Ο Αντώνης Μποσκοΐτης γράφει έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό στη δασκάλα του, ποιήτρια και ραδιοφωνική παραγωγό Στέλλα Βλαχογιάννη.
Γνώρισα τη Στέλλα Βλαχογιάννη το 2006, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Δίφωνο. Είχε ζητήσει τότε προσωπικό ραντεβού με καθέναν συντάκτη ξεχωριστά. Όπως συνηθίζεται στην αλλαγή διευθυντών σε όλους τους εργασιακούς χώρους, καλλιεργήθηκε ένα κλίμα ανησυχίας, ποιοι μένουν, ποιοι φεύγουν, ποιοι καινούργιοι έρχονται– τα γνωστά.
Δε μου έχει ξανασυμβεί με άλλον άνθρωπο εκτός της Στέλλας: Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο γραφείο της και μέσα σε ένα δεκάλεπτο είχαμε ανταλλάξει πολύ βαθιές κουβέντες, θέματα που για να έλεγα σε κάποιον, εγώ προσωπικά θα έπρεπε να’ χω κάνει τουλάχιστον ένα χρόνο παρέα μαζί του. Η Στέλλα μού ζήτησε να της παραδώσω μία συνέντευξη μου, που θεωρούσα την καλύτερη μου ίσαμε τότε, και μία κακή κριτική μου για κάποιο ελληνικό άλμπουμ. Της πήγα τη συνέντευξη που είχα κάνει ένα χρόνο πριν με την Αρλέτα για τον «Μετρονόμο» του Θανάση Συλιβού κι από κριτική, απ’ ότι θυμάμαι, της είχα δώσει μία για κάποιο CD του Ηλία Ανδριόπουλου.
Την επόμενη κιόλας, με αναβάθμισε στο περιοδικό. Διπλασίασε το μισθό μου και μου ανάθεσε τις συνεντεύξεις του εξωφύλλου. Αξέχαστη η συνάντηση μου με τους αδερφούς Κατσιμίχα στα γραφεία του περιοδικού, για την οποία συνέντευξη είχε τσεκάρει τις ερωτήσεις μου και δεν έκανε απολύτως καμία παρέμβαση. Ακολούθησαν ο Χρήστος Νικολόπουλος και πολλοί άλλοι δημιουργοί, που μου’ναι αδύνατον τώρα να θυμηθώ. Εκτιμούσε πολύ τον τραγουδιστή Παντελή Θεοχαρίδη, γιατί τον θεωρούσε εκτός συστήματος. «Ο Παντελάκος μας» έλεγε. Κι όταν ο Παντελής μου έδωσε συνέντευξη για το Δίφωνο, γύρισε και μου είπε: «Δηλαδή έπρεπε ν’ αναλάβει διευθύντρια η Βλαχογιάννη για να μας βάλουν κι εμάς στο Δίφωνο»… Λίγους μήνες πριν, το ίδιο διάστημα, με τη Στέλλα είχαμε στήσει μια συναυλία με Μακεδόνες τραγουδιστές, διοργανωμένη από το Δίφωνο σε συνεργασία με το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ήταν οι πάντες: Ο Μητσιάς, ο Γαϊτάνος, η Γλυκερία, ο Θεοχαρίδης, μέχρι και ο Χρόνης Αηδονίδης. Τα γέλια που κάναμε μετά τη συναυλία στον «Τσαρουχά», το πατσατζίδικο της Θεσσαλονίκης, ήταν κάτι το φοβερό!
Ένα φεγγάρι μιλάγαμε μόνο για αντικαταθλιπτικά οι δυο μας όπως άλλοι θα μίλαγαν για κάτι τελείως άλλο. Εκεί πάνω αρχίσαμε να μιλάμε για την Κατερίνα Γώγου, με την οποία η Στέλλα είχε κάνει συνέντευξη κάποτε και μάλιστα ήταν απ’ τους λίγους που συνόδευσαν την ηθοποιό και ποιήτρια στην τελευταία της κατοικία. Όταν της εξομολογήθηκα πως σκοπεύω να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για τη Γώγου, με συμβούλεψε: «Να το κάνεις! Μετά τη Φλέρυ Νταντωνάκη και το Κύτταρο θα κλείσει την τριλογία των καταραμένων της Αθήνας». Δεν το’χα δει ποτέ έτσι. Κι όταν η ταινία έγινε, το 2012 πια, τότε που το Δίφωνο είχε κλείσει και με τη Στέλλα είχαμε ψιλοχαθεί, η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη: Της τηλεφώνησα για να ζητήσω άδεια να χρησιμοποιήσω ένα – δυο δικά της ποιήματα μες το ντοκιμαντέρ, όπως και του αγαπημένου της μαθητή και κοινού μας φίλου, του ποιητή και φιλόλογου Σπύρου Αραβανή. Τον αγαπούσε πολύ τον Σπύρο η Στέλλα και δεν παρέλειπε να μου μιλάει γι’ αυτόν.
Τη θυμάμαι και στο Κύτταρο την άνοιξη του 2009, τότε που είχε μια σειρά από live η Λένα Πλάτωνος. Μπήκε στο καμαρίνι της Λένας, έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Της μίλησε για το φλερτ της με τον θάνατο. Έκλαιγε και η Λένα, που γνώριζε καλά από τα όρια της ανθρώπινης ψυχής.
Δεν κάναμε ποτέ παρέα εκτός περιοδικού με εξαίρεση κάτι τηλεφωνήματα, όχι απαραιτήτως επαγγελματικά, τα οποία καμιά φορά ξεπερνούσαν την ωριαία διάρκεια.
Την παρακαλούσα τα τελευταία χρόνια, περισσότερο στο messenger στο facebook και λιγότερο στο τηλέφωνο, να μου έδινε μία συνέντευξη. Μάθαινα πολύ δυσάρεστα πράγματα, για φτώχεια και ανέχεια. Μέχρι και ότι σε κάποια φάση δεν είχε να πληρώσει τον λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ μού είπαν. «Για δες» σκεφτόμουν, «έχουμε εμείς δουλειά σήμερα, οι μαθητές της, και αυτή η γυναίκα που μας γαλούχησε, δεν έχει τα βασικά». «Ναι ρε» μου έλεγε συνέχεια, «θα στη δώσω τη συνέντευξη εσένα, μην ανησυχείς». Ποτέ δεν έγινε, ποτέ δεν την ξανάδα από κοντά. Θύμωνα όμως απίστευτα όταν μάθαινα πως η εκπομπή της, που ήταν μια όαση πολιτισμού, δεν μπορούσε πια να περάσει στο κρατικό ραδιόφωνο. Λες και δεν χώραγε μια εκπομπή σαν τη δική της, που ισοδυναμούσε με βάλσαμο και που κρατούσε το μέσο αυτό σ’ ένα επίπεδο εποχής χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος. Ελπίζω σήμερα να μην κλαίνε με κροκοδείλια δάκρυα αυτοί που την έκοψαν από το ραδιόφωνο, τη μοναδική εργασία και τρόπο βιοπορισμού της!
Ένα έργο της αξιώθηκα να δω στο θέατρο, το «Μην παίζεις με τα χώματα», αρχικά το 2010 σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη και της Ηρούς Μιχαλακάκου και λίγα χρόνια μετά, το 2013, σε σκηνοθεσία της Έφης Νιχωρίτη και της τραγουδοποιού Δήμητρας Μαστορίδου. Ήξερα ότι θα έβλεπα ένα καλό έργο, γνωρίζοντας προσωπικά τη δημιουργό του, δεν περίμενα όμως τους κόμπους που από ένα σημείο και μετά ήρθαν και κάθισαν μόνιμα στο λαιμό μου, ζητώντας ν’ ανέβουν πιο πάνω και να γίνουν δάκρυα. Ίσως να ήταν και δάκρυα χαράς, για τη δασκάλα και φίλη που μας είχε κάνει δώρο μια τέτοια παράσταση. Ή μάλλον θλίψης που έβλεπα κι εγώ εκεί μέσα κομμάτια της δικής μου ζωής και άκουγα λόγια, τα οποία -δεν υπάρχει περίπτωση- σίγουρα κάποτε θα’ χαν βγει κι απ’ τα δικά μου χείλια.
Το 2011 με τίμησε με το να είμαι ομιλητής στην παρουσίαση της δεύτερης ποιητικής συλλογής της στον Ιανό της Σταδίου. «Με λένε θάνατο» λεγόταν το βιβλίο και, μεταξύ άλλων, είχα γράψει τα εξής: «Η επινόηση ενός προσώπου, της Ιωάννας της Μοναχικής, που επωμίζεται σαν τον Μαθιό Πασχάλη του Σεφέρη τις συναισθηματικές απωθήσεις, για τις οποίες κάθε συμβατικός άνθρωπος χρειάζεται ένα τραγικό πρόσχημα ώστε να μιλήσει, είναι μια σπάνια αφηγηματική έμπνευση. Η ποιήτρια, έτσι, μιλάει με την απόλυτη ειλικρίνεια του εξομολογούμενου και με μια μορφική μεθόδευση πολύ κοντινή σ’ εκείνη του θεατρικού μονόλογου, που προσφέρεται για εξωτερικεύσεις».
Στην τελευταία μας επικοινωνία – πάνε αρκετοί μήνες – μου είχε πει πως από τότε που έχασε τη σύντροφό της από καρκίνο, δεν ήταν πολύ καλά, δεν είχε καμία διάθεση να βγει απ’ το σπίτι της. Ήταν φανερό πως είχε βυθιστεί ξανά στα σκοτάδια της. Αν, δηλαδή, είχε καταφέρει να βγει ποτέ. Ας είναι πάντα καλά ο Παρασκευάς Καρασούλος και ο Θανάσης Συλιβός, δύο άνθρωποι που της στάθηκαν και της έδωσαν πρόσκαιρη χαρά εκδίδοντας τις ποιητικές συλλογές της. Διότι – και το λέω χωρίς κανένα φόβο και πάθος αυτή τη στιγμή – η Στέλλα έπασχε από ανηδονία, όπως πάσχουν όλοι οι βαριά καταθλιπτικοί συνάνθρωποί μας. Τίποτα δεν ήταν δυνατό να τη γεμίσει πραγματική χαρά, είχε πάντα την αίσθηση της ουτοπίας και του ανέφικτου, της ματαιότητας και του πεπερασμένου, ούσα «κολλημένη» πολλές φορές στην εποχή και στα τραγούδια που αγάπησε στη ζωή της. Αυτά του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, που τους λάτρευε από το κοινό ξεκίνημα τους, το «Κοπερτί» της Πλάτωνος και της Κριεζή, τη «Μικρή πατρίδα» του Ανδρέου και του Καρασούλου με τον Θεοχαρίδη, τον Χατζιδάκι, τον Τσιτσάνη και, βέβαια, τις εσχατολογικές δραματικές απαγγελίες της Κατερίνας Γώγου «Στον Δρόμο» του Κυριάκου Σφέτσα. Τα τραγούδια, τέλος, της τριάδας Νατάσσα Μποφίλιου – Θέμη Καραμουρατίδη – Γεράσιμου Ευαγγελάτου, που τους είχε στηρίξει όσο κανένας άλλος παραγωγός στο ξεκίνημα τους: «Μην τους επιτίθεσαι» μου’χε πει κάποτε από τηλεφώνου, «τα παιδιά αυτά θα μεσουρανήσουν στο ελληνικό τραγούδι τα επόμενα τριάντα χρόνια». Πόσο δίκιο είχε! Και εμείς, πόσο μικροί, που τα βάζαμε με τους νέους και ψαρωμένους γιατί βλέπαμε με αρνητική διάθεση την όλο και αυξανόμενη δημοφιλία τους. Κι όσο σκέφτομαι πως τα παιδιά αυτά προόδευαν από δίσκο σε δίσκο…Όσο σκέφτομαι πως η Νατάσσα Μποφίλιου σήμερα, την εποχή του εκφασισμού της κοινωνίας, είναι η μόνη που ορθώνει τόσο θαρραλέα το ανάστημα της! Αναπολώ τα λόγια της Στέλλας και σκέφτομαι πως τελικά εκείνη πάλι μας έκανε λίγο καλύτερους σαν ιδιοσυγκρασίες και χαρακτήρες.
Κρατώ και μερικά άλλα σημαντικά λόγια της, που δεν ήταν αυτά μιας τυπικής προϊσταμένης σ’ ένα περιοδικό. Ερήμην της μου έδινε το καλύτερο μάθημα δημοσιογραφίας, όταν μνημόνευε τακτικά τη δική της δασκάλα, τη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου: «Ξέρεις πόσα κείμενα μου πήγαιναν στον κάλαθο των αχρήστων από τη Λιλάντα; Μου έλεγε να διαβάσω ποίηση αν θέλω να γράψω καλά κι αυτό έκανα». Στη Στέλλα Βλαχογιάννη και στον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο χρωστώ μέχρι σήμερα τη «γνωριμία» μου με τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Τάσο Δενέγρη και άλλους ποιητές, όχι της λεγόμενης καθεστηκυίας ποιητικής τάξης.
Μια Στέλλα την είδατε;
Αυτό να λέτε εκεί έξω και να μην την θρηνείτε.
Η Στέλλα πια, ελεύθερη απ’ τα επίγεια βάσανα της, έγειρε το κεφάλι της και από χθες, 5 Φεβρουαρίου του 2023, στα 65 της χρόνια, σκορπίστηκε σε αστερόσκονη. Θα τη συναντάμε για πάντα μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων της και τη φωνή της, όπως αποτυπώθηκε στις συλλεκτικές πια ραδιοφωνικές εκπομπές της.
Πονάει, ρε Στέλλα όμως, πονάει πολύ…
Που θα πάει, θα το συνηθίσουμε κι αυτό μέσα σε τόσες απώλειες. Έγινε η απώλεια συνήθεια μας, όπως έλεγε και ο Θάνος Ανεστόπουλος με τα Διάφανα Κρίνα.
Σου χρωστάμε πολλά όσοι μουσικογραφιάδες είχαμε την τύχη να μαθητεύσουμε δίπλα σου.
Στα Άγια των Αγίων η ψυχούλα σου…