Παλινωδίες και ασυνέπειες είναι εγγενή χαρακτηριστικά των πολιτικών. Θα περιμέναμε όμως από την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ μεγαλύτερη ταύτιση λόγων και έργων.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
Στο βιβλίο της «Μια ζωή χωρίς άλλοθι» γράφει:«Για μένα Ελλάδα είναι η ιστορία της, ύστερα ο τόπος της και βέβαια οι φίλοι μου. Δεν ξέρω τίποτα από πολιτικά κι ούτε θέλω να ξέρω».
Πώς εξηγείται ωστόσο ότι το 2015, με αφορμή τις εσωκομματικές εκλογές στη ΝΔ, αφιέρωσε ένα ποίημα στον Κυριάκο Μητσοτάκη; «Δεν είναι ανάγκη, μετά από το ο καλλίτερος να λες: ναι μεν αλλά, όπως λόγου χάρη θα έπρεπε να ’χει μάτια γαλανά και όχι καστανά. Οταν πτωχεύσουνε οι πλούσιοι, δεν θα πλουτίσουν οι φτωχοί. Μα όταν κυβερνούν ανίκανοι, ένοχοι είναι οι ικανοί. Κι όταν μόνο ανάξιοι μιλούνε για αξίες, τότε η απαξίωση θα είναι γενική».
Ας προσπεράσουμε την αισθητική του ποιήματος, επιπέδου Φανφάρα, και ας μείνουμε στην ουσία. Δεν συνιστά αυτό πολιτική παρέμβαση, όταν μάλιστα διατείνεται πως δεν έχει ψηφίσει ποτέ στην Ελλάδα αλλά άγεται μόνο από την αγάπη της για τη λογοτεχνία; Σε διάφορες συνεντεύξεις της έχει δηλώσει ότι τήρησε ως κόρην οφθαλμού τη συμβουλή του Ωνάση να μην απαντά. Γιατί λοιπόν καταδέχτηκε ν’ απαντήσει στον ανίκανο Πολάκη, έστω και διά της ειρωνείας;
Προφανώς λειτούργησε ξανά η επιλεκτική μνήμη, όπως και στο προαναφερθέν βιβλίο. Ενα είδος αυτοβιογραφίας με πολλά κενά και αντιφάσεις. Φεύγει π.χ. από την αντιστασιακή οργάνωση Σπίθα επειδή της δίνουν να μεταφέρει κάτι χαρτιά υπέρ του βασιλιά αλλά λίγο αργότερα μπαίνει στον κύκλο της βασίλισσας Φρειδερίκης, την οποία μάλιστα αποκαλεί παρεξηγημένο άτομο. Από την πινακοθήκη βέβαια των υψηλών γνωριμιών της δεν παραλείπει κανέναν.
Ισχυροί του χρήματος, της πολιτικής και της κοσμικής ζωής, από την ημεδαπή και την αλλοδαπή, ποζάρουν μαζί της σ’ αυτό το φωτορομάντσο, σε μια ακόρεστη βουλιμία για αυτοπροβολή και δημοσιότητα. Κι ενώ ο αναγνώστης θα περίμενε κάτι πιο ουσιαστικό και καλοδουλεμένο σαν βυζαντινό κέντημα ή σαν ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας, αντάξιο της όντως λαμπρής ακαδημαϊκής της διαδρομής, μένει με την αίσθηση ότι διαβάζει τις αναμνήσεις ενός θηλυκού Ζάχου Χατζηφωτίου, εφόσον η σοφία της κ. Αρβελέρ πάει σετάκι με τα ρούχα του οίκου Chloé που ποτέ δεν αποχωρίζεται. Η επανεμφάνισή της, αυτήν τη φορά όχι σε κοσμικό γκαλά αλλά μέσω της «Καθημερινής» και ενόψει των επικείμενων εκλογών, δεν έχει κανένα άλλοθι για τους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας που υποκρύπτονται.
Δεν θα ασχοληθούμε με το επιστημονικό της έργο, γιατί απαιτούνται ειδικές γνώσεις που το ευρύ κοινό δεν υποχρεούται να έχει. Οφείλει όμως ως ιστορικός να ξέρει ότι όλες οι εποχές δεν είναι ίδιες και να μην προκαλεί το δημόσιο αίσθημα ισχυριζόμενη: «Κάποιος που έχει ζήσει την Κατοχή όταν του λένε για τη σημερινή κρίση γελάει», υποπίπτοντας σε μια ασύμμετρη σύγκριση. Γιατί κι εμείς μπορούμε να γελάσουμε όταν στην ατέλειωτη στρατιά των φίλων και των θαυμαστών της (κολλητή με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ερωτευμένος μαζί της ο Χατζιδάκις, συμβουλάτορας του Ντελόρ κ.λπ.) προστέθηκε και ο υποστηρικτής της Μπογδάνος. Το χειρότερο μποτοξάκι για την υστεροφημία της.