Στον αέρα βρίσκονται μισό εκατομμύριο δανειολείπτες
Στα χρόνια της πανδημίας ενώ οι ισολογισμοί των τραπεζών άδειαζαν από τα «κόκκινα» δάνεια της δεκαετούς μεγάλης κρίσης χρέους, τα οποία πλέον περνούσαν στα funds και στους servicers, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) εξέφραζε φόβους για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων, τα οποία υπολόγιζε σε 5-10 δισ. ευρώ. Τράπεζες και κυβερνητικά στελέχη από την άλλη μεριά υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κι ότι αν τελικά «κοκκινίσουν» δάνεια, θα είναι πολύ χαμηλότερα από τα 5 δισ. ευρώ.
Για να αποτρέψει τη δημιουργία μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων η κυβέρνηση εισήγαγε τα προγράμματα «Γέφυρα 1» και «Γέφυρα 2», με τα οποία το δημόσιο ανέλαβε να χρηματοδοτήσει για δώδεκα μήνες τμήμα της δόσης των δανείων για δανειολήπτες που είχαν πληγεί από την πανδημία. Τα συγκεκριμένα προγράμματα κάλυψαν δανειολήπτες που εξυπηρετούσαν κανονικά το χρέος αλλά και «κόκκινους» δανειολήπτες που τα χρησιμοποίησαν ως ευκαιρία για να ρυθμίσουν την οφειλή τους. Μέσω των προγραμμάτων «Γέφυρα» το 2021-22 δόθηκαν περί τα 400 εκατ. ευρώ καλύπτοντας δόσεις δανείων για 83.136 δικαιούχους αλλά και στηρίζοντας τα έσοδα των τραπεζών. Ετσι αποφεύχθηκε –τουλάχιστον έως πέρσι– η δημιουργία μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων.
Τα δάνεια υψηλού κινδύνου
Παρά ταύτα, υπάρχει μια κατηγορία δανείων υψηλού κινδύνου που ενδέχεται να «κοκκινίσουν» εντός του 2023. Αυτά είναι τα ρυθμισμένα δάνεια, τα δάνεια δηλαδή που για ένα διάστημα οι δανειολήπτες τους αδυνατούσαν να τα εξυπηρετήσουν και προχώρησαν σε ρύθμιση. Τα ρυθμισμένα δάνεια αντιπροσωπεύουν το 6,7% του συνόλου των δανείων ή ποσό 9,32 δισ. ευρώ και περιλαμβάνουν 1,3 εκατομμύριο δάνεια, εκ των οποίων 800.000 εξυπηρετούνται κανονικά και 500.000 βρίσκονται σε καθυστέρηση από έναν έως τρεις μήνες.
Η ίδια η ΤτΕ έχει υποστηρίξει με επιμονή ότι μέρος αυτών των δανείων θα «σκάσει» εντός των δύο επόμενων ετών (2023-24). Και θα «σκάσει» πρώτον επειδή ο υψηλός πληθωρισμός, ιδίως στην ενέργεια και στα τρόφιμα, συμπιέζει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, άρα και τους τζίρους των μικρών επιχειρήσεων. Και δεύτερον επειδή η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οδηγεί σε αυξήσεις επιτοκίων για όλες τις κατηγορίες δανείων, κατά συνέπεια σε αυξήσεις της μηνιαίας δόσης η οποία ζορίζει υπερβολικά τους δανειολήπτες.
Θα αυξηθεί κι άλλο η δόση που πληρώνουν
Στην παρούσα φάση, με το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων να έχει φτάσει ήδη στο 5%, το μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι δανειολήπτες που έχουν στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου χρονικής διάρκειας έως 15 ετών, καθώς γι’ αυτούς η μηνιαία δόση έχει υπερδιπλασιαστεί. Η δόση αυτή θα αυξηθεί κι άλλο όταν μες στους επόμενους μήνες το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων θα φτάσει το 7% και θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα για όλο το 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024 – οπότε εκτιμούν αναλυτές ότι θα αρχίσει η μείωση των επιτοκίων. Αντικειμενικά ωστόσο πρόβλημα έχουν όλοι οι δανειολήπτες που η στενότητα των οικονομικών τους τους έχει ήδη οδηγήσει να ρυθμίσουν τα δάνειά τους μία φορά, ακόμη κι αν έχουν κάνει ρυθμίσεις μεγάλης διάρκειας και επιβαρύνονται με μικρότερες αυξήσεις της μηνιαίας δόσης.
Λόγω της αύξησης των επιτοκίων και του κινδύνου να «κοκκινίσουν» μαζικά νέα δάνεια, ιδίως τα 500.000 ρυθμισμένα που βρίσκονται ήδη σε καθυστέρηση 1-3 μηνών, η κυβέρνηση ζήτησε τον περασμένο Νοέμβριο από τις διοικήσεις των τραπεζών που έχουν εξυγιανθεί και έχουν πια κάποια —έστω και λίγα— κέρδη να αναλάβουν αυτές με δική τους δαπάνη να στηρίξουν τους δανειολήπτες που εξυπηρετούν κανονικά το χρέος τους, επιδοτώντας το μισό της αύξησης της μηνιαίας δόσης τους για δώδεκα μήνες. Αλλωστε και οι τράπεζες έχουν συμφέρον να μην «κοκκινίζουν» τα δάνεια που έχουν χορηγήσει.
Το αίτημα του υπουργού Οικονομικών που διατυπώθηκε λίγες μέρες μετά τη βίαιη έξωση της συνταξιούχου δημοσιογράφου Ιωάννας Κολοβού από την πρώτη κατοικία της και την υπόθεση Πάτση, οι οποίες είχαν δημοσκοπικό κόστος για την κυβέρνηση της ΝΔ, αφορούσε μάλιστα ένα πρόγραμμα στήριξης των δανειοληπτών με στεγαστικά ή επιχειρηματικά δάνεια που έχουν εγγύηση ακίνητα, δείχνοντας ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι θα έχει πολιτικό κόστος από τους πλειστηριασμούς.
Ομως η συμφωνία με τους τραπεζίτες που ανακοίνωσε δύο βδομάδες πριν ο Χρήστος Σταϊκούρας και την οποία συνόδευσε με το αμήχανο επικοινωνιακό χαριτολόγημα για τα «μπινελίκια που αντάλλαξαν με τους τραπεζίτες» απείχε πολύ όχι μόνο από τις προβλέψεις του κρατικού προγράμματος «Γέφυρα» αλλά και από τις προσδοκίες που ο ίδιος είχε καλλιεργήσει προ 15 ημερών. Οι τράπεζες αποδέχτηκαν τελικά να επιδοτήσουν το μισό της αύξησης της μηνιαίας δόσης των δανείων που προκύπτει από την αύξηση των επιτοκίων για δώδεκα μήνες, αλλά μόνο για τους ευάλωτους δανειολήπτες – κατηγορία που περιλαμβάνει άτομα με ετήσιο εισόδημα έως 7.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία έως 120.000, ζευγάρι με δύο παιδιά με εισόδημα έως 17.500 ευρώ και σύνολο ακίνητης περιουσίας έως 165.000 ευρώ. Οι δανειολήπτες αυτοί, κατά τις εκτιμήσεις Σταϊκούρα, είναι μόνο 30.000 άτομα.
23.000 αιτήσεις τις πρώτες δέκα ημέρες της πλατφόρμας
Την 1η Φεβρουαρίου οι τράπεζες έθεσαν σε λειτουργία την πλατφόρμα και μέσα στις δέκα πρώτες μέρες λειτουργίας της υποβλήθηκαν 23.000 αιτήσεις. Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στους αναλυτές ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου υπολόγισε ότι το κόστος της τράπεζας από το πρόγραμμα θα είναι περί τα 3 δισ.ευρώ, κι επειδή το κόστος του προγράμματος θα καλυφθεί με ισόποσες εισφορές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, προκύπτει ότι οι τράπεζες θα δώσουν για επιδότηση της αύξησης των δόσεων των δανείων μόλις 12 εκατ. ευρώ, δηλαδή ψίχουλα, που θα ανακουφίσουν εν μέρει το πολύ έως 30.000 δανειολήπτες.
Από αυτά προκύπτει ότι το 1 εκατομμύριο δανειοληπτών που έχουν 1,3 εκατ. ρυθμισμένα δάνεια υψηλού κινδύνου θα μείνει εντελώς ακάλυπτο, αντιμέτωπο με δόσεις που διαρκώς θα «φουσκώνουν» και θα είναι αμφίβολο αν και πώς θα κατορθώνουν να τις πληρώνουν.
Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι δεν θέλουν κυβερνητική παρέμβαση και μπορούν να λύσουν το πρόβλημα μόνες τους προχωρώντας σε ρυθμίσεις επιμήκυνσης της διάρκειας του χρέους ώστε να μειώσουν τις δόσεις σε όσους το χρειαστούν. Στο πλαίσιο της εξαιρετικά άνισης σχέσης που διαμορφώνεται μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη, αν όλα αφήνονται στην «καλή διάθεση» των τραπεζικών στελεχών, αναρωτιέται κανείς: από το σύνολο του 1,3 εκατ. ρυθμισμένων δανείων, εκ των οποίων τα 500.000 βρίσκονται ήδη σε καθυστέρηση από 1 έως 3 μήνες, πόσες χιλιάδες δάνεια θα «κοκκινίσουν» τελικά το 2023 και το 2024, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ακίνητα των δανειοληπτών που δόθηκαν ως εγγύηση;