίας σε μια δήλωση που ζητούσε επίσης την απελευθέρωση της ανατραπείσας ηγέτιδας Αούνγκ Σαν Σου Κι και άλλων πολιτικών κρατουμένων.

Επεσήμαναν ότι σχεδόν 20 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια και ότι έως και 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας, αύξηση σχεδόν κατά ένα εκατομμύριο τον τελευταίο χρόνο. Εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους για την αύξηση του διασυνοριακού εγκλήματος στη Μιανμάρ, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπων και οι διαδικτυακές απάτες, οι οποίες επηρεάζουν τις γειτονικές χώρες και ενέχουν τον κίνδυνο ευρύτερης αστάθειας.

Η εξέγερση του 2007

Τον Αύγουστο του 2007 με αφορμή τη συμπλήρωση 19 χρόνων από την άγρια καταστολή των λαϊκών συγκεντρώσεων, οι Βουδιστές μοναχοί -άτομα ιερά στη Μιανμάρ- οργάνωσαν διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας διαμαρτυρόμενοι για το ανελεύθερο καθεστώς.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι διαδηλώσεις κορυφώθηκαν λόγω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν την απόφαση της στρατιωτικής κυβέρνησης να αποσύρει την επιδότηση στα καύσιμα με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών, αλλά και λόγω των ξυλοδαρμών τριών βουδιστών μοναχών από την αστυνομία.

Στις 24 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της Μιανμάρ, όταν 100.000 πολίτες και Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης αλλά και για τη φτώχεια που ταλανίζει τη χώρα. Το στρατιωτικό καθεστώς, θορυβημένο από αυτή την εξέλιξη, ανακάλεσε την 22η Μεραρχία από το κρατίδιο της Καρέν για τη Ρανγκούν.

Η 22η Μεραρχία είχε χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει και τις λαϊκές εξεγέρσεις του 1988 και έτσι η κίνηση αυτή προκάλεσε αίσθηση προοικονομώντας τις προθέσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα επιβλήθηκε νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ 9 μ.μ. και 5 π.μ. ενώ η πόλη Ρανγκούν τέθηκε υπό άμεσο στρατιωτικό έλεγχο. Παράλληλα, τμήματα στρατού παρατάχθηκαν σε όλη την πόλη.

Ο λαός κατέβηκε ξανά στους δρόμους τις επόμενες μέρες, με την αστυνομία και τον στρατό να ξυλοκοπούν άγρια τους διαδηλωτές, ενώ σημειώθηκαν αρκετές συλλήψεις. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 30 πολίτες, μεταξύ των οποίων και ένας Ιάπωνας δημοσιογράφος. Επίσης συνελήφθησαν χιλιάδες άτομα τα οποία κρατούνται μέχρι και σήμερα, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι αγνοούνται από τα επεισόδια.

Διαβάστε επίσης

Αιχμές Στυλιανίδη: «Για λόγους εθνικής ασφάλειας θα έπρεπε το κράτος να είναι πιο επιμελές»

Ο εμπαιγμός των στρατιωτικών από τον Δένδια: «Νέο μισθολόγιο» με… παλιά κόλπα

Ψέμα από τον Άδωνη Γεωργιάδη μετά τη «φάπα» στις εκλογές των νοσοκομειακών γιατρών

Η Αριστερά ως καλός σύζυγος

Στρώνει το χαλί ο Στουρνάρας: 13ος και 14ος μισθός θα στερήσουν χρήματα από τους φτωχούς

Ετικέτες

Documento Newsletter