«Άρρωστο πλάσμα ο άνθρωπος. Τρελαίνονται στα χέρια του οι λέξεις και τα πράγματα. […] Τρελό, αδίστακτό, θρασύ πλάσμα ο άνθρωπος· […] Αντέχει – ναι! Μονάχα την αθλιότητά του δεν γίνεται ν’ αντέξει» αντιλαλούν τα λόγια του Χορού μπροστά στον ερειπωμένο οίκο των Ατρειδών και μαζί τους κυριαρχούν οι σκέψεις μας ότι ο «Ορέστης» του Ευριπίδη μοιάζει τόσο σημερινός κι ας μας χωρίζουν 2.500 χρόνια από τη συγγραφή και διδασκαλία του έργου στην Αθήνα το 408 π.Χ.
Το τελευταίο έργο του τραγικού ποιητή πριν από την αναχώρηση και την εγκατάστασή του στη Μακεδονία είναι η καλοκαιρινή παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και παρουσιάζεται σε νέα μετάφραση από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα και σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη. Η παράσταση άρχισε την περιοδεία της στην Ελλάδα από τη Θεσσαλονίκη και παρουσιάστηκε ήδη στην Κύπρο. Το Documento ζήτησε από τον μεταφραστή του έργου να μας περιγράψει τον Ορέστη και την έννοια που έχει στη σημερινή εποχή η ευριπίδεια τραγωδία και από τον σκηνοθέτη να μας μιλήσει για το ταξίδι της παράστασης του ΚΘΒΕ από την αρχή της δημιουργίας της μέχρι την παρουσίασή της στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 3 και το Σάββατο 4 Αυγούστου.
Ο Ορέστης και η πολιτική ορθότητα
Αναρωτιέται κανείς τι είχαν κατά νου εκείνοι οι σπουδαίοι μελετητές του έργου του Ευριπίδη όταν χαρακτήριζαν τον «Ορέστη» «μελόδραμα», οικογενειακό «ρομάντζο». Πώς μπορεί να προσπέρασαν το απτό γεγονός των εκατοντάδων στίχων οι οποίοι ασκούν ανελέητη κριτική στην πολιτική κατάσταση της ρημαγμένης από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο Αθήνας (αφού η τοποθέτηση συνέλευσης πολιτών στο Αργος είναι σαφής αναχρονισμός); Δεν το προσπέρασαν. Απλώς το απέκρυψαν. Γνώριζαν πολύ καλά ότι το αριστούργημα του Ευριπίδη τίναζε στον αέρα αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πολιτική ορθότητα». Είχαν καταλάβει ότι αυτό που διακυβεύεται στο έργο δεν είναι η μοίρα του Ορέστη, αλλά η μοίρα του κοινωνικού καθεστώτος που γέννησε τον Ορέστη. Οταν ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του, γκρέμισε μια πολιτική ισορροπία. Οι αγορητές στη συνέλευση των πολιτών προσπαθούν να το κρύψουν, αραδιάζουν ανόητα επιχειρήματα, καμώνονται πως τους «καίει» το ηθικό ζήτημα της μητροκτονίας, αλλά ρίχνουν λοξές ματιές στους ηγέτες των παρατάξεών τους.
Και ο Ορέστης; Τι μπορούσε να κάνει; Από τη στιγμή που γεννήθηκε ήταν εγκλωβισμένος στους πατροπαράδοτους θεσμούς· και οι θεσμοί ήταν οργανωμένοι έτσι ώστε να κατασπαράζουν αυτούς που τους αμφισβητούν και να μετατρέπουν σε ζωντανούς νεκρούς αυτούς που τους αποδέχονται. Ο θεός ήθελε τον Ορέστη εκτελεστή του θείου νόμου – η πόλη τον ήθελε παραβάτη του ανθρώπινου νόμου. Ο Ορέστης ήθελε να ζήσει. Δεν ήταν φτιαγμένος ούτε για εκτελεστής ούτε για παραβάτης. Αλλά πώς θα διεκδικούσε την επιθυμία του ενώπιον του θεού και της πόλης; Ποια γλώσσα θα μιλούσε; Ο θεός μόνο τον αυτοβασανισμό καταλάβαινε: τις περιβόητες τύψεις· η πόλη μόνο τους ρητορικούς ελιγμούς: τα περιβόητα «επιχειρήματα». Πώς να μην παραφερθεί ένας νέος άνθρωπος, αφού ούτε τα «ουράνια» ούτε η πόλη μπορούν ν’ ακούσουν τον δικό του λόγο; Πώς να μην αφήσει το θηρίο μέσα του να σπείρει τον θάνατο και τον θάνατό του; Ο θεός τον χρησιμοποίησε για να επιβάλει το δίκαιό του, η πολιτεία τον χρησιμοποιούσε για να επιβάλει τη δύναμή της. Τόσο ο θεός όσο και η πόλη «δούλευαν» στη βάση του αξιώματος: Εχω τόσο δίκιο όση δύναμη να το επιβάλω.
Θυμίζουν τίποτε όλα αυτά; Μήπως ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι τόσο μακριά όσο φανταζόμαστε από την Αθήνα του Ευριπίδη και το Αργος του Ορέστη;
Η ερώτηση πρέπει να τεθεί στον θεατή, τον μόνο που δεν σκέφτηκαν ποτέ να ρωτήσουν οι ερμηνευτές του «Ορέστη». Και πρέπει να τεθεί σ’ αυτόν διότι έπειτα από 2.500 χρόνια είναι ο μόνος που προσέρχεται στο θέατρο (τουλάχιστον στην Ελλάδα) με τις ίδιες προσδοκίες με τις οποίες προσέρχονταν οι πρόγονοί του: ν’ ακούσει κάτι που τον αφορά. Ας μη βιαστούμε να κραυγάσουμε: Πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύει ο οποιοσδήποτε τα «ιερά» αυτά κείμενα κατά βούληση! Γι’ αυτό το «κατά βούληση» γράφονταν οι αρχαίες τραγωδίες και γι’ αυτό επιβίωσαν μέχρι σήμερα.
Γιώργος Μπλάνας
Το ταξίδι για την Επίδαυρο
Κλείνουν εννιά μήνες αυτές τις μέρες. Τέλη Οκτώβρη ο Γιώργος Μπλάνας μού έστειλε τις πρώτες σελίδες της μετάφρασης του «Ορέστη» κι άρχισα να κολυμπάω στις λέξεις του. Ακολούθησαν νέες αποστολές και ατέλειωτες συζητήσεις με τους συντελεστές, τον Γιάννη, τον Μπάμπη, τον Αλέξη κι ύστερα σιγά σιγά με τους ηθοποιούς της διανομής. Τον Φλεβάρη είχα πια όλο το κείμενο στα χέρια μου. Πολύς δρόμος μέχρι να γίνει το αριστούργημα του Ευριπίδη παράσταση. Αλλά υπάρχουν προαπαιτούμενα: Η μουσική να αντικατοπτρίζει το σήμερα και ο Παπαδόπουλος ξέρει καλά τι πάει να πει αυτό, το σκηνικό να θυμίζει σύγχρονο παλάτι, αλλά σε ανακαίνιση που έμεινε στη μέση, το παράτησαν οι εργάτες και φύγανε, και ο Θαβώρης δουλεύει με κέφι πάνω στην αρχική ιδέα. Το κρεβάτι του Ορέστη δίχως στρώμα, παλιό, σιδερένιο, με σομιέδες χρυσούς, όπως κι οι σκαλωσιές του παλατιού. Τα ρούχα σύγχρονα. Το έργο μιλάει γι’ αυτό που ζούμε σήμερα! Δεν χρειάζονται αναγωγές σε παλιότερες δεκαετίες ούτε στην αρχαιότητα. Δεν θέλουμε να αποπροσανατολιστεί κανείς. Ζούμε «μια ιστορία γραμμένη με αίμα, μια ιστορία ζωντανή που αιμορραγεί». Ο Χορός θα κινείται γύρω από το αλώνι δίβουλος, παρορμητικός, άλλοτε με εκρήξεις κι άλλοτε δειλά και ήσυχα – θα το φροντίσει ο Τσιάμογλου. Ως εδώ πάει καλά το σχέδιο. Να βρεθούν οι ηθοποιοί και να αρχίσουμε! Χωρίς ηθοποιούς πού πάμε;
Έρχονται στις αρχές Μαΐου. Πέφτουμε με τα μούτρα στις αναγνώσεις, γυρνάμε στο πρωτότυπο του Ευριπίδη, αναζητούμε τον ήχο των λέξεων, μετράμε τις ανάσες, τον ρυθμό, την ένταση. Στο τραπέζι όλα αυτά. Εναν μήνα αργότερα οι ηθοποιοί σηκώνονται, δοκιμάζουν κινήσεις κι ανοίγει ένας νέος κόσμος. Αγγίγματα, φωνές, δάκρυα, παύσεις, λαχανιάσματα, κραυγές. Σώματα 22 ανθρώπων που αρχίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους, να μιλούν, να τραγουδούν. Ανείπωτη χαρά οι πρόβες. Κούραση και μικρές ανακαλύψεις, χαλάρωση και αμφιβολίες. Και δοκιμές σε χώρους διαφορετικούς θέλοντας και μη… Αρχισαν οι βροχές και εμείς γυρνάμε από τη Μονή Λαζαριστών στη σκηνή της ΕΜΣ, από το -3 του Βασιλικού στα καμαρίνια του Θεάτρου Γης μέχρι να κοπάσει η καλοκαιρινή μπόρα. Μαζί μας ο Νίκος Βουδούρης, ο Διονύσης, ο Κλεάνθης και ένας ηλεκτρολόγος βάρδιας. Και ήρθε ο καιρός να μπούμε πια στο Θέατρο Δάσους, δύο βδομάδες πριν από την πρεμιέρα. Με το σκηνικό στημένο και τις κερκίδες άδειες: μονάχα ο Σαμψών, εγώ, η Ελίνα, οι συντελεστές κι οι υπόλοιποι τεχνικοί: ο Στέλιος, ο Ηλίας ο Γιατρός, ο Νίκος, η Αννα Μαρία, ο Γεράσης. Σιγά σιγά η παράσταση παίρνει μορφή, μέρα τη μέρα γλιστρούν στο κοίλο συνάδελφοι ηθοποιοί. Αποκτούμε κοινό. Αυτό που κάνουμε αρχίζει να απευθύνεται, να ζητά βοήθεια, να αφουγκράζεται την ανάσα των άλλων. Στη γενική 150 θεατές. Δεν βαρέθηκαν. Καλό αυτό! Στις 12 Ιουλίου πρεμιέρα σε ένα σχεδόν γεμάτο Θέατρο Δάσους. Ολοι αγχωμένοι, αλλά πεισματάρηδες. Η πρώτη ικανοποίηση: έγινε παράσταση και ο κόσμος ήταν μαζί μας. Συνεχίζουμε, λοιπόν, που θα ’λεγε κι ο Τάκης Σινόπουλος, ο αγαπημένος μου ποιητής. Τη δεύτερη μέρα απειλή βροχής αλλά όλα καλά. Κι όλοι οι ηθοποιοί ακόμη πιο δυνατοί: ο Χρίστος, η Ιωάννα, η Δάφνη, ο Σαντάς, ο Στέργιογλου, ο Χριστόδουλος, ο Δημοσθένης, ο Δημήτρης, ο Νικόλας, η Μαριάννα. Και τα κορίτσια του Χορού πιο σίγουρα και πιο συγκεντρωμένα.
Πήγαμε στην Κύπρο μετά. Στο Κούριο. Με τη θάλασσα απέναντι να γεμίζει τις σιωπές. Με τους Κύπριους να γεμίζουν το υπέροχο αρχαίο θέατρο και τα δύο βράδια. Να παρακολουθούν σιωπηλά, να συγκινούνται, να γελούν. Εγινε και το επόμενο βήμα. Επιστροφή. Και τώρα, η Επίδαυρος… Στον μαγικό χώρο –χαρά και δέος– για δύο παραστάσεις, και τρεις πρόβες πριν, να ζήσουμε όλοι μας την αύρα του μοναδικού αυτού θεάτρου, αργά τη νύχτα κατάκοποι αλλά και λίγο ζαλισμένοι – περίεργη αίσθηση. Μόνο στην Επίδαυρο το ’χω νιώσει. Και μόνο εκεί νιώθεις πως αυτό το τεράστιο θέατρο –που κουβαλά μνήμες αιώνων– γίνεται μια γλυκιά, ζεστή αγκαλιά όταν έρθουν οι θεατές, όταν σβήσουν τα φώτα και αρχίσει η παράσταση.
Γιάννης Αναστασάκης
INFO
Η παράσταση παρουσιάζεται στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 3 και το Σάββατο 4 Αυγούστου με υπέρτιτλους στα αγγλικά ενώ θα υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς από και προς την Αθήνα με κράτηση θέσεων για το λεωφορείο μέσω της ιστοσελίδας του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου greekfestival.gr
Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης