Μια κυβέρνηση σε αποδρομή

Μια κυβέρνηση σε αποδρομή

Ενας χρόνος από τις εκλογές, ένας χρόνος αποτυχίες, ένας πρωθυπουργός υπό πίεση. Το κυβερνητικό αφήγημα περιορίζεται σε επιθέσεις στην αντιπολίτευση και ο πιεζόμενος από τον Σαμαρά Μητσοτάκης ετοιμάζεται να κρυφτεί πίσω από τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Κυβέρνηση χωρίς σχέδιο ενώ τα σύννεφα βαραίνουν στη ΝΑ Μεσόγειο και η οικονομική κρίση βαθαίνει.

Έναν χρόνο μετά τη νίκη της στις εκλογές η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η ταχύτερα αποδομούμενη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης και σύντομα θα διεκδικεί επάξια και τον τίτλο της πιο αποτυχημένης.

Μοιάζει παράδοξο καθώς κέρδισε με 40%, αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πλέον αδύναμος πρωθυπουργός των τελευταίων χρόνων, καθώς εξαρτάται πλήρως από τον Αντώνη Σαμαρά και από τα αδηφάγα μέσα ενημέρωσης που ζητούν όλο και περισσότερα για να αποκρύπτουν τις αλλεπάλληλες γκάφες και να τον δοξολογούν ως Μωυσή. Οι βασικές προεκλογικές υποσχέσεις του Μητσοτάκη έχουν διαψευστεί: από το 4% ανάπτυξη στην οικονομία και τον καταιγισμό των επενδύσεων μέχρι την εξωτερική πολιτική και την αποκατάσταση του κύρους των θεσμών. Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει θετικό πολιτικό αφήγημα και καταφεύγει στις επιθέσεις κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκειμένου να γεμίσει την ατζέντα, μετατρέποντας την πολιτική ζωή σε ατέλειωτο βουρκότοπο.

Οι έντονες αντιδράσεις και οι επιθέσεις που προκάλεσε η λίστα Πέτσα, κυρίως από τον Βαγγέλη Μαρινάκη αλλά και από τους Νίκο Χατζηνικολάου και Γιάννη Αλαφούζο, δείχνουν ότι έχει διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ των βασικών διαπλεκόμενων υποστηρικτών της. Παράλληλα, στο εσωκομματικό πεδίο αυξάνονται οι δυσαρέσκειες και εντείνεται η κριτική από την ακροδεξιά πτέρυγα στην οποία ηγείται ο Αντ. Σαμαράς. Ο πρώην πρωθυπουργός έχει τη δική του

ατζέντα –όπως δείχνει στις παρεμβάσεις του–, ενισχύει τα ερείσματά του στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος αλλά και στον εκδοτικό – επιχειρηματικό χώρο και πάντα καιροφυλακτεί καθώς δεν έπαψε ποτέ να επιδιώκει την επιστροφή του σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Πάντως θα ανταλλάξει την ευαισθησία για τα εθνικά, αν ο Κυρ. Μητσοτάκης υποκύψει στις πιέσεις του και παραπέμψει τον Αλέξη Τσίπρα σε εξεταστική επιτροπή. Θα προτιμούσε διεύρυνση της προανακριτικής, αλλά η προθεσμία πέρασε. Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο ο Μητσοτάκης δέχεται από παραινέσεις μέχρι πιέσεις να πάει σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο, ενώ η προσωρινή διέξοδος του ανασχηματισμού έχει μετατραπεί σε σύντομο ανέκδοτο.

Ανασχηματισμός ή… νέα κυβέρνηση

Η εξέλιξη του ανασχηματισμού είναι μια ακόμη απόδειξη της αδυναμίας του Κυρ. Μητσοτάκη. Οι αλλαγές που έχει προαναγγείλει μόνο περιορισμένες και διορθωτικές δεν θα είναι. Τον υπουργό Τουρισμού τον έχουν κάψει οι διαρροές από το Μέγαρο Μαξίμου. Το ίδιο και τον υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση. Ο Αδωνης Γεωργιάδης όσο παραμένει είναι απόδειξη της αδυναμίας του πρωθυπουργού να τον απομακρύνει ή να μειώσει τη θέση του. Στο Οικονομικών δεν είναι βέβαιο αν θα παραμείνει ο Χρήστος Σταϊκούρας ή ο Θεόδωρος Σκυλακάκης. Παρομοίως για τη Λίνα Μενδώνη και τον Λευτέρη Αυγενάκη. Αλλά ούτε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης διεκδικεί δάφνες. Άλλωστε μετά το χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιό του δεν είναι πλέον χρήσιμος. Μόνο που όλοι μαζί αυτοί οι υπουργοί αποτελούν τη μισή κυβέρνηση. Αν βάλει κανείς και τους υφυπουργούς που έναν χρόνο μετά δεν τους γνωρίζουν ούτε οι θυρωροί τους, σχηματίζεται το μέγεθος της αποτυχίας της παρούσας κυβέρνησης. Ενδιαφέρον έχει αν θα επιβεβαιωθεί το σπάσιμο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για να μπει στην κυβέρνηση ο Γιάννης Μανιάτης, σενάριο που αν πραγματοποιηθεί θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Κωστή Χατζηδάκη.

Ένα βασικό ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει ο Μητσοτάκης να πορεύεται με εξωκοινοβουλευτικούς προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ή θα αξιοποιήσει περισσότερους από την κοινοβουλευτική του ομάδα, κάτι που θα σημάνει αναθεώρηση της αντίληψής του για το «επιτελικό κράτος» και παράλληλα προετοιμασία για εκλογές.

Εν αρχή ην η οικονομία

Στο πεδίο της οικονομίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταγράψει τη σημαντικότερη αποτυχία της καθώς υποτίθεται ότι ήταν το ισχυρό χαρτί της. Η υπόσχεση ή μάλλον «δέσμευση» του Κυρ. Μητσοτάκη (ο οποίος πριν από τις εκλογές δεν έδινε υποσχέσεις αλλά αναλάμβανε δεσμεύσεις) για ανάπτυξη 4% από τον πρώτο χρόνο, δηλαδή από το 2020, είχε ήδη διαψευστεί από το τέλος του 2019. Η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης αναδιανομή εισοδήματος που έκανε από τους πρώτους μήνες –αυξάνοντας τις φοροαπαλλαγές των υψηλών στρωμάτων και μειώνοντας τα επιδόματα των φτωχών– είχε το αποτέλεσμα που όλοι εκτός από τους ιδεοληπτικούς του κυβερνητικού επιτελείου περίμεναν: επιβράδυνε την ανάπτυξη και διαμόρφωσε συνθήκες περαιτέρω μείωσης για το 2020. Προ κορονοϊού όχι στο 4%, ούτε στο 2% δεν θα έκλεινε η μεγέθυνση για το 2020. Υπό αυτή την άποψη η υγειονομική κρίση ήταν σανίδα σωτηρίας για τον Κυρ. Μητσοτάκη, που τώρα μπορεί να επιρρίπτει την ευθύνη στον κορονοϊό. Ωστόσο τα δύσκολα έπονται, καθώς δεν πήρε εμπροσθοβαρή μέτρα για να περιορίσει την ύφεση που τώρα αυξάνεται.

Η απουσία πρωτοκόλλων και προστατευτικών μέτρων στον τουρισμό δεν δείχνει μόνο το μπάχαλο του «επιτελικού κράτους», δείχνει και τον πανικό της κυβέρνησης μπροστά στο μέγεθος της οικονομικής κρίσης. Εν ολίγοις υποχωρεί σε κάθε απαίτηση της TUI για να στείλει τουρίστες, ενώ είναι αστεία η εικόνα του υπουργού τουρισμού Χάρη Θεοχάρη να τρέχει σαν άλλος… Κωνσταντίνου να τους υποδεχτεί.

Μέσα στη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της η κυβέρνηση δεν δείχνει να ανησυχεί για την αύξηση της ανεργίας και τα λουκέτα στα μαγαζιά, καθώς θεωρεί ότι η περαιτέρω συμπίεση των μισθών στα όρια των 350-400 ευρώ θα δημιουργήσει ευκαιρίες για επενδύσεις. Παράλληλα οι τράπεζες συνεχίζοντας τη γνωστή τακτική τους έχουν αφήσει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δίχως ρευστότητα. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρομεσαίοι έχουν πλέον καταλήξει ότι η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την κρίση για να ευνοήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, αφήνοντας τους μικρούς να αργοπεθαίνουν.

Ενδεικτικό της απόγνωσης της κυβέρνησης είναι ότι με την επέτειο του ενός χρόνου έστησε ένα σόου με δύο μπουλντόζες στο Ελληνικό για να δείξει ότι έρχονται επενδύσεις. Η πρόβλεψη για ύφεση 10% με ό,τι συνεπάγεται σε αύξηση της ανεργίας, λουκέτα και μείωση εισοδημάτων μοιάζει πλέον μετριοπαθής.

Υποχωρήσεις στα εθνικά

Η κορύφωση των συνεπειών στην οικονομία στις αρχές του φθινοπώρου κινδυνεύει να συμπέσει με την αναμενόμενη έξαρση στα εθνικά θέματα και τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας. Ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει πέρυσι τον Σεπτέμβριο ότι «πιστεύει στις προσωπικές σχέσεις των ηγετών». Παρότι ο Ταγίπ Ερντογάν διέκοψε κάθε επικοινωνία μετά τον Φεβρουάριο και αύξησε σε πρωτοφανές επίπεδο τις προκλήσεις, ο Κυρ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να πιστεύει στις προσωπικές σχέσεις και γι’ αυτό δήλωσε στην πρόσφατη συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του Σκάι ότι δεν έπαψε να καλλιεργεί θετικό έδαφος και διαύλους επικοινωνίας με τον Τούρκο πρόεδρο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη για διάλογο με την Αγκυρα. Η προσθήκη ότι το μόνο θέμα που αναγνωρίζει η Ελλάδα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν έχει καμία σημασία. Η Αγκυρα απειλεί με θερμό επεισόδιο νοτίως της Κρήτης και φυσικά δεν περιορίζεται στην υφαλοκρηπίδα. Ο Κυρ. Μητσοτάκης είναι έτοιμος για έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο, όπου η ατζέντα θα είναι φορτωμένη με τις βασικές διεκδικήσεις της Τουρκίας. Η πρόσφατη επίσκεψη και συμπεριφορά του επιτρόπου Εξωτερικών της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ στην Αγκυρα, όπου εμφανίστηκε υπέρ ενός συνολικού διαλόγου για την ανατολική Μεσόγειο, μόνο αρνητικές εξελίξεις για τα ελληνικά συμφέροντα προοιωνίζεται. Συγκυριακά, το μόνο ευνοϊκό στοιχείο για την Ελλάδα είναι η αντιπαράθεση Τουρκίας – Γαλλίας. Η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών κρίνεται στη Λιβύη – όπου η κυβέρνηση έχει κάνει όλες τις λάθος κινήσεις. Το πλέον πιθανό σενάριο είναι και το πιο απλό: η Τουρκία θα στείλει το ερευνητικό της εντός της ελληνικής ΑΟΖ για έρευνες, τα ελληνικά πολεμικά θα παρεμβληθούν, θα υπάρξει σύγκρουση –χωρίς κατ’ ανάγκη ανταλλαγή πυρών– και στη συνέχεια εφ’ όλης της ύλης διάλογος με την Τουρκία που θα συνοδευτεί από εξωτερικές πιέσεις για υποχωρήσεις. Αν και το σενάριο φυσικά είναι γνωστό, η κυβέρνηση δεν δείχνει να κάνει κάτι για να το αποτρέψει.

Εκφυλισμός των θεσμών

Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις συνιστά υποβάθμιση των θεσμών και συμπληρώνει το τρίπτυχο της αποτυχίας μαζί με την οικονομία και τα εθνικά. Το νομοσχέδιο επικυρώνει τον εκφυλισμό των δημοκρατικών θεσμών όχι μόνο ως κυβερνητική πρακτική –όπως π.χ. η τοποθέτηση διοικητή δίχως πτυχίο στην ΕΥΠ– αλλά στο κορυφαίο επίπεδο. Είναι εμβληματική πράξη καθώς έχει τη σφραγίδα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησης και ενός τμήματος του ΚΙΝΑΛ, όπως και τη συμφωνία ενός τμήματος του πνευματικού κόσμου που συντάχθηκε με τον Κυρ. Μητσοτάκη πριν από τις εκλογές. Το ερώτημα είναι αν το έκαναν από αφέλεια ή με το αζημίωτο. Το εμβληματικό πράγματι νομοσχέδιο διχάζει τον πολιτικό κόσμο αλλά και την κοινωνία με βαριά ευθύνη της μετριοπαθούς Δεξιάς και του ΚΙΝΑΛ, που στην ουσία υποκύπτουν στο αντιΣΥΡΙΖΑ μένος των μέσων ενημέρωσης και της ακραίας πτέρυγας της ΝΔ. Το νομοσχέδιο φέρνει σε δύσκολη θέση και το ΚΚΕ, που πλέον θα πρέπει να κάνει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση και όχι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν και δεν είναι σίγουρο…

Εξεταστική για Παππά – Τσίπρα

Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της δύσκολης θέσης στην οποία έχει βρεθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ότι καταφεύγει στον πολιτικό βούρκο με επιθέσεις κατά της αντιπολίτευσης, από την οποία διαρρέει ότι έχει αποφασιστεί η σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τον Νίκο Παππά ώστε να βάλουν στο κάδρο και τον Αλέξη Τσίπρα. Η συνταγή είναι κλασική: όταν η κυβέρνηση δεν πηγαίνει καλά και δεν έχει θετική πολιτική, χρησιμοποιεί την εξουσία της και τους μηχανισμούς του κράτους για να μειώσει και να καταστρέψει την αντιπολίτευση. Προς το παρόν από το Μέγαρο Μαξίμου διαρρέει ότι «από τις αποκαλύψεις των διαλόγων Μιωνή – Παππά αυξάνεται η πολιτική επιβάρυνση για τον Αλέξη Τσίπρα, που δεν αποπέμπει τον συνεργάτη του».

Στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης υποχωρεί συνεχώς στην πίεση Σαμαρά, που ήθελε από την αρχή παραπομπή και του Αλ. Τσίπρα στην προανακριτική. Ο Αντ. Σαμαράς δεν έχει κανένα πρόβλημα να καταστρέψει τη χώρα προκειμένου να εκδικηθεί τον Αλ. Τσίπρα – όπως προσπάθησε και το 1993 όταν έριξε την τότε κυβέρνηση. Οσο ήταν ισχυρός ο Κυρ. Μητσοτάκης αρνιόταν την παραπομπή του πολιτικού του αντιπάλου που θα σημάνει γενικευμένο πολιτικό πόλεμο. Εφόσον προχωρήσει θα εξαρτάται ακόμη περισσότερο αφενός από τον Αντ. Σαμαρά, αφετέρου από τη στήριξη των μέσων ενημέρωσης.

Σε μια επίδειξη δύναμης ο Βαγγ. Μαρινάκης γύρισε πίσω τα χρήματα από την καμπάνια «Μένουμε σπίτι», δείχνοντας ποιος κάνει κουμάντο σε αυτό τον τόπο. Το τηλεφώνημα μάλιστα που είχε με τον Κυρ. Μητσοτάκη προκάλεσε πανικό στο «επιτελικό κράτος», καθώς η διαφωνία δεν περιορίζεται στο ότι υπήρξαν ανταγωνιστές που πήραν περισσότερα. Η καμπάνια των 20 εκατ. ευρώ έβαλε τον Στέλιο Πέτσα στο στόχαστρο του μη εξαγορασμένου Τύπου και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κίνηση Μαρινάκη έδωσε τη χαριστική βολή στην όποια αξιοπιστία της καμπάνιας αλλά και στον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Το να καίγεται όμως ο εκπρόσωπος ήδη από τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης μόνο καλό δείγμα δεν είναι για τη συνέχεια. Συνήθως ο εκπρόσωπος είναι η τελευταία ασπίδα που έχει μείνει στον πρωθυπουργό.

Documento Newsletter