Μια πάπια στη Δικαιοσύνη;

Μια πάπια στη Δικαιοσύνη;

Οσα συµβαίνουν στη ∆ικαιοσύνη, ή µάλλον όσα (ελάχιστα από τα πολλά) αποκαλύπτεται ότι συµβαίνουν, θέτουν ένα σοβαρό θέµα, το οποίο δεν µπορεί να εκτονώνεται σε συζητήσεις αµφισβητήσεων ή σε οργή και αφορισµούς. Η ∆ικαιοσύνη έχει πρόβληµα κι αυτό το πρόβληµα εξάρτησής της και αιµοµικτικής σχέσης µε την πολιτική και οικονοµική ελίτ απειλεί τη δηµοκρατία και µοιραία κάποια στιγµή θα δηµιουργήσει επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Τα καθεστώτα πέφτουν και όταν πέφτουν συµπαρασύρουν όλους όσοι τα στήριξαν. Η κοινωνία δεν δείχνει την εύνοια που επιδεικνύει ένας διεφθαρµένος δικαστής όταν πρόκειται να δικάσει αυτόν που τον χρηµάτισε. Εχει τους δικούς της κανόνες κίνησης, οι οποίοι είναι και απρόβλεπτοι και πολλές φορές επιβάλλονται αιφνίδια όταν τα πράγµατα δεν µπορούν να συνεχίσουν να κινούνται µε τον τρόπο που κινούνται. Οταν το καθεστώς Μητσοτάκη καταρρεύσει, όσοι επιχείρησαν µες στη ∆ικαιοσύνη να τη µετατρέψουν σε παράρτηµά του θα αποκαλυφθούν. Υπάρχουν βλέπετε και έντιµοι δικαστές, οι οποίοι και παρατηρούν και ενηµερώνουν για τους επισκέπτες στον Αρειο Πάγο και στο πρωτοδικείο.

Είναι σηµαντικό, προκειµένου να µην αδικούνται αυτοί που δεν πρέπει, να λέµε ότι το µεγάλο κοµµάτι των ανθρώπων της ∆ικαιοσύνης δεν ανήκει στην κατηγορία των άτιµων και των διεφθαρµένων. Αλλά το συµπέρασµα αυτό δεν έχει καµιά αξία χρήσης για την κοινωνία. Οι λιγότεροι και διεφθαρµένοι κινούν τα νήµατα και καταφέρνουν να κρατούν σε οµηρία τον κλάδο. Εκφοβίζουν, θυµίζουν ότι η δύναµη και η προστασία τους προέρχονται από την κυβέρνηση (αυτή άλλωστε ορίζει την ηγεσία της ∆ικαιοσύνης) και ενοχοποιούν ως προβληµατικό όποιον έχει το θάρρος και την εντιµότητα να υποστηρίξει το δίκιο και τον εαυτό του. Η ∆ικαιοσύνη είναι ένα όχηµα της δηµοκρατίας, την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιµοποιεί ως µεταφορικό µέσο των επιλογών της. Οσοι έχουν επιβιβαστεί για να κάνουν αυτό το λάθρο ταξίδι πρέπει να πληρώσουν το εισιτήριο. Οι θεσµοί και οι επικλήσεις στους θεσµούς δεν είναι ενότητες συνεδριακών συζητήσεων για τη ∆ικαιοσύνη, µεταξύ κρύου λευκού κρασιού και αποµίµησης ροκφόρ. Οποιος σέβεται τους θεσµούς πρέπει να τους προστατεύσει χωρίς να περιµένει χαβιάρι ως αντάλλαγµα.

Οσα συµβαίνουν στη ∆ικαιοσύνη σε όλο το φάσµα της υπόθεσης Novartis, από τη διερεύνηση του ίδιου του σκανδάλου µέχρι τη νοµική µεθόδευση και κατασκευή για να τιµωρηθούν όσοι το αποκάλυψαν, είναι η σηµερινή εικόνα της, µε φόντο του κάδρου τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι τίµιοι άνθρωποι που υπηρετούν στη ∆ικαιοσύνη πρέπει να καταλάβουν ότι βρισκόµαστε σε µια κατάσταση που διαφέρει ποιοτικά από όσα προκαλούν δυσφορία και αγανάκτηση στον πολίτη σχετικά µε τον θεσµό. ∆εν έχουµε να κάνουµε µε αβλεψίες, λάθη, ακόµη και σκοπιµότητες, που ίσως πολλές φορές αποτελούν και µέρος του παιχνιδιού ή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Για πρώτη φορά στη µεταπολιτευτική ιστορία η διαφθορά στη ∆ικαιοσύνη επιδεικνύεται ως δύναµη και επιβάλλεται χωρίς ενδοιασµούς ή αποτίµηση του κοινωνικού κόστους. Ταυτόχρονα δηµιουργεί παράδειγµα και επετηρίδα για τη διαιώνισή της. Το ερώτηµα που βαραίνει τον καθένα αφορά το τι θα κάνει και όχι τι καταλαβαίνει.

Την Πέµπτη το documentonews.gr δηµοσίευσε το email που έστειλε η αµερικανική πρεσβεία στον Αρειο Πάγο τον Νοέµβριο του 2019, µε το οποίο γνωστοποιούσε ότι ο καθ’ ύλην αρµόδιος υπάλληλός της και πράκτορας του FBI ήταν διατεθειµένος να βοηθήσει την έρευνα για τη Novartis. Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα απεργάζονταν και ανακοίνωναν τη µεθόδευση της λεγόµενης «σκευωρίας» Novartis. Οι ΗΠΑ λοιπόν λίγο προτού κλείσουν την υπόθεση Novartis µε την εξασφάλιση του εξωδικαστικού συµβιβασµού που τους απέδωσε 350 εκατοµµύρια, ενηµερώνουν τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου υπό τη νέα κυβέρνηση ότι θέλουν να δώσουν στοιχεία. ∆εν περιορίζονται δηλαδή στην επαφή που ήδη έχουν µε την Εισαγγελία ∆ιαφθοράς, αλλά απευθύνονται και στην ηγεσία της ∆ικαιοσύνης. Και τι κάνει η κεφαλή της ∆ικαιοσύνης; Τίποτε. Το καυτό email ξανανοίγει έπειτα από ένα χρόνο από την ανακρίτρια του Αρείου Πάγου και κατήγορό µου Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου, στέλνεται για επίσηµη µετάφραση στο υπουργείο Εξωτερικών και επιστρέφει για να δώσει επιπλέον όγκο στη δικογραφία. Η συγκεκριµένη ανακρίτρια υποτίθεται ερευνά αν το σκάνδαλο Novartis είναι σκάνδαλο ή σκευωρία, αλλά δεν καλεί τον πράκτορα, ο οποίος µάλιστα φέρει τον τίτλο του νοµικού ακολούθου της πρεσβείας, για να δώσει τις πληροφορίες που θέλει να δώσει. Κρύβει στη στοίβα της δικογραφίας και το «καυτό» χαρτί και την αλήθεια και αποδίδει κατηγορίες σε όλους όσοι έγραψαν αυτά που κατά πάσα πιθανότητα θα της έλεγε και το FBI. Συνεχίζοντας την ίδια µεθόδευση, η ανακρίτρια δεν κάνει ούτε τις υπόλοιπες ανακριτικές πράξεις που θα αποδείξουν την αλήθεια. ∆εν καλεί σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση µαζί µου τον Νίκο Μανιαδάκη, τον οποίο έχει καλέσει µόνο σε µια βελούδινα απαλή κατάθεση. Κλείνει µάλιστα εσπευσµένα την ανάκριση για να µην ικανοποιηθούν αιτήµατα των κατηγορουµένων και αποκαλυφθεί η αλήθεια. Γιατί έχει στήσει κατηγορητήρια µε υποτιθέµενες καταθέσεις µαρτύρων που δεν υπάρχουν και αντιστροφή της πραγµατικότητας. Εχει σηµασία γιατί το κάνει αυτό η κ. Αλεβιζοπούλου; Ισως έχει και θα αποκαλυφθεί σύντοµα, αλλά για τη ∆ικαιοσύνη το θέµα είναι ότι εργαλειοποιείται επιδεικτικά και σέρνεται στην απαξίωση.

Η ίδια τακτική εφαρµόζεται σε όλη την υπόθεση της Novartis, για την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ανακοινώσει τις δικές του δικαστικές αποφάσεις πριν από τους ανακριτές και τους δικαστές. Αυτοί απ’ ό,τι φαίνεται ακολούθησαν.

Παρακολουθήστε πώς δένει το παζλ. Η ανακρίτρια στην υπόθεση Novartis – Λοβέρδου κρατάει επί δύο χρόνια τη δικογραφία και αποφαίνεται, χωρίς να κάνει καµιά ανακριτική πράξη, ότι τα αδικήµατα έχουν παραγραφεί. ∆εν το κάνει όταν παίρνει τη δικογραφία (ο δικαστής και ο εισαγγελέας το πρώτο πράγµα που εξετάζουν σε µια υπόθεση είναι η παραγραφή), αλλά ύστερα από δύο χρόνια. Τι συνέβη στα δύο χρόνια; Επιφοίτηση; Αναλαµπή; Ανακάλυψη κάποιας νοµικής Αµερικής; Πρέπει να απαντήσει. Οχι µόνο δεν απαντάει, αλλά ούτε το απαιτεί και κανένας.

Στην υπόθεση Novartis – Μανιαδάκη τα όργανα της ∆ικαιοσύνης κάνουν την παραδοχή ότι ο Μανιαδάκης πήρε µίζες, αλλά µε ένα νοµικισµό τον αποκαλούν «άτυπο σύµβουλο» των υπουργών, ο οποίος δεν µπορεί να διωχθεί γιατί δεν είχε µισθό από το υπουργείο. Ο ίδιος ο Μανιαδάκης στο σηµερινό βιογραφικό του, µαζί µε δεκάδες επίσηµα έγγραφα, παραδέχεται ότι ήταν σύµβουλος υπουργών. Φυσικά δεν µπορούσε να πληρώνεται από το υπουργείο αφού ήδη πληρωνόταν από το δηµόσιο για τη θέση του πανεπιστηµιακού που κατείχε.

Στην υπόθεση Novartis – Γεωργιάδη – Αβραµόπουλου η Εισαγγελία Οικονοµικού Εγκλήµατος, αφού εντοπίζει µερικά εκατοµµύρια σε λογαριασµούς των πρώην υπουργών, αρχειοθετεί την υπόθεση βαφτίζοντας τα ποσά «αδιευκρίνιστα». Τα αδικαιολόγητα ποσά (γιατί περί τέτοιων πρόκειται) µετατρέπονται σε µια έννοια που βροµάει και ζέχνει αλλά κατά µαγικό τρόπο δεν οδηγεί σε ποινική δίωξη.

∆εν πρόκειται για περιπτωσιολογία αλλά για σύµπτωµα. Η ∆ικαιοσύνη έχει πρόβληµα, γι’ αυτό συµπεριφέρεται µε τον τρόπο αυτό. ∆εν είναι ούτε τυφλή ούτε κουφή. Απλώς διαβάζει µόνο τα µηνύµατα που στέλνονται από το Μαξίµου. Είναι η ∆ικαιοσύνη διεφθαρµένη; Πρέπει να το λύσει η ίδια και γρήγορα. Αλλά αν κάτι µοιάζει µε πάπια, περπατάει σαν πάπια και κράζει σαν πάπια, τότε πιθανώς είναι πάπια.

 

Documento Newsletter