Η Ευαγγελία Θεμελή, Ιστορικός – Εκπαιδευτικός Κινηματογράφου γράφει για την ταινία “Αντιγόνη” της Σόφι Ντερασπέ η οποία συμμετέχει στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 23ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά & Νέους
Αν οι απόπειρες αναβίωσης του τραγικού είναι περισσότερο προσπάθειες επανακαθορισμού της αντίληψης για το τραγικό σε μια κοινωνία. Τότε η Σόφι Ντερασπέ με την τελευταία της ταινία Αντιγόνη (2019) επιτυγχάνει μια ελεύθερη διασκευή του μύθου της Αντιγόνης εκσυγχρονίζοντας την τραγική ηρωίδα στον 21ο αιώνα. Στην ταινία η ενσωμάτωση ενός πλήθους αναφορών στον αρχαίο ελληνικό μύθο καλούν τον θεατή να διατηρήσει αποστάσεις από την αφήγηση και να συλλογιστεί μέσα από την αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων στο μακρινό αρχέγονο συλλογικό μύθο. Η Αντιγόνη, ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής, η Ισμήνη, ο Αίμονας, ο χορός ως ένα σύνολο της κοινωνίας που εκφράζεται μέσα από τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, ακόμη και ο μάντης Τειρεσίας με τη μορφή ψυχιάτρου, όλα επανεγγράφονται στο παρόν λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αποστασιοποιητικοί παράγοντες.
Παράλληλα, ο κινηματογραφικός φακός καταργεί τις αποστάσεις φέρνοντας πρόσωπο με πρόσωπο τον θεατή με την ηρωίδα που πάσχει. Η Nahéma Ricci, που υποδύεται την Αντιγόνη, καθηλώνει με την ερμηνεία της καθώς στο πρόσωπό της αποτυπώνεται το αίσθημα της αδικίας. Ως παιδί είδε να πετάνε τα νεκρά σώματα των γονιών της στην πατρίδα της και αργότερα μεγάλωσε χωρίς τη γονεϊκή αγάπη σε μια ξένη χώρα. Ο πόλεμος, η φτώχεια, η ανισότητα και η βία της κοινωνίας έχουν εγγραφεί στον ψυχισμό της και στο οικογενειακό της ιστορικό. Η ηρωίδα με αυτά τα βιώματα όταν θα βρεθεί μπροστά στο νεκρό σώμα του Ετεοκλή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η απόφασή της να αντιδράσει για να υπερασπιστεί την οικογένειά της έχει παρθεί. Το αίσθημα της αδικίας οδηγεί την ηρωίδα να ξεπεράσει τα όρια μέσα στα οποία δρα ο μέσος άνθρωπος, να περιφρονήσει τους νόμους και να βοηθήσει τον Πολυνείκη να δραπετεύσει. Έτσι, με την προφυλάκισή της, η Αντιγόνη γίνεται σύμβολο αντίστασης στους μηχανισμούς επιβολής εξουσίας προτάσσοντας τον σεβασμό στους νεκρούς και στον θεσμό της οικογένειας.
Με την Αντιγόνη, η Ντερασπέ δεν μας παρουσιάζει ένα προσωπικό οικογενειακό δράμα, ούτε μια τραγωδία στην οποία τα νήματα κινούνται από την μοίρα και τους θεούς. Εδώ ο ρόλος της μοίρας υποκαθίσταται από το υπάρχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Αν και η οικογένειά της Αντιγόνης διαμένει χρόνια στον Καναδά δεν έχει αποκτήσει υπηκοότητα. Με αποτέλεσμα, όταν βρεθεί απέναντι στη δικαιοσύνη να αντιμετωπίζεται άνισα σε σχέση με τους υπηκόους πολίτες. Το γραφειοκρατικό σύστημα της δικαιοσύνης οδηγεί την ηρωίδα να ξεσπάσει. Η καρδιά της της λέει να βοηθήσει τον αδερφό της και η φράση «η καρδιά της λέει» γίνεται σύνθημα που αναπαράγεται από τον χορό με την μορφή γκράφιτι στους δρόμους του Καναδά. Γενικότερα, το σύστημα δικαιοσύνης γελοιοποιείται από την λειτουργία του χορού και τον αξιοπρεπή χαρακτήρα της ηρωίδας. Η αφήγηση προσκαλεί το θεατή να αναρωτηθεί: Υπάρχει δικαιοσύνη μέσα σε μια κοινωνία ανισοτήτων; ή πρέπει να αντισταθούμε; να ακούσουμε την καρδιά μας και να υπερασπιστούμε τις πανανθρώπινες αξίες; να δείξουμε σεβασμό στην αναντικατάστατη αξία της ανθρώπινης ζωής ανεξαρτήτως καταγωγής και κοινωνικής τάξης;
Μέσα από μια αριστοτεχνική σκηνοθεσία η Αντιγόνη στην τελευταία σκηνή της ταινίας θα έρθει αντιμέτωπη με την αφετηρία της. Με τη βοήθεια του μοντάζ, η έννοια του χρόνου θα καταργηθεί, ώστε όταν η ηρωίδα με την οικογένειά της απελαύνονται στο αεροδρόμιο, να βλέπει την οικογένειά της στο παρελθόν να καταφτάνει στην Αμερική. Η Ντερασπέ επιλέγει μέσα στην ίδια σκηνή να συνυπάρχουν δύο αφοπλιστικά προς τον θεατή βλέμματα, εκείνο της ηρωίδας ως νήπιο και ως έφηβη. Είναι η στιγμή που ο χορός θα κάνει το τελευταίο του σχόλιο μέσα από ήχους συμπαράστασης κινητών τηλεφώνων και συνθημάτων. Τότε, το βήμα προς το μέλλον της ηρωίδας σταματάει για να στραφεί προς τον χορό και το πλάνο παγώνει κοιτάζοντας το θεατή. Η Σόφι Ντερασπέ εμπνέεται από το μύθο της Αντιγόνης για να μιλήσει για την αδικία και την βία στον σύγχρονο κόσμο προσκαλώντας τον θεατή να αντισταθεί. Ένα εγχείρημα που επιτυγχάνεται αφού η σκηνοθεσία υπονοεί μια μπρεχτική κάθαρση, η οποία μπορεί να γίνει εφικτή μόνο μέσω της αλλαγής της κοινωνίας. Η ίδια η Ντερασπέ με την δημιουργία αυτής της ταινίας κάνει την δική της αντίσταση. Το σινεμά είναι αντίσταση.