Ο Βασίλης Σπυρόπουλος των Σπυριδούλα και η Μελίνα Σιδηροπούλου, αδερφή του Παύλου Σιδηρόπουλου, μιλούν με αφορμή τη συναυλία που δίνεται στην Τεχνόπολη για τα 45 χρόνια από την κυκλοφορία του «Φλου».
Οσοι γεννηθήκαμε τέλη των 70s ανακαλύψαμε το «Φλου» στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και το ακούσαμε με τόσο πάθος σαν να είχε μόλις κυκλοφορήσει. Ο πρόωρος θάνατος του Παύλου Σιδηρόπουλου τον Δεκέμβριο του 1990 είχε πυροδοτήσει ένα κύμα λατρείας για το ροκ είδωλο. Οι πιτσιρικάδες κατέβαιναν με τα λεωφορεία τις Κυριακές στο Μοναστηράκι για να αγοράσουν μπλουζάκια με τη μορφή του, στις πλατείες τραγουδούσαμε τον «Μπάμπη τον Φλου» και στα προβάδικα της εποχής οι κιθάρες έπαιζαν το «Στην Κ.», μαζί με τα τραγούδια των Doors που επίσης ανακαλύπταμε και λόγω της ταινίας του Ολιβερ Στόουν.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 45 χρόνων από την κυκλοφορία του επιδραστικού άλμπουμ ετοιμάζεται μια μεγάλη συναυλία με τους Σπυριδούλα και τον Λεωνίδα Μπαλάφα στην Τεχνόπολη στις 11 Ιουνίου. Αναζητήσαμε τον Βασίλη Σπυρόπουλο, ιδρυτικό μέλος του γκρουπ, και τη Μελίνα Σιδηροπούλου, αδερφή του Παύλου Σιδηρόπουλου, οι οποίοι μας μίλησαν για τον άνθρωπο, τον ροκ καλλιτέχνη, το «Φλου» και την εποχή του. Συναντηθήκαμε στο στούντιο όπου γίνονται οι πρόβες για τη συναυλία.
Ο Βασίλης Σπυρόπουλος θυμάται πώς προέκυψε η ιδέα για το άλμπουμ. Ο Σιδηρόπουλος είχε γράψει τα τραγούδια για το «Φλου» αρκετό καιρό πριν και γυρνούσε τις εταιρείες προσπαθώντας να εξασφαλίσει την παραγωγή του δίσκου. «Οταν πήγε ο Παύλος υπήρχε μεγάλη δυστοκία από τις εταιρείες που έκαναν μεγάλες επιτυχίες με άλλα τραγούδια. Τον απέρριπταν διότι τα 60s είχαν ξεφουσκώσει και μαζί και κάποια γκρουπ της εποχής. Κάποιος του έριξε την ιδέα ότι παρότι δεν έκαναν δίσκους σε μεμονωμένους καλλιτέχνες θα μπορούσαν να του κάνουν αν έβρισκε ένα συγκρότημα» λέει.
Οι εταιρείες δεν το πίστευαν
Οι Σπυριδούλα είχαν μόλις σχηματιστεί κι όταν τους συνάντησε ο Σιδηρόπουλος τους πρότεινε να συνεργαστούν πάνω στο υλικό που ήδη είχε. Πήγαν τότε στη Minos EMI και τους άκουσε ο Γιώργος Πετσίλας στον οποίο άρεσαν τα τραγούδια και βρήκε πολύ έξυπνο το όνομα του γκρουπ. «Η εταιρεία δεν πίστευε πολύ το πρότζεκτ αλλά επειδή ήταν μεγάλη είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Καταλαβαίνετε τη χαρά μας, καθώς μιλάμε για μια εποχή που δεν υπήρχε η δυνατότητα να κάνει κάποιος δίσκο εκτός εταιρειών ούτε υπήρχαν ανεξάρτητα labels. Τα κόστη ήταν τεράστια. Η τεχνολογία δεν ήταν όπως η σημερινή που με 4-5 χιλιάδες ευρώ φτιάχνεις στούντιο στο σπίτι σου. Τότε έπρεπε να πουλήσεις το σπίτι σου για να κάνεις στούντιο. Τα στούντιο της Columbia όπου ηχογραφούσαμε ήταν “αντίγραφο” του Abbey Road και είχαν εκπληκτικά μηχανήματα» λέει ο Β. Σπυρόπουλος.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1979. Ωστόσο στο εξώφυλλο του δίσκου αναγράφεται 1978. Oπως εξηγεί ο μουσικός, οι ηχογραφήσεις είχαν αρχίσει το φθινόπωρο του 1978. Η δισκογραφική είχε υπολογίσει πως θα αφιέρωνε ένα μικρό κονδύλι το οποίο αντιστοιχούσε σε εξήντα ώρες ηχογράφησης. Κανονικά δηλαδή σε δέκα μέρες (όχι συνεχόμενες) ο δίσκος έπρεπε να είναι έτοιμος. Είχε προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει κοντά στα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς. «Εμείς όμως ήμασταν τελειομανείς και δεν είχαμε και μεγάλη εμπειρία. Ούτε οι πολύ καλοί ηχολήπτες του στούντιο είχαν εμπειρία στον συγκεκριμένο ήχο. Ετσι τράβηξε αρκετά, φτάσαμε τις 178 ώρες, φυσικά με την γκρίνια της εταιρείας που κάθε λίγο και λιγάκι μας απειλούσε ότι θα διέκοπτε την παραγωγή. Ημασταν πιτσιρικάδες, είχαμε άγνοια κινδύνου κι έτσι λέγαμε “εντάξει, διακόψτε την και θα χάσετε και τα λεφτά που έχετε ήδη βάλει”. Φτάσαμε τελικά να τελειώσουμε τον Απρίλιο του 1979. Τα εξώφυλλα όμως είχαν ήδη τυπωθεί μήνες πριν» εξηγεί.
Κατά την ηχογράφηση χρειάστηκε μια γυναικεία φωνή για δύο τραγούδια, τους «Σοβαρούς κλόουν» και την «Ωρα του stuff». Τότε στο διπλανό στούντιο ηχογραφούσε η Δήμητρα Γαλάνη για άλλη εταιρεία. Επεσε στην παρέα η ιδέα να της προτείνουν να τραγουδήσει εκείνη. Δέχτηκε, ωστόσο οι εταιρείες τότε ήταν αρκετά αυστηρές με τους καλλιτέχνες και δεν τους επέτρεπαν συμμετοχές σε άλλα πρότζεκτ και ιδιαίτερα σε ηχογραφήσεις άλλων labels. «Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούσαμε να βάλουμε το όνομά της στους συντελεστές. Ετσι συμφώνησε και η ίδια και μπήκε ως “μια γυναίκα”. Χρόνια μετά αποκαλύφθηκε πως ήταν εκείνη» επιβεβαιώνει ο Β. Σπυρόπουλος.
Επαιξαν ροκ την εποχή του πανκ
Το 1979 που κυκλοφόρησε ο δίσκος, στην υπόλοιπη Ευρώπη ήδη κυριαρχούσε το πανκ. Οπως εξηγεί ο μουσικός, στην Ελλάδα υπήρχε μια καθυστέρηση καθώς τα μουσικά ρεύματα δεν έρχονταν τόσο γρήγορα: «Αν και είχαν ήδη σκάσει τα πρώτα ελληνικά πανκ συγκροτήματα, το πανκ εδώ έπιασε ρίζες πιο αργά, τη δεκαετία του 1980. Γι’ αυτό και το 1982, όταν βγήκε ο δεύτερος δίσκος των Σπυριδούλα, δεν είχε τόση επιτυχία παρότι πήρε πολύ καλές κριτικές, διότι έπεσε πάνω στο φούντωμα. Κάποιοι χαρακτήρισαν κι εμάς πανκ όταν βγήκαμε το 1977 επειδή είχαμε σκληρό ήχο. Δεν ήμασταν όμως. Γενικά πάντως οι ετικέτες δεν παίζουν για μένα πολύ μεγάλο ρόλο στη μουσική. Μπορείς να κινείσαι ανάμεσα στα στιλ. Καμιά φορά με ζημιά, αλλά συνήθως σου δίνει περισσότερη ελευθερία».
Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το αν ήταν εμπορικά επιτυχημένος ο δίσκος. Ο Βασίλης Σπυρόπουλος πιστεύει πως ήταν. Με την έννοια ότι πούλησε 2-3 χιλιάδες αντίτυπα μόλις κυκλοφόρησε, που σημαίνει πως έβγαλε αμέσως τα έξοδά του. Οπως λέει, μες στα χρόνια που ακολούθησαν δεν σημειώθηκαν τρελές πωλήσεις αλλά ήταν στοχευμένες σε ένα κοινό που άκουγε αυτό το είδος μουσικής. Εξηγεί: «Δεν βρήκε τεράστιο κοινό αλλά βρήκε το κοινό του το οποίο το συσπείρωσε σε μεγάλο βαθμό. Αλλά ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της έκδοσης είναι ότι δεν σταμάτησε ποτέ να πουλάει και πολύ περισσότερο μάλιστα μετά τον θάνατο του Παύλου όταν για μια επταετία ανέβηκαν οι πωλήσεις σαν να είχε μόλις κυκλοφορήσει».
Τον ρωτάω πώς ήταν ο Σιδηρόπουλος στη συναναστροφή και τη συνεργασία τους. «Δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος του πλανήτη. Είχε και ισχυρές απόψεις και κάποιο ναρκισσισμό που έχουν συνήθως οι περφόρμερ. Παρ’ όλα αυτά αυτό δεν έβγαινε ποτέ στη δουλειά μας. Και προς τιμήν του δεν είπε ποτέ πώς έπρεπε να διαχειριστούμε ένα κομμάτι. Δεν είπε ποτέ δηλαδή “είναι δικό μου και θα γίνει έτσι επειδή το λέω εγώ”. Τότε ήμουν πιτσιρικάς του κοινόβιου και της κοινοκτημοσύνης. Δεν καταλάβαινα πόσο σημαντικό ήταν αυτό γιατί το θεωρούσα κάπως δεδομένο. Οταν όμως βγήκα στην πιάτσα και είδα πόσο καχύποπτοι ήταν μικρότερου μεγέθους καλλιτέχνες με τους οποίους δούλεψα συνειδητοποίησα το μεγαλείο του Παύλου».
Τότε ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν 28 ετών και είχε ήδη μια πορεία με τα Μπουρμπούλια και αργότερα με τη συνεργασία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Ενώ τα μέλη της Σπυριδούλας ήταν πολύ νέα ακόμη, ο μεγαλύτερος 23 και ο μικρότερος 20 ετών. «Ο Παύλος μπορούσε να μας καπελώσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που το διαλύσαμε. Για να κάνουμε κάτι μόνοι μας. Θέλαμε να απογαλακτιστούμε και να ενηλικιωθούμε κι εμείς. Ωστόσο σε ανθρώπινο και πολύ περισσότερο σε καλλιτεχνικό επίπεδο ποτέ δεν μειώθηκε η εκτίμησή μας στο πρόσωπό του. Δεν το διαλύσαμε με τον Παύλο γιατί δεν μας άρεσε, το αντίθετο. Και μάλιστα ποτέ δεν βρήκαμε κάποιον αντίστοιχου μεγέθους, διότι δεν υπάρχουν πολλοί. Ποτέ δεν υπήρξαν πολλοί. Είμαι τυχερός που βρέθηκε στον δρόμο μου ή βρέθηκα εγώ στον δικό του».
Ενα σπίτι ανοιχτό για όλο τον κόσμο
Η Μελίνα Σιδηροπούλου βρίσκεται στο στούντιο και συζητάει με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές. Είναι πολύ ενθουσιασμένη και έχει να πει σε όλους μια καλή κουβέντα. Από τη διπλανή αίθουσα ακούγεται η φωνή της Ιουλίας Καραπατάκη που τραγουδάει Σιδηρόπουλο. Η Μ. Σιδηροπούλου θυμάται τα πρώτα χρόνια στο σπίτι, τότε που όταν δεν είχαν καλεσμένους ο αδερφός της βρισκόταν μονίμως στο δωμάτιό του και έγραφε. Τη ρωτάω αν αληθεύει πως ζητούσε συχνά τη γνώμη της μητέρας τους για τα γραπτά και τα τραγούδια του. «Ναι, αλλά όχι επειδή ήταν η μαμά μας αλλά επειδή ήταν μια πολύ άξια γυναίκα. Ενας έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος και καθόλου πουριτανή. Προερχόταν από μια οικογένεια που έδινε μεγάλη σημασία στη μόρφωση και τη γνώση – ο πατέρας της ήταν αδερφός της Ελλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη».
Η Μελίνα Σιδηροπούλου ανακαλεί οικογενειακές στιγμές με γλέντια στο σπίτι τους στην οδό Δροσοπούλου, τραγούδια τα καλοκαίρια με τους γονείς στις διακοπές και τον πατέρα τους που άκουγε τα «αγαπησιάρικα» του Αττίκ και του Γούναρη. Εκείνη και ο Παύλος μεγάλωσαν σε ένα σπίτι με πολύ χιούμορ, ένα σπίτι μονίμως ανοιχτό σε ιδέες και ανθρώπους. «Παλιοί συμφοιτητές μου» διηγείται «που έρχονταν και μελετούσαμε μαζί, ακόμη και σήμερα μιλούν με καλά λόγια για την αίσθηση που έδινε το σπίτι μας και για τις συζητήσεις που γίνονταν εκεί μέσα. Οσο το ζούσα δεν το καταλάβαινα. Πριν από πέντε έξι χρόνια ο Νίκος Τσιλογιάννης, ο ντράμερ στα Μπουρμπούλια, μου είπε πως ερχόταν για να ακούσει τους γονείς μας και ότι οι συζητήσεις που έκαναν τον βοήθησαν να ανοίξει το μυαλό του».
Ηταν πάντα χαμογελαστός
Θυμάται πως η πρώτη φορά που άκουσε να καβγαδίζουν οι γονείς της ήταν όταν ο Παύλος, στα δεκαεπτά του, τελειώνοντας το γυμνάσιο, αργούσε να επιστρέψει τις νύχτες, καθώς ανακάλυπτε τις παρέες και τον κόσμο. «Ευτυχώς που έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και μπόρεσε να φύγει και να ακολουθήσει αυτό που ήθελε η ψυχή του. Για μένα είναι δεδομένο ότι ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν δημιουργούνται με τη μόρφωση. Η μόρφωση τα βοηθάει να αναπτυχθούν, ωστόσο υπάρχει μια εσωτερική καταγραφή με την οποία γεννιέται κάποιος».
Θυμάται τον αδερφό της ως άνθρωπο κοινωνικό και πάντα χαμογελαστό που ποτέ δεν παραπονιόταν και δεν έλεγε κακή κουβέντα για κανέναν. Η διάθεσή του για ζωή χάθηκε όταν εθίστηκε στα ναρκωτικά. «Είχε επίγνωση του δράματός του. Οποτε συνερχόταν λίγο από αυτή την ιστορία και προτού ξαναπέσει η πρώτη του κουβέντα ήταν ότι αυτό το πράγμα σε εκμηδενίζει. Το έχει πει και σε συνεντεύξεις του» λέει η Μ. Σιδηροπούλου. Ποτέ όμως δεν πίστεψε πως ήταν μονόδρομος αυτός που είχε πάρει. Πάντα πίστευε πως θα γλίτωνε. Ομως μετά τον χαμό της μητέρας τους και έπειτα από την περιπέτεια που είχε με το χέρι του (είχε πρηστεί και τελικά παραλύσει) έπεσε ψυχολογικά και σωματικά. Λίγο αργότερα, στα 42 του, πέθανε από υπερβολική δόση.
«Ο χαρακτήρας του αδερφού μου φαίνεται στο έργο του» λέει συγκινημένη. Και συνεχίζει: «Το “Αντε… και καλή τύχη μάγκες” για παράδειγμα είναι ένα τραγούδι που παρότι μιλάει για τον “εχθρό” δεν το κάνει με επιθετικότητα. Το κάνει με καλοσύνη – ακούγεται λίγο θρησκευτική έννοια αλλά είναι υπαρκτή. Το κάνει με έναν ανθρωπισμό θα έλεγα. Κι αυτό για μένα είναι μεγαλείο, ανθρώπινο μεγαλείο. Αυτό εισπράττει ο νέος άνθρωπος».
INFO
Τεχνόπολη δήμου Αθηναίων, Τρίτη 11/6 στις 21.00. Με τους Σπυριδούλα και τον Λεωνίδα Μπαλάφα θα είναι οι Βήτα Πεις, Βιολέτα Ίκαρη, Ιουλία Καραπατάκη, Γρηγόρης Κλιούμης και Θεοδοσία Τσάτσου