Αλλάζει σχεδιασμούς από εβδομάδα σε εβδομάδα για την επόμενη μέρα του lockdown, ενώ οι κινήσεις της υπαγορεύονται από οικονομικούς και πολιτικούς υπολογισμούς
Τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεών της εισπράττει τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς η πανδημία είναι εκτός ελέγχου, η δυσαρέσκεια στην κοινωνία αυξάνεται και ο ορίζοντας στην οικονομία είναι ζοφερός.
Βέβαια, ό,τι κι αν έκανε η κυβέρνηση δεν θα είχε αποφύγει το δεύτερο κύμα της πανδημίας και το lockdown, ωστόσο αν είχε ενισχύσει τη δημόσια παιδεία, την υγεία και τις δημόσιες συγκοινωνίες και γενικότερα εάν είχε προετοιμάσει τη χώρα «κλείνοντας τις χαραμάδες αντί να ανοίξει τις πόρτες στον κορονοϊό», όπως είπε και η Φώφη Γεννηματά στη Bουλή, είναι βέβαιο ότι θα είχε μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών και ενδεχομένως θα είχε μειώσει και το συνολικό κόστος στην υγεία και την οικονομία.
Βάζουν στο συρτάρι το «σχέδιο ακορντεόν»
Ο επόμενος εφιάλτης για την κυβέρνηση είναι η οικονομία που δεν αντέχει ένα παρατεταμένο lockdown. Η επιβάρυνσή της επηρεάζει και τους υγειονομικούς χειρισμούς. Εν ολίγοις, η επιτροπή των λοιμωξιολόγων μικρό ρόλο παίζει στις αποφάσεις της, στις οποίες πρυτανεύουν οι οικονομικοί και πολιτικοί υπολογισμοί. Κάπως έτσι το «σχέδιο ακορντεόν», όπως είχε ονομαστεί το άνοιγμα και κλείσιμο συνολικά της χώρας, εγκαταλείπεται. Η αρχική πρόβλεψη ήταν η ισχύουσα καραντίνα να παραταθεί έως το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, να ανοίξει μετά συνολικά η κοινωνική και οικονομική ζωή για τα Χριστούγεννα και να επανέλθει ο συνολικός αποκλεισμός με το νέο έτος, εάν το επέβαλλαν τα επιδημιολογικά δεδομένα.
Ωστόσο τα μηνύματα από την οικονομική δραστηριότητα είναι αρνητικά: πολύ απλά, η οικονομία δεν αντέχει. Κάπως έτσι το Μέγαρο Μαξίμου ξανακάνει τους υπολογισμούς του. Η τρέχουσα καθολική απαγόρευση θα παραταθεί έως τις 30 Νοεμβρίου και πιθανότατα έως τις 7 Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια θα αρχίσουν να ανοίγουν σταδιακά και τμηματικά διαφορετικοί τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πρόκειται για δύσκολη άσκηση, καθώς η κυβέρνηση θέλει να συνδυάσει τα υγειονομικά στοιχεία με την οικονομία κατά τρόπο που να ικανοποιεί την εκλογική της πελατεία και να διατηρεί και τα ποσοστά αποδοχής της.
Ετσι, προβλέπεται ότι θα ανοίξουν η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μετά το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου θα ανοίξει το λιανεμπόριο και ίσως κι ένα τμήμα της εστίασης, με πρώτα τα εστιατόρια, όπου εκτιμάται ότι είναι πιο εύκολο να τηρηθούν αποστάσεις ανάμεσα στους θαμώνες και μέτρα ασφαλείας.
Συνολικότερα όμως η κυβέρνηση πηγαίνει «βλέποντας και κάνοντας», ενώ ο σχεδιασμός της εξαντλείται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Παράλληλα επιδίδεται στο εμπόριο της ελπίδας και «πλασάρει» ένα εμβόλιο που ακόμη δεν έχει παραχθεί και δεν θα έρθει πριν από τον Φεβρουάριο. Ωστόσο δημιουργεί προσδοκίες με την ελπίδα ότι θα μειώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και θα αποτρέψει κοινωνικές εκρήξεις.
Η ηγεσία της κυβέρνησης δεν ξεφεύγει από την επικοινωνιακή γραμμή που έχει χαράξει: ενώ συνεχίζει να εμφανίζει συγκριτικά στοιχεία που δείχνουν ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι παντού πιο έντονο, εντούτοις για την επιδείνωση της εικόνας στην Ελλάδα εξακολουθεί να επιρρίπτει τις ευθύνες στους πολίτες. Δεν έχει άλλη γραμμή άμυνας και επαφίεται στον κοινωνικό αυτοματισμό, θέλοντας επιπλέον να δώσει πολιτική διάσταση.
Εκείνο που έχει τρομάξει το Μέγαρο Μαξίμου είναι οι μετρήσεις, που δείχνουν ότι σημαντικό τμήμα της μεσαίας τάξης που έχει πληγεί από τη δευτερογενή οικονομική κρίση τους εγκαταλείπει. Καθώς μάλιστα τα χειρότερα στην οικονομία δεν έχουν έρθει ακόμη, προβλέπουν ότι μέχρι την άνοιξη η δυσαρέσκεια θα κορυφωθεί. Φοβούνται δε ότι ο Αλέξης Τσίπρας –για τον οποίο εξακολουθούν να διαδίδουν ότι «δεν τραβάει»– θα ανακάμψει και θα αρχίσει να εισπράττει, καθώς χτίζει συστηματικά θέσεις για να ανακτήσει τμήμα της επιρροής του στη μεσαία τάξη. Φυσικά τα πάντα πρόθυμα ΜΜΕ προβάλλουν ότι ο… Μωυσής «είναι απρόσβλητος στον κορονοϊό».
Δυσφορία μεσαίων «γαλάζιων» στελεχών
Τα πολεμοφόδια που διαθέτει η κυβέρνηση στην παρούσα συγκυρία είναι περιορισμένα. Εφόσον το επιτρέψουν οι επιδημιολογικές συνθήκες και η επικαιρότητα, στους σχεδιασμούς του Μεγάρου Μαξίμου είναι ο ανασχηματισμός. Στόχος να αποκατασταθεί όσο είναι δυνατόν η εικόνα της κυβέρνησης σε τομείς που έχει καταρρακωθεί. Παράλληλα θα επαναπροσδιοριστούν οι εσωκομματικές ισορροπίες. Το εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιμείνει στην προσέγγιση με τον σημιτικό εκσυγχρονιστικό χώρο είναι ερώτημα. Η δυσαρέσκεια όμως της μεσαίας τάξης από την απουσία μέτρων ενίσχυσης συναντά τη δυσφορία της μάζας των μεσαίων «γαλάζιων» στελεχών που βλέπουν τις θέσεις στον κρατικό μηχανισμό να καταλαμβάνονται από εκσυγχρονιστές.
Αν και η επικαιρότητα κυριαρχείται από την πανδημία, στους νεοδημοκρατικούς κύκλους είναι έντονη η ανησυχία για τα ελληνοτουρκικά. Θεωρούν ότι ο Ερντογάν θα επανέλθει και μετά τη νίκη του στην Αρμενία θα είναι πιο επιθετικός. Επιπροσθέτως εκτιμούν ότι διαμορφώνεται μια συνθήκη όπου θα συμπέσουν η αποδυνάμωση της κυβέρνησης λόγω του κορονοϊού με τις συνέπειες στην οικονομία και τις υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα. Συμπεραίνουν ότι η κυβέρνηση δεν θα αντέξει και ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ευρύτερες συναινέσεις.
Κάπως έτσι, οι εκτιμήσεις του Μεγάρου Μαξίμου αλλά και των «γαλάζιων» που διαφωνούν με τη μητσοτακική διαχείριση συμπίπτουν στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Ενώ όμως ο τελευταίος σύμμαχος της μητσοτακικής διακυβέρνησης είναι το τμήμα του ΚΙΝΑΛ που επηρεάζεται από τους Σημίτη και Βενιζέλο, η καραμανλική πτέρυγα θεωρεί ότι αυτό δεν αρκεί.